Κανείς δεν φάνηκε να ξαφνιάζεται ιδιαίτερα από το ξεκάθαρο σήμα που εξέπεμψε η υποψήφια του κεντροδεξιού Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ) Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, την περασμένη Δευτέρα, για συνεργασία με το υπερδεξιό κόμμα των Συντηρητικών και Μεταρρυθμιστών (ECR) μετά τις ευρωεκλογές.
Το «άνοιγμα» προς την ευρωπαϊκή πολιτική «οικογένεια» του κόμματος της Τζόρτζια Μελόνι, Αδέλφια της Ιταλίας (FdI), το είχε άλλωστε εδώ και καιρό υπαινιχθεί η Φον ντερ Λάιεν και απλώς επιβεβαιώθηκε στη διάρκεια του πρώτου ντιμπέιτ μεταξύ των επικεφαλής των υποψηφίων των πολιτικών ομάδων για την προεδρία της Κομισιόν. Υπό την πίεση της ευθείας σχετικής ερώτησης του υποψηφίου των Πρασίνων Μπας Εϊκάουτ, η Φον ντερ Λάιεν ανέφερε ότι ενδεχόμενη συνεργασία «εξαρτάται εν πολλοίς από τη σύνθεση του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου και ποιος είναι σε ποια ομάδα». Αλλωστε, τόσο η ίδια όσο και το ΕΛΚ έχουν εδώ και καιρό σπεύσει να θέσουν τις κόκκινες γραμμές των μετεκλογικών συνεργασιών τους με άλλα κόμματα: θα πρέπει να είναι υπέρ του ΝΑΤΟ, της Ε.Ε., της Ουκρανίας και του κράτους δικαίου.
H ευρωομάδα των Συντηρητικών και Μεταρρυθμιστών περιλαμβάνει σκληροπυρηνικά δεξιά και ευρωσκεπτικιστικά κόμματα, όπως το πολωνικό Νόμος και Δικαιοσύνη (PiS) –που οδήγησε σε οπισθοδρόμηση το κράτος δικαίου της Πολωνίας και προκάλεσε ευθεία ρήξη με τις Βρυξέλλες–, το ακροδεξιό ισπανικό κόμμα Vox, το εθνικιστικό κόμμα των Σουηδών Δημοκρατών, ενώ πρόσφατα προσχώρησε και το Reconquête του περιβόητου Γάλλου ακροδεξιού Ερίκ Ζεμούρ.
Επομένως, οι κόκκινες γραμμές που θέτει το ΕΛΚ για μετεκλογικές συνεργασίες φαίνεται να «φωτογραφίζουν» πρωτίστως το κυβερνών κόμμα της Ιταλίας FdI και την ηγέτιδά του Τζόρτζια Μελόνι. Με την «ανάγνωση» αυτή συμφωνεί η Ελίζαμπεθ Κούιπερ, αναπληρώτρια διευθύντρια του European Policy Centre (EPC) στις Βρυξέλλες. «Παρά το γεγονός ότι δεν είναι όλοι εντός του ΕΛΚ υπέρ μιας τέτοιας προοπτικής, το κεντροδεξιό ευρωπαϊκό κόμμα έχει επιδιώξει εδώ και καιρό να συνεργαστεί με κάποια κόμματα του ECR. Η συνεργασία θα γίνει πιο σημαντική μετά τις εκλογές, καθώς η Φον ντερ Λάιεν ενδεχομένως να χρειαστεί τις ψήφους του ECR για να εξασφαλίσει μια δεύτερη θητεία στην Κομισιόν», σημειώνει.
«Ευρωπαϊκός ρεαλισμός»
Εως ότου φτάσει η ώρα της εκλογής της από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, θα προηγηθεί η αναγκαία έγκριση της υποψηφιότητας της Φον ντερ Λάιεν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Η υποψήφια του ΕΛΚ φαίνεται να ποντάρει στη στήριξη της Ιταλίδας πρωθυπουργού, που έχει ήδη αναδειχθεί –κατά πως φαίνεται– σε ρυθμιστή του επόμενου πενταετούς ευρωπαϊκού κύκλου, τόσο σε ό,τι αφορά την επιλογή των προσώπων των θεσμικών οργάνων της Ε.Ε. όσο και κατ’ επέκτασιν της πολιτικής τους.
Και όχι τυχαία, καθώς η Τζόρτζια Μελόνι έχει κατακτήσει τον «τίτλο» της αξιόπιστης εταίρου, από τις Βρυξέλλες και το Παρίσι έως την Ουάσιγκτον και το Κίεβο. Μοιάζουν πλέον μακρινά τα δημοσιεύματα στον ξένο Τύπο που προειδοποιούσαν τις Βρυξέλλες για ευθεία ρήξη με τη Ρώμη, λόγω της ανόδου στην εξουσία της νεοφασίστριας, ακροδεξιάς πολιτικού. Η Μελόνι κέρδισε τις εκλογές το 2022 υποσχόμενη «πραγματική σύγκρουση» με τους παγκόσμιους θεσμούς, όπως η Ε.Ε., αλλά και ότι «η φωνή της Ιταλίας θα εισακουστεί δυνατά στις Βρυξέλλες».
Σίγουρα πέτυχε το δεύτερο, καθώς όχι μόνο δεν συγκρούστηκε με τους θεσμούς, αλλά έπαιξε «σωστά όλα τα ευρωπαϊκά χαρτιά της», παραδέχονται Ιταλοί αναλυτές, ενώ πλέον λίγοι είναι εκείνοι που τη χαρακτηρίζουν ευθέως νεοφασίστρια ή ακροδεξιά. Η στρατηγική της, πάντως, είχε χαραχθεί πολύ πριν αναλάβει τα «ηνία» της Ιταλίας, εκτιμά ο Ενρίκο Μποργκέτο, αναπληρωτής καθηγητής πολιτικών επιστημών στο πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας. «Η Μελόνι άρχισε να κερδίζει την εμπιστοσύνη των Ευρωπαίων εταίρων ήδη από το 2018, όταν ανακοίνωσε την είσοδό της στο ECR, ώστε να διακρίνει το κόμμα της από τα σκληροπυρηνικά αντιευρωπαϊκά κόμματα, όπως ο Εθνικός Συναγερμός της Λεπέν ή η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD). Η επιλογή σήμανε και μια πιο μετριοπαθή στάση έναντι της Ε.Ε, που κάποιοι την αξιολογούν ως “ευρωπαϊκό ρεαλισμό”. Η στάση αυτή επιβεβαιώθηκε το 2022, όταν η νεοεκλεγμένη τότε Μελόνι επέλεξε ως πρώτο επίσημο ταξίδι στο εξωτερικό τις Βρυξέλλες».
Από τότε, σιγά σιγά αναδείχθηκε σε προνομιακή συνομιλήτρια του Τζο Μπάιντεν, αλλά και εσχάτως του φιλελεύθερου Εμανουέλ Μακρόν. Αυτό οφείλεται «κυρίως στη στήριξή της στο ΝΑΤΟ και στην Ουκρανία και πιο συγκεκριμένα στον τρόπο με τον οποίο έπεισε τον Βίκτορ Ορμπαν να στηρίξει την πρόταση της Ε.Ε. για την οικονομική ενίσχυση της Ουκρανίας στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, τον περασμένο Φεβρουάριο», επισημαίνει η Ελίζαμπεθ Κουίπερ.
Εκείνο, ωστόσο, που έχει ξεκάθαρα πετύχει η 46χρονη Ιταλίδα πρωθυπουργός είναι να «υπαγορεύει» την πολιτική της Ε.Ε. στο μεταναστευτικό. Βασικός πυρήνας της στρατηγικής της –όπως σημειώνει ο Ενρίκο Μποργκέτο– αποτελεί το πρότζεκτ ύψους 5,5 δισ. ευρώ με την επωνυμία «Ματέι» – λόγω του ιδρυτή του ενεργειακού κολοσσού Eni, Ενρίκο Ματέι. Το πρότζεκτ παρουσιάστηκε σε σύνοδο Ιταλίας – Αφρικής στη Ρώμη τον περασμένο Ιανουάριο, με στόχο την παροχή έργων ανάπτυξης και τη διασύνδεση αφρικανικών χωρών με ενεργειακά πρότζεκτ, που θα μπορούσαν να μπουν στον κατάλογο ευρωπαϊκών έργων. «Σημαντική συνεισφορά» για τις σχέσεις Ε.Ε. – Αφρικής χαρακτήρισε τη σύνοδο η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, «κλείνοντας το μάτι» στη Μελόνι για την πρωτοβουλία, που εξασφαλίζει διπλό ευρωπαϊκό στόχο: ανάπτυξη επενδύσεων στις αφρικανικές χώρες και διασύνδεσή τους μέσω ενεργειακών πρότζεκτ με την Ε.Ε.
Οχι μόνο δεν συγκρούστηκε με τους θεσμούς, αλλά έπαιξε «σωστά όλα τα ευρωπαϊκά χαρτιά της», παραδέχονται Ιταλοί αναλυτές, ενώ πλέον λίγοι είναι εκείνοι που τη χαρακτηρίζουν ευθέως νεοφασίστρια ή ακροδεξιά.
Το «φιλόδοξο» σχέδιο, πάντως, βασίστηκε στις συμφωνίες για τη διαχείριση του μεταναστευτικού, που εξασφάλισε η πρόεδρος της Κομισιόν για την Ιταλίδα πρωθυπουργό, τόσο με την Τυνησία όσο και με την Αίγυπτο, που επί της ουσίας –όπως και το σχέδιο Ματέι– έχουν σκοπό τον περιορισμό των μεταναστευτικών ροών προς την Ιταλία και την Ευρώπη. Η στρατηγική της Μελόνι για το μεταναστευτικό φαίνεται να ικανοποιεί όχι μόνο Ευρωπαίους πολιτικούς –οι οποίοι ανησυχούν για περαιτέρω ενίσχυση της Ακροδεξιάς στις χώρες τους– αλλά και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, που έκαναν «τα στραβά μάτια» για την αμφιλεγόμενη συμφωνία της με την Αλβανία –που προβλέπει διαδικασία παροχής ασύλου σε εκτός Ε.Ε. χώρα–, τις επαναπροωθήσεις προσφύγων, καθώς και την ποινικοποίηση ανθρωπιστικών οργανώσεων που διασώζουν μετανάστες στη θάλασσα.
Στην Ιταλία συγχωρούνται –όπως φαίνεται– και άλλα, που αφορούν το κρίσιμο μέγεθος της οικονομίας της. Η ευθυγράμμιση, άλλωστε, της Μελόνι με την Ε.Ε. «καθοδηγείται από έναν πραγματισμό, που οφείλεται στο ότι η Ιταλία έχει σε μεγάλο βαθμό ανάγκη στήριξης των Βρυξελλών σε σχέση με το Ταμείο Ανάκαμψης», παρατηρεί ο Ενρίκο Μποργκέτο. Μαζί με την Ισπανία, η Ιταλία αποτελεί έναν από τους βασικούς «δικαιούχους» του Ταμείου, απ’ όπου αναμένεται να λάβει πάνω από 200 δισ. ευρώ.
Ωστόσο, το «μπλοκάρισμα» άλλων μεταρρυθμίσεων δεν απολαμβάνει πάντα την έγκριση των εταίρων της. «Για παράδειγμα, η άρνηση να συμφωνήσει για τη μετεξέλιξη του ESM ή η πρόσφατη καταψήφιση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης από το FdI στο Ευρωκοινοβούλιο προδιαγράφουν πιθανές συγκρούσεις με την Ε.Ε. στο μέλλον», τονίζει ο Ιταλός πολιτικός αναλυτής.
Από την πλευρά του, ο Λέο Γκορέτι, επικεφαλής του προγράμματος ιταλικής εξωτερικής πολιτικής «Istituto Affari Internazionali» (IAI) στη Ρώμη, θεωρεί ότι σε σχέση με την «πιο κρίσιμη μεταρρύθμιση των τελευταίων ετών για την Ε.Ε. –το Σύμφωνο Σταθερότητας– η στάση της Ρώμης θέτει υπό αμφισβήτηση το κατά πόσον αποτελεσματική είναι η ευρωπαϊκή πολιτική της κυβέρνησης».
«Μετριοπαθής και ρεαλιστική»
Λίγη σημασία φαίνεται να έχει αυτό για τους Ιταλούς ψηφοφόρους, καθώς η «εικόνα» που έχουν για τον ρόλο της Μελόνι σε ευρωπαϊκό επίπεδο συγκρίνεται πάντα με άλλους δεξιούς πρωθυπουργούς –όπως ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι– και επομένως εκλαμβάνεται δικαιολογημένα «ως μετριοπαθής και ρεαλιστική», αναφέρει ο Ενρίκο Μποργκέτο. Εξακολουθεί, άλλωστε, να είναι αρκετά δημοφιλής. Αυτό εξηγεί σε μεγάλο βαθμό και την επιλογή της να κατέβει επικεφαλής υποψήφια του FdI στις ευρωεκλογές σε όλη την ιταλική επικράτεια.
«Η Τζόρτζια Μελόνι ξεκαθάρισε ότι κατεβαίνει υποψήφια προκειμένου να “τεστάρει” την έγκριση του ιταλικού λαού στο πρόσωπό της. Δεδομένου ότι είναι αρκετά δημοφιλής –περισσότερο ίσως από το κόμμα της– μάλλον θα ενισχύσει τα ποσοστά του, ώστε να εδραιώσει την υπεροχή του έναντι των άλλων δύο κυβερνητικών εταίρων», σημειώνει ο Λέο Γκορέτι.
Σε κάθε περίπτωση και τα τρία κυβερνητικά κόμματα της Ιταλίας, πέραν δηλαδή του FdI της Μελόνι, το κεντροδεξιό Φόρτσα Ιτάλια του Αντόνιο Ταγιάνι, όσο και η ακροδεξιά Λέγκα του Ματέο Σαλβίνι, θα έχουν αυξημένη επιρροή στο επόμενο Eυρωπαϊκό Kοινοβούλιο, καθώς αποτελούν μέλη ευρωπαϊκών κομμάτων που –σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις– θα ενισχυθούν στις ευρωεκλογές. To ΕΛΚ θα παραμείνει πρώτη δύναμη, που σημαίνει ότι η Φόρτσα Ιτάλια θα ανήκει στους νικητές, η ακροδεξιά ID, όπου ανήκει η Λέγκα, ενδεχομένως να βγει τρίτη δύναμη, ενώ το ECR ίσως εκτοπίσει τους Φιλελεύθερους (Renew) στην πέμπτη θέση.
Ο Λέο Γκορέτι θεωρεί, πάντως, ότι «αν και υπάρχουν αρκετές φήμες γύρω από ένα νέο δεξιό συνασπισμό τον τελευταίο χρόνο, στην πραγματικότητα οι συμμαχίες στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα επαναπροσδιοριστούν μετά την 9η Ιουνίου», ενώ σημαντικό ρόλο θα παίξουν και οι προσωπικές φιλοδοξίες του καθενός. Το «παιχνίδι» αυτό το γνωρίζει πολύ καλά η Φον ντερ Λάιεν, που δεν ξεχνάει ότι εξελέγη το 2019 με μόνο εννέα ψήφους διαφορά. Το ερώτημα είναι εάν θα επιβεβαιωθεί η «άσπονδη φίλη» της Τζόρτζια Μελόνι όταν ήδη προβλέπει ότι η πολιτική της οικογένεια «θα διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στην αλλαγή των ευρωπαϊκών πολιτικών».