Το εκλογικό αποτέλεσμα της Πορτογαλίας, το τελευταίο σε εθνικό επίπεδο σε χώρα κράτους-μέλους της Ε.Ε. πριν από τις ευρωεκλογές του Ιουνίου, αποτελεί και το τελευταίο «καμπανάκι» για την Κεντροδεξιά στην Ευρώπη.
Αναδεικνύει με σαφή τρόπο τις πιθανές προκλήσεις που θα κληθεί να αντιμετωπίσει το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, το οποίο δεν αποκλείεται να αναγκαστεί να δώσει ξεκάθαρες απαντήσεις για τη σχέση του με την Ακροδεξιά: Μαζί της ή απέναντι;
Περίπου όπως οι Κεντροδεξιοί στην Πορτογαλία, οι Ευρωπαίοι Συντηρητικοί και Χριστιανοδημοκράτες, μετά τις κάλπες του Ιουνίου, θα μπορούσαν να δεχθούν πίεση προκειμένου να αποφασίσουν εάν θα στραφούν προς τις πιο ακραίες δυνάμεις στο όνομα της «σταθερότητας». Ή εάν θα καταφέρουν να διατηρήσουν τον μεγάλο συνασπισμό με τους Σοσιαλδημοκράτες και τους Φιλελεύθερους, που τους επέτρεψε εδώ και αρκετές δεκαετίες να αναδειχθούν σε κυρίαρχη δύναμη στην Ε.Ε.
Τέλος εποχής για την Ευρώπη του «Κέντρου»;
Ωστόσο, ο μεγάλος συνασπισμός μεταξύ του Λαϊκού Κόμματος και των Σοσιαλδημοκρατών, ο οποίος κυριάρχησε επί πέντε δεκαετίες στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, πλήττεται ολοένα και περισσότερο.
Το εκλογικό αποτέλεσμα στην Πορτογαλία, όπου η Δημοκρατική Συμμαχία τερμάτισε πρώτη στις εκλογές της Κυριακής, αλλά μακριά από ένα ποσοστό που θα της επέτρεπε να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση υπό την ηγεσία του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, θα μπορούσε να είναι ενδεικτικό για το τέλος μιας εποχής και για τις πολιτικές εξελίξεις συνολικά στην Ε.Ε.
Στην Πορτογαλία και σε πολλά άλλα κράτη-μέλη της Ε.Ε. οι ψηφοφόροι αμφισβητούν το δικομματικό σχήμα, όπου παραδοσιακές κεντροδεξιές και σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις κυριαρχούσαν μέχρι πρόσφατα με άνεση.
Αναδύονται πλέον νέα ερωτήματα: Εάν ο συντομότερος και ασφαλέστερος δρόμος προς την εξουσία σημαίνει συνεργασία με τη λαϊκιστική Ακροδεξιά, η Κεντροδεξιά θα πρέπει να τον ακολουθήσει;
Η εκλογική συμμαχία υπό τον Μοντενέγκρο στην Πορτογαλία με δύο μικρότερα συντηρητικά κόμματα ήρθε πρώτη στην ψηφοφορία της Κυριακής, κερδίζοντας 79 έδρες. Δύο περισσότερες από τον αντίπαλό της, το Σοσιαλιστικό Κόμμα (PS), αλλά πολύ μακριά από μία πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο των 230 εδρών της χώρας.
Στην τρίτη θέση, πολλαπλασιάζοντας τον αριθμό των εδρών του σε 48, βρέθηκε το Τσέγκα (Cega στα πορτογαλικά σημαίνει «αρκετά»), ακροδεξιό, λαϊκιστικό κόμμα με επικεφαλής έναν πρώην τηλεοπτικό αθλητικό παρουσιαστή, τον Αντρέ Βεντούρα, που κατηγορείται από τους αντιπάλους του για ξενοφοβία, ρατσισμό και δημαγωγία.
Ο Μοντενέγκρο επανειλημμένα, κατά την προεκλογική του εκστρατεία και ξανά χθες Δευτέρα, απέκλεισε ενδεχόμενο συνασπισμού ή ακόμη και χαλαρή συμφωνία με το Τσέγκα. Ωστόσο κάποιο είδος συμφωνίας με το ακροδεξιό κόμμα ενδέχεται να αποδειχθεί ο μόνος δρόμος προς την εξουσία.
Πίεση για τον σχηματισμό κυβέρνησης
Η πίεση για τον σχηματισμό δεξιάς κυβέρνησης θα μπορούσε να είναι τεράστια, σύμφωνa με τον Βισέντε Βαλέντιμ, πολιτικό επιστήμονα στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και συγγραφέα ενός υπό έκδοση βιβλίου για την «κανονικοποίηση» της Ακροδεξιάς, τον οποίο επικαλείται ο Guardian σε ανάλυσή του με τίτλο «Θα πρέπει η Κεντροδεξιά της Πορτογαλίας να συνεργαστεί με την Ακροδεξιά για να σχηματίσει σταθερή πλειοψηφία;».
Ο Μοντενέγκρο θα «προσπαθήσει με κάθε τρόπο να αποφύγει τη συνεργασία» με το Τσέγκα, βεβαιώνει ο Βαλέντιμ.
Ωστόσο, «εάν δεν καταφέρει να σχηματίσει σταθερή κυβέρνηση, ποιες θα είναι οι πιθανές συνέπειες; Εσωτερική κρίση στο κόμμα του, νέες εκλογές ή, ίσως, κάποιο είδος άτυπης συμφωνίας με την Ακροδεξιά», εξηγεί ο ίδιος.
Δεν είναι ο πρώτος και δεν θα είναι ο τελευταίος που αντιμετωπίζει το δίλημμα στην Ε.Ε. Ακροδεξιοί λαϊκιστές ηγούνται συνασπισμού με την Κεντροδεξιά στην Ιταλία, είναι βασικά μέλη κυβερνητικού συνασπισμού στη Φινλανδία και παρέχουν υποστήριξη σε δεξιά κυβέρνηση στη Σουηδία.
Στην Ολλανδία, οι συνομιλίες για δημιουργία συνασπισμού εξαρτώνται από το κατά πόσο –και υπό ποιες ακριβώς προϋποθέσεις– η Κεντροδεξιά θα υποστηρίξει το ακροδεξιό Κόμμα Ελευθερίας (PVV) του Χερτ Βίλντερς και τον μικρότερο σύμμαχό του, το Κίνημα Αγροτών-Πολιτών (BBB).
Στην Ισπανία, το συντηρητικό Λαϊκό Κόμμα (PP) προσπάθησε αρχικά να υπερκεράσει, και στη συνέχεια κατήγγειλε, το ακροδεξιό Vox – αλλά έκανε συμφωνίες σε περιφερειακό επίπεδο μαζί του και ήταν έτοιμο για συμφωνία και σε εθνικό επίπεδο. Ωστόσο, οι Σοσιαλιστές (PSOE) τα πήγαν απροσδόκητα καλά στις εκλογές του περασμένου Ιουλίου.
Εν τω μεταξύ, το ακροδεξιό Κόμμα Ελευθερίας (FPÖ) της Αυστρίας αναμένεται να κερδίσει τις εκλογές το φθινόπωρο και να επιδιώξει συμφωνία με το συντηρητικό αυστριακό Λαϊκό Κόμμα (ÖVP), ενώ το AfD της Γερμανίας και ο Εθνικός Συναγερμός (RN) της Γαλλίας βρίσκονται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα ή κοντά σε αυτά.
Ψήφος διαμαρτυρίας και «κανονικοποίηση»
Σειρά παραγόντων συμβάλλουν στην προέλαση της Ακροδεξιάς. Οι μεγάλες μεταναστευτικές ροές προς την Ε.Ε., εν μέσω συνεχιζόμενων πολέμων, η ισλαμοφοβία αλλά και η φοβία απέναντι στους θεσμούς των Βρυξελλών αποτελούσαν για μεγάλο χρονικό διάστημα τις κύριες αιτίες ανόδου της.
Πρόσφατα, προστέθηκε η εστίαση στους πολιτισμικούς πολέμους και η αμφισβήτηση των δικαιωμάτων μειονοτήτων, καθώς και της κλιματικής κρίσης.
Η απήχησή της έχει ενισχυθεί περαιτέρω από την κρίση του κόστους ζωής που τροφοδότησαν η ανάκαμψη από την πανδημία και ο πόλεμος στην Ουκρανία.
Η Ακροδεξιά έχει καταφέρει να εκφράσει, σε μεγάλο βαθμό, την αυξανόμενη δυσπιστία απέναντι στα κυρίαρχα κόμματα, για τα οποία πολλοί ψηφοφόροι θεωρούν ότι απέτυχαν να αντιμετωπίσουν φλέγοντα ζητήματα, όπως η στέγαση. Είναι ζητήματα τα οποία οι λαϊκιστές έχουν συνδέσει με τη μετανάστευση.
Σε πολλές χώρες, η Ακροδεξιά συγκεντρώνει πλέον ποσοστά από 15% έως 20% ή και περισσότερο. Αυτό σημαίνει ότι γίνεται όλο και πιο δύσκολο να σχηματιστούν κυβερνήσεις χωρίς τη συμμετοχή της.
Η πολυδιάσπαση του πολιτικού τοπίου στην Ευρώπη ήταν αναπόφευκτο να ενισχύσει τη θέση των λαϊκιστικών κομμάτων σε αυτό.
Η αδυναμία και η εξάντληση των κυρίαρχων κομμάτων, η αποτυχία τους να αντιμετωπίσουν βασικά προβλήματα, η εμπλοκή τους σε σκάνδαλα, προσφέρουν επίσης κίνητρο στους ψηφοφόρους να δοκιμάσουν κάτι νέο, επισημαίνουν οι αναλυτές. Και είναι κυρίως η Ακροδεξιά, που διεκδικώντας την ψήφο διαμαρτυρίας, αποκτά δυναμική.
Η πρόκληση για την Κεντροδεξιά είναι μεγάλη. Οπου οι κεντροδεξιές δυνάμεις δεν έχουν κρατήσει ξεκάθαρη γραμμή απέναντι στην Ακροδεξιά το έχουν πληρώσει πολιτικά.
Μετά την «κανονικοποίησή» τους, τα ακροδεξιά κόμματα κατάφεραν να μετατρέψουν την ψήφο διαμαρτυρίας σε πολιτική ισχύ.
Οι δύο επιλογές και ο ρόλος της Κεντροαριστεράς
Η αυξανόμενη «ενσωμάτωση» των ακροδεξιών κομμάτων, η πρόσβασή τους στα μέσα ενημέρωσης, οι συνεργασίες σε κυβερνητικά σχήματα συμβάλλουν στην κανονικοποίησή τους.
Εάν σπάσει η λεγόμενη «υγειονομική ζώνη», γίνεται πολύ πιο δύσκολο να μπει φρένο στην ανοδική τους πορεία.
Η παγίδα είναι ότι η εναλλακτική συχνά συνεπάγεται πολύμηνες συνομιλίες για τον σχηματισμό κυβερνητικού συνασπισμού, ασταθείς κυβερνήσεις μειοψηφίας, επαναληπτικές εκλογές και, τελικά, περαιτέρω αποδυνάμωση των κυρίαρχων κομμάτων, χωρίς να αποκλείεται περαιτέρω ενίσχυση της ψήφου υπέρ των εξτρεμιστών.
Δύο είναι οι επιλογές για την Κεντροδεξιά, σύμφωνα με τον Βαλέντιμ: «Είτε τα κεντροδεξιά κόμματα θα συμπεριλάβουν την Ακροδεξιά με δημιουργία ενός δεξιού μπλοκ, είτε –όπως στη Γερμανία– η Κεντροδεξιά και η Κεντροαριστερά θα έρθουν σε κάποιο είδος συμφωνίας ώστε να αποκλείσουν την Ακροδεξιά από την εξουσία».
Το τι θα συμβεί στην Πορτογαλία τις επόμενες εβδομάδες, καθώς ο Μοντενέγκρο προσπαθεί να σχηματίσει κυβέρνηση, θα είναι κρίσιμο και θα μπορούσε να αποτελέσει «πιλότο» για το μέλλον συνολικά στην Ευρώπη.
Ο ρόλος που θα διαδραματίσουν οι Σοσιαλιστές στη διαδικασία θα είναι εξίσου σημαντικός, καθώς η Κεντροδεξιά μπορεί να σχηματίσει κυβέρνηση χωρίς την Ακροδεξιά μόνο με τη στήριξη της Κεντροαριστεράς.
Με πληροφορίες από Reuters, Guardian, El Pais