Αλις Μονρό (1931-2024): Η μεγάλη κυρία της μικρής φόρμας

Αλις Μονρό (1931-2024): Η μεγάλη κυρία της μικρής φόρμας

Η Μονρό έγινε νομπελίστρια το 2013. Ηταν τότε 82 ετών, η πρώτη Καναδή πολίτης και μόλις η δέκατη τρίτη γυναίκα που έλαβε αυτή τη διάκριση στην ιστορία του θεσμού

3' 42" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η Αλις Μονρό, μεγάλη κυρία των γραμμάτων, επίμονη εργάτρια της μικρής λογοτεχνικής φόρμας, του διηγήματος, έφυγε από τη ζωή εχτές στα 92 της χρόνια σε γηροκομείο του Οντάριο. Υπέφερε από άνοια για περισσότερο από μια δεκαετία, και αυτό σημαίνει πως το Νόμπελ Λογοτεχνίας της δόθηκε στο λυκόφως της ζωής της, και μόλις που πρόλαβε να το χαρεί.

Η Μονρό έγινε νομπελίστρια το 2013. Ηταν τότε 82 ετών, η πρώτη Καναδή πολίτης και μόλις η δέκατη τρίτη γυναίκα που έλαβε αυτή τη διάκριση στην ιστορία του θεσμού. Εμαθε την είδηση της βράβευσής της ενώ βρισκόταν στο σπίτι της κόρης της στην Κολούμπια του Καναδά. Η ώρα ήταν 4 το πρωί. Μιλώντας τηλεφωνικά και αγουροξυπνημένη στην καναδική τηλεόραση, είπε: «Μου φαίνεται αδύνατον… Ενα νέο τόσο καταπληκτικό». Μολονότι ήταν ένα από τα μεγάλα φαβορί για την απονομή εκείνης της χρονιάς, μαζί με τον Ιάπωνα Χαρούκι Μουρακάμι και τη Σβετλάνα Αλεξίεβα από τη Λευκορωσία, τόνισε στο καναδικό ειδησεογραφικό πρακτορείο ότι ένιωθε «τρομερά έκπληκτη» με το γεγονός της βράβευσής της. Και πρόσθεσε ότι ήλπιζε πώς το βραβείο θα βοηθούσε τον κόσμο να δει το διήγημα ως μία σημαντική τέχνη και όχι σαν κάτι με το οποίο «παίζει κανείς μέχρι να γράψει το μυθιστόρημα».

Η Μονρό εξέταζε την καθημερινή ζωή μέσα από τον φακό των μικρού μήκους «ταινιών» της για περισσότερα από 60 χρόνια, και στα διηγήματά της αγαπούσε να περιγράφει αντί για τα μεγάλα γεγονότα, μικρές ανθρώπινες ιστορίες που είναι γεμάτες με φαινομενικά ασήμαντες λεπτομέρειες. Η επιθυμία της για το ελάχιστο και περιεκτικό, αντί για το μεγάλο και εντυπωσιακό υπήρξε ένας από τους λόγους που επί πολλά χρόνια το έργο της έμεινε στη σκιά. Αν σε αυτή αθόρυβη λογοτεχνική παρουσία προσθέσουμε το γυναικείο φύλο και την καταγωγή – ο Καναδάς σπανίως διακρίνεται για την καλλιτεχνική παραγωγή του- εξηγείται απολύτως η έκπληξή της για το Νόμπελ.

Γεννημένη το 1931 στο Οντάριο, η Μονρό αποφάσισε ότι ήθελε να γίνει συγγραφέας σε ηλικία 11 ετών και εξέδωσε το πρώτο της διήγημα το 1950. Ωστόσο, μέλος μιας οικογένειας αγροτών που χτυπήθηκε από την Μεγάλη Υφεση, αναγκάστηκε να δουλέψει σκληρά για τις σπουδές της -πήγε στο πανεπιστήμιο με υποτροφία- και αργότερα να μετακομίσει με τον σύζυγό της στο Βανκούβερ. Η ίδια έλεγε για τον εαυτό της ότι κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου υπήρξε μόνον νοικοκυρά – έπρεπε να ζητάει χρήματα από τον σύζυγό της για να αγοράσει τα απαραίτητα του σπιτιού– και έγραφε όποτε οι κόρες της κοιμόντουσαν, γι’ αυτό οι ιστορίες της ήταν μικρές καθώς δυσκολευόταν να συγκεντρωθεί.

Το 1968, η πρώτη της συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Dance of the Happy Shades» της χάρισε το Governor General’s Literature Award, με το οποίο βραβεύτηκε ξανά το 1971 για το δεύτερο βιβλίο της, με τίτλο «Lives of Girls and Women». Έχει διακριθεί τρεις φορές με την υψηλότερη λογοτεχνική διάκριση στον Καναδά, το Governor General’s Literature Award. Βραβευτηκε επίσης από την Ένωση Κριτικών ΗΠΑ κι έλαβε το βραβείο Rea για τη συνολική προσφορά της στο διήγημα. Το 2009 της απονεμήθηκε το Man Booker International, για το οποίο ήταν ξανά υποψήφια και το 2007. «Με κάθε διήγημά της η Μάνρο καταφέρνει να φτάσει το βάθος και την ακρίβεια που οι περισσότεροι μυθιστοριογράφοι πετυχαίνουν με το σύνολο του έργου τους. Διαβάζοντας τη Μάνρο μαθαίνεις πάντα κάτι που δεν είχες ποτέ σκεφτεί» ανέφερε, μεταξύ άλλων, η κριτική επιτροπή της Σουηδικής Ακαδημίας.

Το έργο της αποτελείται κατά κύριο λόγο από συλλογές διηγημάτων, τα περισσότερα εκ των οποίων εκτυλίσσονται στην περιοχή του νοτιοδυτικού Οντάριο, όπου έχει περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της. Οι ήρωές της ζουν σε μικρές, κλειστές κοινωνίες, αμφισβητούν τα κοινωνικά στερεότυπα και τη συμβατική ηθική και συχνά κρύβουν σκοτεινά μυστικά.

Πολλοί βιβλιοκριτικοί την έχουν συγκρίνει με τον Τσέχωφ, χάρη στην ικανότητά της να εστιάζει στα μεγάλα ζητήματα της ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά και στην καταπίεση που υφίστανται οι νέοι μεγαλώνοντας σ’ ένα συντηρητικό περιβάλλον. Η επιδίωξή της για την αυθεντικότητα μετέτρεψε τη Μονρό σε μια ασυναγώνιστη χρονικογράφο της επίμονης επιθυμίας, της καταπιεσμένης γυναικείας σεξουαλικότητας και όσο μεγάλωνε της σχέση μας με το θάνατο.

Για τη συμπατριώτισσά της Μάργκαρετ Ατγουντ, «λίγοι συγγραφείς έχουν εξερευνήσει τέτοιες διαδικασίες πιο διεξοδικά και πιο τολμηρά» από εκείνη. «Τα χέρια, οι καρέκλες, τα βλέμματα – όλα είναι μέρος ενός περίπλοκου εσωτερικού χάρτη με συρματοπλέγματα και παγίδες, και μυστικά μονοπάτια μέσα στους θάμνους». 

Η επίσης Καναδή Τζόνι Μίτσελ, είχε πει σε μια παλιά συνέντευξή της ότι ένιωθε συνδεδεμένη με την Μονρό. «Γράφει για πράγματα που γνωρίζω, μόνον που εγώ είναι σαν να τα ονειρεύτηκα, ενώ εκείνη τα έχει απορροφήσει».

Τα βιβλία της κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT