Λίγοι γνωρίζουν τον Τζο Μπάιντεν όπως ο Φράνκλιν Φόερ. Ο δημοσιογράφος του Atlantic και συγγραφέας του «The Last Politician», ενός βιβλίου για την πρώτη διετία της προεδρίας Μπάιντεν, λέει στην «Κ» ότι ήταν πάντα πρόθεσή του να διεκδικήσει μια δεύτερη θητεία και ότι ωφελείται από τα ακραία στερεότυπα εις βάρος του που διαδίδουν οι Ρεπουμπλικανοί. Μιλάει επίσης για την ανικανότητα των Ρεπουμπλικανών να κυβερνήσουν, για την παρακμή των αμερικανικών ΜΜΕ και συγκρίνει τον «συστημικό» Μπάιντεν με τους Δημοκρατικούς του προκατόχους.
– Eχουν βοηθήσει τον Μπάιντεν οι Ρεπουμπλικανοί με την εικόνα που έχουν φιλοτεχνήσει ενός ξεμωραμένου γέρου; Εχουν ρίξει τόσο τις προσδοκίες που μπορεί εύκολα να περάσει πάνω από τον πήχυ;
– Ναι, έτσι είναι. Aν κάποιος παρακολουθήσει το Fox News ή υπόλοιπα δεξιά μέσα ενημέρωσης, θα νομίζει ότι ο Μπάιντεν είναι ένα πτώμα, ότι τον περιφέρουν οι συνεργάτες του περίπου όπως γίνεται στην ταινία «Τρελό γουίκεντ στου Μπέρνι» και ότι δεν έχει την πνευματική ικανότητα να ασκήσει τα καθήκοντά του. Αυτό απλά δεν ισχύει. Αναμφίβολα έχει γεράσει πολύ, βαδίζει αργά, ο δημόσιος λόγος του δεν είναι αυτό που ήταν. Αλλά ο ισχυρισμός ότι οι σύμβουλοί του είναι αυτοί που «τρέχουν» τον Λευκό Οίκο είναι απλά μια θεωρία συνωμοσίας.
Και όντως, από πολιτική άποψη, είναι εύκολο για τον Μπάιντεν να σταθεί μπροστά στις κάμερες, να εκφωνήσει μια δυναμική ομιλία και να ανατρέψει αυτή την εντύπωση που θέλουν να δημιουργήσουν τα δεξιά ΜΜΕ. Το ερώτημα είναι αν στους επόμενους μήνες θα έχει τις αντοχές για να συνεχίσει να κάνει εμφανίσεις όπως αυτή που έκανε στην ομιλία για την Κατάσταση του Εθνους, που διαλύουν τα στερεότυπα τα οποία διαδίδουν οι Ρεπουμπλικανοί.
– Πέραν των στερεοτύπων, πάντως, βλέπουμε συνεχώς στις δημοσκοπήσεις οι ψηφοφόροι να εκφράζουν την ανησυχία τους για την ηλικία του Μπάιντεν. Εχουν άδικο; Δεν είναι σημαντικά εξασθενημένος, ακόμη και σε σχέση με πριν από τέσσερα χρόνια;
– Δεν είναι άδικο να τίθενται ερωτήματα για κάποιον που θα είναι 86 χρόνων στο τέλος της δεύτερης θητείας του. Αλλά τα μέσα ενημέρωσης κάνουν λάθος στον τρόπο που συγκρίνουν την οξύνοια του Μπάιντεν, την αδυναμία του, για παράδειγμα, να θυμηθεί το όνομα κάποιου γερουσιαστή, με την εξαιρετικά αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά του Ντόναλντ Τραμπ. Και αξίζει να αναφέρουμε ότι κανείς από τους συνομιλητές του Μπάιντεν που έχουν έρθει σε αντιπαράθεση μαζί του, από τον (τέως πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων) Κέβιν Μακάρθι έως τον Μπέντζαμιν Νετανιάχου, δεν τον περιγράφουν σαν κάποιον που τα έχει χαμένα, παρότι ενδεχομένως έχουν ισχυρό κίνητρο να το κάνουν.
– Πιστεύετε ότι ήταν πάντα αποφασισμένος να βάλει υποψηφιότητα για μια δεύτερη θητεία; Ή ήταν η απειλή της επιστροφής του Τραμπ που τον οδήγησε στην απόφαση;
– Η επάνοδος του Τραμπ έκανε την απόφαση πιο εύκολη, αλλά νομίζω ότι ο Μπάιντεν είχε πάντα σκοπό να θέσει εκ νέου υποψηφιότητα. Εχει αυτή την αίσθηση, ότι τα ΜΜΕ και οι ελίτ δεν έχουν αποτιμήσει δίκαια την προεδρία του. Ενα κεντρικό στοιχείο της ζωής και του χαρακτήρα του είναι ότι πάντα προσπαθεί να κάνει τον κόσμο να τον πάρει σοβαρά. Αν αποφάσιζε να αποσυρθεί, θα το έβλεπε σχεδόν ως μία ταπείνωση. Κανείς από τους ανθρώπους που τον γνωρίζουν καλά δεν περίμενε ότι θα έκανε στην άκρη.
– Τα ποσοστά επιδοκιμασίας του Μπάιντεν είναι χαμηλά, σε επίπεδα που στο παρελθόν θα προκαλούσαν πανικό στο επιτελείο ενός προέδρου που διεκδικεί την επανεκλογή του. Ηταν όμως εξίσου χαμηλά και πριν από τις ενδιάμεσες εκλογές για το Κογκρέσο το 2022 και αυτό δεν μεταφράστηκε σε μια κακή εκλογική βραδιά για τους Δημοκρατικούς. Το γεγονός ότι είναι ο ίδιος υποψήφιος αυτή τη φορά καθιστά τα χαμηλά αυτά ποσοστά μεγαλύτερη πηγή ανησυχίας ενόψει του Νοεμβρίου;
– Ναι, είναι πηγή ανησυχίας. Κοιτάξτε τι γίνεται με την οικονομία: ο πληθωρισμός είναι υπό έλεγχο, η ανεργία είναι σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, γίνονται ένα σωρό επενδύσεις σε βιομηχανικές μονάδες, το χρηματιστήριο είναι στα ύψη – και παρ’ όλα αυτά τα ποσοστά επιδοκιμασίας του Μπάιντεν δεν αυξάνονται. Παρά τα πολλά σημαντικά του επιτεύγματα, είναι ένα κρίσιμο ερώτημα αν οι ψηφοφόροι θα τον ανταμείψουν ποτέ γι’ αυτά.
Δεν είναι άδικο να τίθενται ερωτήματα για κάποιον που θα είναι 86 χρόνων στο τέλος της δεύτερης θητείας του. Αλλά τα μέσα ενημέρωσης κάνουν λάθος στον τρόπο που συγκρίνουν την οξύνοια του Μπάιντεν, την αδυναμία του, για παράδειγμα, να θυμηθεί το όνομα κάποιου γερουσιαστή, με την εξαιρετικά αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά του Ντόναλντ Τραμπ.
Εν μέρει αυτό μπορεί να οφείλεται στο πώς λειτουργεί ο πληθωρισμός, με τους καταναλωτές να βλέπουν κάθε φορά που πάνε στο σούπερ μάρκετ ότι οι τιμές είναι υψηλότερες από ό,τι ήταν πριν από τέσσερα χρόνια. Αλλά υπάρχει και κάτι άλλο. Ο συνδυασμός του πληθωρισμού, των πολέμων, της κατάστασης στα νότια σύνορα (σ.σ.: με τις αυξημένες μεταναστευτικές ροές), δημιουργεί την αίσθηση σε πολλούς ψηφοφόρους ότι τα πράγματα εκτροχιάζονται και ο ηλικιωμένος ένοικος του Οβάλ Γραφείου αδυνατεί να τα ελέγξει. Αυτό είναι που δημιουργεί αυτή τη νοσταλγία για τον Τραμπ και αυτή την επιθυμία για έναν ισχυρό άνδρα που θα επαναφέρει την τάξη.
– Στην Ευρώπη επικρατεί τρόμος ότι μια δεύτερη θητεία Τραμπ θα συνιστούσε το τέλος της Pax Americana και την απόσυρση της αμερικανικής ασπίδας ασφαλείας. Θεωρείτε όμως ότι στο πλαίσιο του προεκλογικού αγώνα, είναι πιο δημοφιλής η λογική του America First έναντι της ανάδειξης της αξίας των συμμαχιών των ΗΠΑ;
– Νομίζω πως έτσι είναι. Υπάρχει μια εξάντληση της κοινής γνώμης με τον πόλεμο στην Ουκρανία. Διαχρονικά, ο απομονωτισμός ταιριάζει πιο πολύ στα ένστικτα της αμερικανικής κοινής γνώμης, σε αντίθεση με την ελίτ. Αρα θεωρώ ότι ο Τραμπ βρίσκεται κάπως πιο κοντά στο vox populi στο θέμα αυτό, αν και δεν θα ψηφίσουν πολλοί με γνώμονα την εξωτερική πολιτική.
– Τι συμβαίνει με τους Ρεπουμπλικανούς στη Βουλή των Αντιπροσώπων; Απέπεμψαν προ μηνών τον πρόεδρό τους, Κέβιν Μακάρθι, τον αντικατέστησαν με τον Μάικ Τζόνσον, γνωστό και ως «MAGA Mike», τον οποίο βλέπουμε τώρα να περνάει νομοσχέδια για δαπάνες του κράτους με τη στήριξη των Δημοκρατικών. Ενδεχομένως μάλιστα χάρη στους Δημοκρατικούς να επιβιώσει από τη νέα προσπάθεια της ακροδεξιάς πτέρυγας του κόμματός του να τον καθαιρέσει, υπό τον όρο να φέρει προς ψήφιση το νομοσχέδιο για τη βοήθεια προς την Ουκρανία. Τι μας λένε όλα αυτά για το πώς λειτουργεί το Κογκρέσο εν έτη 2024;
– Δείχνουν ότι οι Ρεπουμπλικανοί είναι ένα διαλυμένο κόμμα, ανίκανο να κυβερνήσει. Αυτό φαίνεται και από τον βαθμό του ελέγχου που ασκεί ο Τραμπ επί των νομοθετών του κόμματος, παρότι δεν έχει εκλεγεί σε κάποιο αξίωμα. Παραδόξως, σε ένα τέτοιο πλαίσιο, ο μόνος τρόπος να γίνει οτιδήποτε σε νομοθετικό επίπεδο είναι μέσω της διακομματικής συνεργασίας. Ετσι κατάφερε να περάσει τα μεγάλα νομοθετικά του επιτεύγματα στην πρώτη του διετία ο Μπάιντεν – και ο Τζόνσον μοιάζει απρόθυμα να καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα. Το τίμημα μπορεί να είναι ότι θα χάσει τη θέση του.
– Για τους Ρεπουμπλικανούς θα υπάρξει εκλογικό τίμημα; Θα θυμούνται οι ψηφοφόροι τον Νοέμβριο το χάος στη Βουλή;
– Το επίπεδο της πληροφόρησης για το τι συμβαίνει στην Ουάσιγκτον είναι τρομερά χαμηλό. Υπάρχει πολλή χειραγώγηση, πολλές ψεύτικες ειδήσεις, σε βαθμό που θεωρώ ότι αυτές οι εκλογές θα είναι μια καταστροφή για τα αμερικανικά ΜΜΕ. Δεν ξέρω καν σε τι βαθμό η κοινή γνώμη έχει συναίσθηση του χάους στην Ουάσιγκτον. Είναι αποκομμένοι από θεμελιώδη πράγματα. Για παράδειγμα, πολλοί Αμερικανοί δεν γνωρίζουν ότι ψηφίστηκε το νομοσχέδιο για τις υποδομές – και όταν το ακούν, πολλοί θεωρούν ότι ψηφίστηκε επί Τραμπ, ενώ εγκρίθηκε επί Μπάιντεν, με τον Τραμπ να αντιτίθεται σ’ αυτό.
– Πόσο αποτελεσματικός έχει υπάρξει ως πρόεδρος ο Μπάιντεν; Συμφωνείτε ότι έχει πετύχει περισσότερα από οποιονδήποτε Δημοκρατικό πρόεδρο από την εποχή του Λίντον Τζόνσον – και χωρίς τις τεράστιες πλειοψηφίες του τελευταίου στο Κογκρέσο; Εχει δικαιωθεί για την πίστη του στη διακομματική συναίνεση, ακόμη και σ’ αυτή την περίοδο της ακραίας πόλωσης;
– Σίγουρα πέτυχε πολύ περισσότερα του αναμενομένου στα δύο πρώτα του χρόνια, ειδικά δεδομένων των οριακών πλειοψηφιών στο Κογκρέσο. Μπορεί κανείς να επιχειρηματολογήσει πειστικά ότι έχει πετύχει τουλάχιστον όσα πέτυχαν ο Ομπάμα και ο Κλίντον – και μάλιστα σε πιο δύσκολες πολιτικές συνθήκες. Σχετικά με τη διακομματική συναίνεση: πήρε καιρό του Μπάιντεν να καταλάβει ότι το σημερινό Ρεπουμπλικανικό κόμμα είναι πολύ διαφορετικό ακόμη και σε σύγκριση με πριν από 15-20 χρόνια, πολύ πιο ριζοσπαστικό. Ωστόσο, εξακολουθεί να υπάρχει ένα μπλοκ κεντρώων Ρεπουμπλικανών γερουσιαστών που είναι αποφασισμένοι να συνεργαστούν με τους Δημοκρατικούς για την ψήφιση σημαντικών νομοσχεδίων.
– Γιατί αποκαλείτε τον Μπάιντεν τον «τελευταίο πολιτικό»; Πόσο διαφορετικός είναι από τον Ομπάμα, ο οποίος απέφευγε την πολλή συνάφεια με τα μέλη του Κογκρέσου και άλλους πολιτικούς; Θα εντάσσατε τον Ομπάμα και το επιτελείο του στη μεγάλη λίστα όσων έχουν υποτιμήσει τον Μπάιντεν κατά τη διάρκεια της καριέρας του;
– Ο Ομπάμα συνήθιζε να κάνει πλάκα εις βάρος του Μπάιντεν και να στραβοκοιτάζει όταν ο αντιπρόεδρός του άρχιζε να του αφηγείται κάποια από τις ατελείωτες ιστορίες του για τη ζωή του μεγαλώνοντας στην Πενσιλβάνια (δίνοντας άδεια έτσι και στους συνεργάτες του να στραβοκοιτάζουν). Με τον καιρό, όμως, ο Ομπάμα κατέληξε να εκτιμά πολύ περισσότερο τον Μπάιντεν και το είδος του πολιτικού που εκπροσωπούσε. Συνειδητοποίησε ότι μεγάλο μέρος της περιφρόνησής του για το σύστημα ήταν αδικαιολόγητη, ότι ο μόνος τρόπος να πετύχει αυτά που ήθελε ήταν αυτή η διαδικασία μικροπολιτικών ζυμώσεων την οποία εξασκεί ο Μπάιντεν όλη του τη ζωή. Ο Ομπάμα και ο Κλίντον διεκδίκησαν την προεδρία καταφερόμενοι κατά του συστήματος, ακολουθώντας μια μακρά παράδοση της αμερικανικής πολιτικής κουλτούρας· ο Μπάιντεν τη διεκδίκησε ως ένας συμβατικός πολιτικός, ένας άνθρωπος του συστήματος, που ήθελε να αποδείξει ότι ο μόνος τρόπος να διασωθεί η αμερικανική δημοκρατία είναι μέσω των υφιστάμενων πολιτικών θεσμών.
– Eχοντας απέναντί του τον πιο σκληροπυρηνικά αντισυστημικό αντίπαλο. Το 2020 επικράτησε η επιθυμία για επιστροφή στην κανονικότητα. Το 2024 να δούμε…
– Ακριβώς.