Στις 31 Ιανουαρίου 2024, ο Τζον Μπαρνέτ, σε συνέντευξή του, είχε εκφράσει τις αμφιβολίες του ότι το μοντέλο της Boeing 737 Max 9 –ο διάδοχος του «προβληματικού» μοντέλου 8– είναι ασφαλές για να βρεθεί ξανά στους ουρανούς. Λίγες ημέρες νωρίτερα, αρχές του ίδιου μήνα, πτήση της Alaska Airlines έκανε αναγκαστική προσγείωση στο Πόρτλαντ, αφού ένα από τα παράθυρα της καμπίνας εξερράγη, «ρουφώντας» αντικείμενα των επιβατών.
Τα χειρότερα συμβάντα ήταν το 2018 και το 2019, όταν αεροσκάφη τύπου Max 8 συνετρίβησαν κοστίζοντας τη ζωή συνολικά σε 346 επιβαίνοντες. Το 2018, σκοτώθηκαν 189 άνθρωποι σε εσωτερική ινδονησιακή πτήση και πέντε μήνες αργότερα, εντός του 2019, έχασαν τη ζωή τους 157 άνθρωποι σε πτήση από την Αντίς Αμπέμπα στο Ναϊρόμπι. Και σαν να μην έφτανε αυτό, στις αρχές Μαρτίου το αεροσκάφος Boeing 777, από το Σαν Φρανσίσκο με προορισμό την Ιαπωνία, ωθήθηκε σε αναγκαστική προσγείωση όταν ένας τροχός έσπασε και… κατρακύλησε σε χώρο στάθμευσης του αεροδρομίου.
Ο Τζον Μπαρνέτ, πρώην διευθυντής ποιότητας της Boeing που είχε συνταξιοδοτηθεί το 2017 έπειτα από 32 χρόνια εργασίας, φέρεται να αυτοκτόνησε στις 9 του τρέχοντος Μαρτίου, στα 62 του χρόνια, στο Τσάρλεστον της Νότιας Καρολίνας. Ηταν γνωστός ως πληροφοριοδότης της Boeing, έχοντας ήδη αποκαλύψει τα ζητήματα ασφαλείας του μοντέλου 787 Dreamliner της εν λόγω κατασκευάστριας εταιρείας ήδη από το 2017. Μάλιστα, τη Δευτέρα 11 Μαρτίου, το ίδιο μοντέλο, εν πτήσει από το Σίδνεϊ προς το Οκλαντ της Νέας Ζηλανδίας έκανε άτακτη αναγκαστική προσγείωση χωρίς προειδοποίηση, με αποτέλεσμα τουλάχιστον 50 τραυματίες επιβάτες, που δεν φορούσαν ζώνη και πετάχτηκαν από τη θέση τους ή προσέκρουσαν στην οροφή της καμπίνας.
Τη στιγμή του θανάτου του ο Μπαρνέτ επρόκειτο να ολοκληρώσει την τελευταία ημέρα των καταθέσεων προ της δίκης που έχει προγραμματιστεί για τον ερχόμενο Ιούνιο.
Οπως αναφέρουν αμερικανικά δημοσιεύματα, τη στιγμή του θανάτου του ο Μπαρνέτ επρόκειτο να ολοκληρώσει την τελευταία ημέρα των καταθέσεων προ της δίκης που έχει προγραμματιστεί για τον ερχόμενο Ιούνιο, έπειτα από τουλάχιστον επτά χρόνια ερευνών, ανακρίσεων και νομικών αντεγκλήσεων μεταξύ εταιρείας και πληροφοριοδοτών. «Ο Μπαρνέτ δεν εμφανίστηκε στις 10 το πρωί του Σαββάτου για την κατάθεση και δεν απάντησε στις κλήσεις στο κινητό και στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του, σύμφωνα με τον Ρόμπερτ Μ. Τούρκεβιτς, δικηγόρο του θανόντος. Οι υπάλληλοι του ξενοδοχείου εντόπισαν τον Μπαρνέτ στο πορτοκαλί φορτηγό του στο πάρκινγκ του ξενοδοχείου, πρόσθεσε ο δικηγόρος του», σύμφωνα με ρεπορτάζ της Washington Post.
«Λυπούμαστε για τον θάνατο του Τζον Μπαρνέτ και οι σκέψεις μας είναι με την οικογένεια και τους φίλους του», ήταν η δήλωση που εξέδωσε η Boeing στο άγγελμα του θανάτου του πρώην εργαζομένου της. Σύμφωνα, πάντως, με τους δικηγόρους του που μίλησαν στο BBC, «ήταν σε πολύ καλή διάθεση και πραγματικά ανυπομονούσε να αφήσει πίσω του αυτή τη φάση της ζωής του και να προχωρήσει. Δεν είχαμε καμία ένδειξη ότι θα αυτοκτονούσε. Κανείς δεν μπορεί να το πιστέψει».
Τώρα, όμως, όλοι ζητούν απαντήσεις, διότι ουδείς μπορεί να αποδεχθεί το γεγονός ότι ο Τζον Μπαρνέτ έθεσε τέλος στη ζωή του εν μέσω καταθέσεων και εξελισσόμενης νομικής διαδικασίας για μία υπόθεση που βάζει έτσι κι αλλιώς στο στόχαστρο τη μεγάλη κατασκευάστρια αεροπορική εταιρεία, που έχει να αντιμετωπίσει πολλές έρευνες και ερωτήματα για την ασφάλεια των αεροσκαφών της.
Οι δικηγόροι του, πάντως, περιέγραψαν, στο Time, τον Τζον Μπαρνέτ ως «έναν γενναίο, έντιμο άνθρωπο, με ύψιστη ακεραιότητα», που «ενδιαφερόταν πολύ για την οικογένειά του, τους φίλους του, την εταιρεία, τους συναδέλφους του στην Boeing και τους πιλότους και τους ανθρώπους που πετούσαν με αεροσκάφη της Boeing». Δήλωσαν συντετριμμένοι για τον θάνατό του και ζήτησαν πλήρη και ακριβή έρευνα. «Χρειαζόμαστε περισσότερες πληροφορίες για το τι συνέβη στον Τζον», είπαν. «Καμία λεπτομέρεια δεν μπορεί να αφεθεί αναπάντητη».
Ενα κυνηγητό πέντε ετών
«Σε ελάχιστα μοντέλα θα έβαζα την υπογραφή μου ότι είναι έτοιμα να πετάξουν», ήταν μία από τις ατάκες που έχει πει ο Τζον Μπαρνέτ στους New York Times το 2019, όντας πληροφοριοδότης κατά της πρώην εργοδότριας εταιρείας του.
Ο Τζον Μπαρνέτ είχε καταγγείλει επανειλημμένως ότι είχε εντοπίσει «ξεχασμένα» μεταλλικά ρινίσματα κοντά σε ηλεκτρικά συστήματα σχετικά με τα χειριστήρια, τα οποία, όπως είπε, θα μπορούσαν να έχουν «καταστροφικά» αποτελέσματα εάν τα ρινίσματα διαπερνούσαν την καλωδίωση, όπως έχουν γράψει οι New York Times. Ο ίδιος είχε δηλώσει ότι οι ανησυχίες του είχαν αγνοηθεί από τους προϊσταμένους του, οι οποίοι, μάλιστα, τον είχαν μεταθέσει σε άλλο τμήμα του εργοστασίου της Νότιας Καρολίνας. Παρά ταύτα, η Αμερικανική Αρχή Πολιτικής Αεροπορίας είχε εκδώσει οδηγία το 2017, απαιτώντας όλα τα μοντέλα 787 να καθαρίζονται από ρινίσματα πριν από την παράδοση.
Σε ελάχιστα μοντέλα θα έβαζα την υπογραφή μου ότι είναι έτοιμα να πετάξουν.
Τα θέματα ασφαλείας «διερευνώνται άμεσα και γίνονται αλλαγές όποτε είναι απαραίτητο», είχε δηλώσει τότε εκπρόσωπος της Boeing. Παρά ταύτα, πόρισμα του 2017 της αμερικανικής ρυθμιστικής αρχής, της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Αεροπορίας (FAA), επιβεβαίωσε ορισμένες από τις ανησυχίες του πρώην στελέχους της εταιρείας, διαπιστώνοντας ότι η θέση τουλάχιστον 53 «μη συμμορφούμενων» εξαρτημάτων στο εργοστάσιο ήταν άγνωστη και ότι θεωρούνταν χαμένα.
Δύο χρόνια αργότερα, το 2019, σύμφωνα με το BBC, ο Τζον Μπαρνέτ έκανε λόγο για ζητήματα ασφαλείας στα συστήματα οξυγόνου του ίδιου αεροσκάφους, σημειώνοντας ότι μία στις τέσσερις μάσκες οξυγόνου υπήρχε σημαντική πιθανότητα να μη λειτουργήσει εάν παραστεί αντίστοιχη ανάγκη. «Χωρίς τέτοια συστήματα, οι επιβάτες ενός αεροπλάνου θα καθίσταντο αμέσως “σακατεμένοι”. Στα 35.000 πόδια (10.600 μέτρα) θα βρίσκονταν αναίσθητοι σε λιγότερο από ένα λεπτό. Στα 40.000 πόδια, αυτό θα μπορούσε να συμβεί μέσα σε 20 δευτερόλεπτα. Θα μπορούσε να ακολουθήσει εγκεφαλική βλάβη, ακόμη και θάνατος».
Μάλιστα, είχε συμπληρώσει στις καταγγελίες τα πρώτα «ενοχοποιητικά» στοιχεία που είχε εντοπίσει το 2016, ότι οι εργαζόμενοι της κατασκευάστριας εταιρείας δούλευαν υπό πίεση για να «πιάσουν» τους στόχους παραγωγής, έχοντας εγκαταστήσει ανταλλακτικά –και ελαττωματικά– εξαρτήματα σε αεροπλάνα. Ο ίδιος θεωρούσε, σύμφωνα με συνέντευξή του στο BBC, ότι οι ανησυχίες που έχει επισημάνει αντικατοπτρίζουν μια εταιρική κουλτούρα που «όλα περιστρέφονται γύρω από την ταχύτητα, τη μείωση του κόστους και τον αριθμό των πωλήσεων. Οι μάνατζερ δεν ενδιαφέρονται για την ασφάλεια, αλλά μόνο για το πρόγραμμα συναντήσεων».
Ολα περιστρέφονται γύρω από την ταχύτητα, τη μείωση του κόστους και τον αριθμό των πωλήσεων. Οι μάνατζερ δεν ενδιαφέρονται για την ασφάλεια.
Σε σύνεντευξή του στους New York Times το 2019, ο ίδιος ανέφερε ότι κάποτε τον είχαν επιπλήξει επειδή κατέγραψε «παραβιάσεις της διαδικασίας» μέσω email και όχι πρόσωπο με πρόσωπο, συμπεραίνοντας ότι η εταιρεία δεν ήθελε να καταγράφονται γραπτώς οποιαδήποτε προβλήματα. Σε μία ανάλυση της απόδοσης του 2014, που είχε φτάσει στα χέρια των ΝΥΤ, ο μάνατζερ του Τζον Μπαρνέτ τού είπε ότι έπρεπε να βελτιωθεί στο να «εργάζεται στις γκρίζες ζώνες και να βοηθήσει να βρει έναν τρόπο γι’ αυτό, διατηρώντας παράλληλα τη συμμόρφωση με τους κανόνες».
Και τότε, η Boeing είχε απορρίψει τους ισχυρισμούς του πρώην στελέχους της, λέγοντας ότι όλα τα αεροσκάφη της διέπονται από τα υψηλότερα επίπεδα ασφάλειας και ποιότητας. Η εταιρεία, εντούτοις, παραδέχθηκε ότι το 2017 «εντόπισε ορισμένες φιάλες οξυγόνου, από συγκεκριμένο προμηθευτή, που δεν τοποθετήθηκαν σωστά. Αφαιρέσαμε αυτές τις φιάλες από την παραγωγή, έτσι ώστε να μην τοποθετηθούν ελαττωματικές φιάλες στα αεροπλάνα και αντιμετωπίσαμε το θέμα με τον προμηθευτή μας».
Την περασμένη εβδομάδα, πάντως, η FAA ανέφερε, σύμφωνα με το BBC, ότι έλεγχος της εταιρείας, που διήρκεσε έξι εβδομάδες, είχε βρει «πολλές περιπτώσεις όπου η εταιρεία φέρεται να απέτυχε να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις ποιοτικού ελέγχου παραγωγής».
Η εταιρεία, πάντως, ανέφερε, ανταπαντώντας, ότι «έχει επιλύσει πλήρως τα ευρήματα της FAA όσον αφορά την ιχνηλασιμότητα μερών και έχει εφαρμόσει διορθωτικές ενέργειες για να αποτρέψει επανάληψη του φαινομένου».
Ο θάνατος του Τζον Μπαρνέτ και η ψυχολογία των πληροφοριοδοτών
Με τις καταγγελίες να διαδέχονται η μία την άλλη –ο Τζον Μπαρνέτ κατηγορούσε την εταιρεία, η εταιρεία εκείνον και το πρώην στέλεχος ξανά την Boeing–, ο νεκρός πλέον πληροφοριοδότης είχε αναπτύξει διαταραχή μετατραυματικού στρες (PTSD) και η υγεία του είχε επιδεινωθεί, όπως δήλωσε ο αδελφός του Τζον Μπαρνέτ στα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης. «Επασχε από PTSD και κρίσεις άγχους ως αποτέλεσμα του εχθρικού εργασιακού περιβάλλοντος στην Boeing, το οποίο πιστεύουμε ότι οδήγησε στον θάνατό του», κατά τον Ρόντνι Μπαρνέτ. «Ανυπομονούσε να βρεθεί στο δικαστήριο και ήλπιζε ότι αυτό θα ανάγκαζε την Boeing να αλλάξει την κουλτούρα της», συμπλήρωσε ο ίδιος.
Σύμφωνα, μάλιστα, με αμερικανικά δημοσιεύματα, οι πληροφοριοδότες έρχονται αντιμέτωποι με σθεναρή κριτική που τους θέλει να επιζητούν την προσοχή, να είναι δυσπροσαρμοστικοί ή πικραμένοι και δυσαρεστημένοι που πηγαίνουν ενάντια στο status quo· ή ίσως έχουν το σύνδρομο του μεσσία, ίσως μια εκδικητική πλευρά ή δεν είναι ομαδικοί παίκτες.
Οι πληροφοριοδότες έρχονται αντιμέτωποι με σθεναρή κριτική που τους θέλει να επιζητούν την προσοχή, να είναι δυσπροσαρμοστικοί ή πικραμένοι και δυσαρεστημένοι που πηγαίνουν ενάντια στο status quo· ή ίσως έχουν το σύνδρομο του μεσσία, ίσως μια εκδικητική πλευρά ή δεν είναι ομαδικοί παίκτες.
Μάλιστα, το Fortune, επικεντρώνοντας στην ουσία του πληροφοριοδότη, ότι, ακόμα κι αν ο θυμός είναι το κίνητρο για καταγγελίες, «άνθρωποι όπως ο Τζον Μπαρνέτ προβαίνουν σε καταγγελίες για να ωφελήσουν και τους πολίτες, με ακραίο προσωπικό, οικονομικό και συναισθηματικό κόστος. Για τους περισσότερους, το να αντιμετωπίσεις έναν μεγάλο εργοδότη όπως η Boeing ή άλλες δυνάμεις είναι μια απίστευτα αλλοτριωτική εμπειρία. Οχι μόνον διακινδυνεύεις τα προς το ζην, αλλά προκαλείς συχνά βάναυσα αντίποινα που μπορεί να επιβαρύνουν τις νομικές αμοιβές, να σε καταστήσουν διά παντός αμφιλεγόμενο υποψήφιο για οποιαδήποτε δουλειά, να σε αναγκάσουν να αμφισβητήσεις την ίδια σου την πραγματικότητα και να σε αποξενώσουν από τους φίλους και την οικογένειά σου. Είναι η τέλεια καταιγίδα, που εκμηδενίζει όλα τα συστήματα υποστήριξης που είναι απαραίτητα για να επιβιώσει κανείς ως άνθρωπος».
Μάλιστα, πολλοί πληροφοριοδότες που έχουν μιλήσει στην ειδικό επί αυτών των θεμάτων Αριέλα Στάινχορν, φοβούνται για τη σωματική τους ασφάλεια εξαιτίας του εκφοβισμού που υφίστανται από διάφορους παράγοντες, που τους απειλούν και ζητούν από εκείνους υπέρογκα ποσά. «Για να αντιμετωπιστεί αυτό, οι άνθρωποι εγκαθιστούν κάμερες ασφαλείας στα σπίτια τους, διενεργούν ελέγχους κυβερνοασφάλειας για να διασφαλίσουν ότι οι συσκευές και οι τοποθεσίες τους δεν παρακολουθούνται, υποβάλλουν αναφορές στην Αστυνομία, λαμβάνουν μέτρα ασφαλείας ή συχνά αλλάζουν, αν μπορούν, πόλη», γράφει η ίδια στο Fortune.