Το Ισραήλ απάντησε στο Ιράν τις πρώτες πρωινές ώρες, αλλά προσώρας με τρόπο που αποστερεί τη δυνατότητα στην Τεχεράνη να επανέλθει με ένα ακόμη πιο εντυπωσιακό χτύπημα.
Μάλιστα, δεν είναι τυχαίο ότι μέχρι τώρα δεν έχει επιβεβαιωθεί από πλευράς Τελ Αβίβ καμιά εκ των επιθέσεων που φέρεται να έχουν γίνει όχι μόνο σε ιρανικό αλλά και σε ιρακινό και συριακό έδαφος σε βάρος ιρανικών στόχων, όπως επίσης και το γεγονός ότι ζητήθηκε από τις πρεσβείες του Ισραήλ ανά τον κόσμο να μην αναπαράγουν ειδήσεις που παραπέμπουν στη σημερινή επίθεση.
Προ ολίγου, μάλιστα, υπήρξε η πληροφορία ότι το Ισραήλ για στρατηγικούς λόγους δεν θα αναλάβει την ευθύνη των επιθέσεων.
Το δε Ιράν υποβαθμίζει την επίθεση, λέγοντας ότι οι εκρήξεις προήλθαν από κατάρριψη ύποπτου αντικειμένου (του οποίου μάλιστα δε γνωρίζουν την προέλευση!), προφανώς για να μην υποχρεωθεί σε αντίποινα, αλλά και για να καταδείξει αφενός ότι είναι ικανό να αποκρούσει επιθέσεις σε βάρος του και αφετέρου ότι το Ισραήλ δεν αποτόλμησε ένα συντριπτικό πλήγμα.
Το παιχνίδι των εντυπώσεων είναι πολύ σημαντικό και για τις δύο πλευρές, κυρίως, αλλά όχι μόνο, με το βλέμμα στραμμένο στο εσωτερικό. Ο συμβολισμός βέβαια έχει ιδιαίτερη αξία, γιατί η επαρχία Ισφαχάν που δέχτηκε την επίθεση, ανήμερα των γενεθλίων του ανώτατου θρησκευτικού ηγέτη του Ιράν και ημέρας προσευχής για τους μουσουλμάνους, φιλοξενεί εγκαταστάσεις του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος αλλά και αποτελεί και την πόλη που έχει στηρίξει σθεναρά τον Χαμενεΐ. Είναι επομένως μία προειδοποιητική βολή του Ισραήλ ότι την επόμενη φορά θα χτυπηθούν πυρηνικές και όχι στρατιωτικές υποδομές;
Είναι ικανοποιητική για την ισραηλινή ηγεσία ως «οδυνηρή απάντηση», σύμφωνα με τα λεγόμενα του πολεμικού συμβουλίου της περασμένης Δευτέρας, η σημερινή επίθεση ή μήπως είναι παραπλανητική και η αρχή ενός μπαράζ χτυπημάτων σε βάρος ιρανικών στόχων;
Είναι πάντως πιθανό ό,τι συνέβη να εντάσσεται στο πλαίσιο μίας ευρύτερης διαπραγμάτευσης που εξελίσσεται ανάμεσα σε Νετανιάχου και Μπάιντεν και η οποία αφορά όχι μόνο το Ιράν αλλά και τα τεκταινόμενα και μελλούμενα στη Γάζα. Αν δεν δοθεί συνέχεια είτε από το Ισραήλ είτε από το Ιράν, θα πρόκειται για επικράτηση των πιο μετριοπαθών φωνών και οπωσδήποτε για μία αναγκαία διπλωματική ανάσα για την αμερικανική ηγεσία. Ωστόσο, επειδή σε συνθήκες έντασης αυτοί που κυριαρχούν ή τέλος πάντων ωφελούνται είναι οι ακραίοι, ας είμαστε επιφυλακτικοί για τη συνέχεια. Γιατί είναι βέβαιο ότι οι εκατέρωθεν εξτρεμιστές δεν έχουν πει την τελευταία τους λέξη και δεν αρκούνται στα χλιαρά/αδύναμα αντίποινα.
Σε τελική ανάλυση, το πλέον ανησυχητικό είναι ότι Ισραήλ και Ιράν εμπλουτίζουν με επιχειρήματα την άποψη περί αναγκαιότητας αλλαγής των στρατηγικών τους δογμάτων, ώστε αυτά να γίνουν –υποτίθεται– πιο αποτελεσματικά αλλά οπωσδήποτε (και) πιο επιθετικά.