«Είμαι ένας πολιτικός που αποφάσισε μάλλον να ακολουθήσει τον δικό του δρόμο παρά να ακολουθήσει τον δρόμο της σύγκρουσης που επέλεξε ο κυβερνών συνασπισμός (σ.σ. του Βλαντιμίρ Μέτσιαρ, του πρώτου και τρίτου πρωθυπουργού της ανεξάρτητης Σλοβακίας). Ενας πολιτικός που έχει θεμιτή φιλοδοξία στις επόμενες εκλογές να φέρει μια εντελώς νέα γενιά πολιτικών στην κυβέρνηση».
Ετσι είχε απαντήσει, το 2000, ο Σλοβάκος επανεκλεγείς πρωθυπουργός, Ρόμπερτ Φίτσο, μιλώντας στον Slovan Spectator. Σήμερα, παλεύει για τη ζωή του έπειτα από την επίθεση με σφαίρες που δέχθηκε από τον 71 ετών ποιητή Γιουράι Τσιντούλα σε περιοδεία του στη χώρα. Οι Αρχές κάνουν λόγο για επίθεση «με σαφή πολιτικά κίνητρα». Θύμισε τις πιο πρόσφατες επιθέσεις εναντίον της πρώην προέδρου της Αργεντινής Κριστίνα Φερνάντες ντε Κίρχνερ, του πρώην πρωθυπουργού του Πακιστάν Ιμραν Χαν και του Ιάπωνα πρωθυπουργού Σίνζο Αμπε, όλες το 2022.
Το χρονολόγιο του Ρόμπερτ Φίτσο
1964: Γεννιέται στο Τοπόλτσανι της Σλοβακίας
1986: Αποφοιτά από τη Νομική
1986-95: Ερευνητής στο Νομικό Ινστιτούτο του υπουργείου Δικαιοσύνης
1992: Εκλέγεται μέλος του σλοβακικού Κοινοβουλίου
1996-99: Αντιπρόεδρος του Κόμματος της Δημοκρατικής Αριστεράς
1999: Ιδρύει το δικό του κόμμα, SMER
2002-04: Παρατηρητής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
2006: Γίνεται πρωθυπουργός
2010: Χάνει τις εκλογές
2016: Επανεκλέγεται πρωθυπουργός
2018: Παραιτείται έπειτα από σκάνδαλο δολοφονίας δημοσιογράφου
2020: Χάνει τις εκλογές
2023: Επανεκλέγεται πρωθυπουργός
2024: Δέχεται επίθεση με σφαίρες
(Πηγή: Politico)
Ενα μείγμα Τραμπ και Ορμπαν
Τον έχουν παρομοιάσει πολλάκις με τον Ντόναλντ Τραμπ και τον Βίκτορ Ορμπαν. Εξάλλου, προσφάτως είχε δηλώσει στο Reuters πως «βλέπουμε τον Βίκτορ Ορμπαν ως έναν από εκείνους τους Ευρωπαίους πολιτικούς που δεν φοβούνται να υπερασπισθούν ανοιχτά τα συμφέροντα της Ουγγαρίας και του ουγγρικού λαού. Τα βάζει στην πρώτη θέση. Και αυτός πρέπει να είναι ο ρόλος ενός εκλεγμένου πολιτικού, να φροντίζει τα συμφέροντα των ψηφοφόρων του και της χώρας του». Από την άλλη, ο Μίλαν Νιτς, ανώτερος ερευνητής στο Γερμανικό Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων, είχε πει στον Guardian ότι «αντιγράφει τον Ντόναλντ Τραμπ· θα κάνει και θα πει ό,τι χρειάζεται, παίρνοντας από δεξιά και αριστερά. Είναι μάστορας στο να παρουσιάζει εαυτόν ως αντισυστημικό. Το κύριο συμφέρον του είναι να αψηφήσει τις δίκες εναντίον του (σ.σ. για διαφθορά). Τη γλιτώνει… κερδίζοντας».
Τον έχουν αποκαλέσει μισογύνη, ρατσιστή και ομοφοβικό. Πάνω απ’ όλα, τον κατατάσσουν εν γένει στους λαϊκιστές πολιτικούς της Ευρώπης. Ο Ρόμπερτ Φίτσο, σε όλη του τη δημόσια πορεία, ήταν προκλητικός και αποφασισμένος να παίρνει τα ηνία του σλοβακικού άρματος ξανά και ξανά, σίγουρος ότι υπό την ηγεσία του η Σλοβακία παραμένει στη σωστή πλευρά της ιστορίας – στην πλευρά, κυρίως, της Ρωσίας.
Εργατικός και φιλόδοξος από παιδί
Ο Ρόμπερτ Φίτσο γεννήθηκε στις 15 Φεβρουαρίου 1964 στην πόλη Τοπολτσάνι στα βορειοδυτικά της τότε ενιαίας Τσεχοσλοβακίας. Ο πατέρας του, Λούντοβιτ, ήταν χειρώνακτας εργάτης και η μητέρα του, Εμιλι Φιτσοβά, υπάλληλος σε κατάστημα υποδημάτων. Εχει έναν αδελφό, ονόματι Λάντισλαβ, που επιχειρεί στις κατασκευές, και μία αδελφή, τη Λουτσία Τσαμπάντοβα, η οποία είναι εισαγγελέας.
Μάλιστα, η κατά 14 χρόνια μικρότερη αδελφή του είχε απασχολήσει τον Τύπο το 2009, όταν ο γενικός εισαγγελέας την είχε διορίσει στο τμήμα ειδικών υποθέσεων, όπου περιλαμβάνονταν ποινικές υποθέσεις υψηλού προφίλ, όπως τα πολιτικά εγκλήματα. «Ναι, η αδερφή του πρωθυπουργού συμπεριλαμβάνεται στην ομάδα, ως πρακτική άσκηση. Ασχολείται με την εγχώρια μαφία, μια από τις μεγάλες υποθέσεις, όπου εντάσσονται δεκάδες κατηγορούμενοι», είχε πει τότε ο γενικός εισαγγελέας, σηκώνοντας κουρνιαχτό, καθώς, σύμφωνα με τη Spravy Pravda, δεν πληρούσε διόλου τα κριτήρια για να ενταχθεί σε μία τέτοια ομάδα, οπότε κατ’ εξαίρεσιν δημιουργήθηκε «φωτογραφική» θέση για πρακτική άσκηση.
Η κατά 14 χρόνια μικρότερη αδελφή του, επίσης νομικός, είχε απασχολήσει τον Τύπο το 2009, όταν ο γενικός εισαγγελέας την είχε διορίσει στο τμήμα ειδικών υποθέσεων, μη πληρώντας τα κριτήρια για να ενταχθεί σε μία τέτοια ομάδα.
Ο Ρόμπερτ Φίτσο είναι επίσης νομικός, κάτοχος διδακτορικού τίτλου στο Ποινικό Δίκαιο. Μικρότερος, ήθελε να ακολουθήσει την καριέρα του πολιτικού, του αθλητικογράφου, ενώ, όπως γράφουν σλοβακικά μέσα, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις πολιτικές βιογραφίες. Από το 1994 έως το 2000, υπηρέτησε ως αντιπρόσωπος της Σλοβακίας στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, έχοντας ήδη εργαστεί στο νομικό τμήμα της Ακαδημίας Επιστημών της Σλοβακίας. «Είναι αληθινός πολιτικός και είναι έτσι από νεαρή ηλικία», είχε πει το 2006 στο Politico ο Πάβολ Ντεμεσί, διευθυντής του Διατλαντικού Κέντρου για την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, ενός think tank που εδρεύει στην Μπρατισλάβα. «Δεν ήταν τυχαίο ότι μπήκε στην πολιτική· ετοίμαζε τον εαυτό του γι’ αυτό από τα φοιτητικά του χρόνια».
Στην πολιτική από την ηλικία των 28 ετών
Πράγματι, το 1992, σε ηλικία 28 ετών, εξελέγη βουλευτής με το Κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς (SDL), φθάνοντας, σύμφωνα με το ίδιο δημοσίευμα, έως το πόστο του αντιπροέδρου του κόμματος, το 1996. Ο Φίτσο, όπως γράφει ο Guardian, δεν άργησε διόλου να συνειδητοποιήσει την παιδική του φιλοδοξία να εμπλακεί με την πολιτική. Ηταν, όπως γράφεται, νέος, πειστικός – και, κυρίως, αμόλυντος από οποιαδήποτε σχέση με το έκπτωτο κομμουνιστικό καθεστώς, μετά την πτώση του Σιδηρού Παραπετάσματος και τη Βελούδινη Επανάσταση στη χώρα του.
Το 1998, όμως, κάτι φάνηκε ότι είχε μετακινηθεί εντός του. Ως άνθρωπος, όπως όλα συνηγορούν, με πολλές φιλοδοξίες, δεν κατάφερε να «μεταβολίσει» το γεγονός ότι έμεινε έξω από την κυβέρνηση συνασπισμού που είχε δημιουργήσει το κόμμα του, με κύριο μέλημα να εκπαραθυρωθεί ο τότε πρωθυπουργός Βλαντιμίρ Μέτσιαρ, ο οποίος χαρακτηριζόταν αυταρχικός και λαϊκιστής. Ηταν, όπως όλα δείχνουν, η ώρα να δει τι θα κάνει με το δικό του ατομικό μέλλον στην πολιτική.
Ηταν παντελώς έτοιμος να κατακτήσει τη χώρα. Το 1999, έναν χρόνο μετά την απογοήτευσή του από την απουσία του από το υπουργικό συμβούλιο, παραιτήθηκε από το SDL και προχώρησε στην ίδρυση του SMER, ενός κόμματος με κατεύθυνση σοσιαλδημοκρατική επίσης. Η ιδεολογία του κόμματος, όμως, όπως έχει γράψει ο Guardian, ερχόταν δεύτερη. Αυτό που τον ένοιαζε ήταν να γίνει πρωθυπουργός.
Η ιδεολογία του κόμματος που ίδρυσε, όταν αποχώρησε απογοητευμένος από το SDL διότι δεν έλαβε υπουργική θέση, ερχόταν δεύτερη. Αυτό που τον ένοιαζε ήταν να γίνει πρωθυπουργός, σύμφωνα με τον Guardian.
«Ξεκίνησα στην πολιτική το 1992. Μου έδωσε ένα συγκεκριμένο πλεονέκτημα, διότι δεν ήμουν από αυτούς που μπήκαν στην πολιτική μετά την επανάσταση του 1989, αλλά αντίθετα ακολουθούσα υψηλούς επαγγελματικούς στόχους. Οταν ξεκινήσαμε το SMER, είπαμε ξεκάθαρα ότι, εκτός από εμένα, κανένα άλλο πρόσωπο που είχε πολιτικό παρελθόν δεν θα επιτρεπόταν να ασκήσει υψηλό αξίωμα στο κόμμα. Αν κοιτάξουμε τους τομεάρχες και τους σκιώδεις υπουργούς μας, είναι όλοι στην ηλικία μου ή μεγαλύτεροι, και κανένας από αυτούς δεν ήταν βουλευτής ή λειτουργός οποιουδήποτε άλλου πολιτικού κόμματος. Αυτό είναι ένα μεγάλο πλεονέκτημα γι’ αυτό το πολιτικό κόμμα», είχε πει ο ίδιος στον Slovak Spectator.
Ο Ρόμπερτ Φίτσο, αφοσιωμένος στον στόχο του, ξεκίνησε περιοδείες σε όλη τη χώρα για να συγκεντρώσει υποστηρικτές και προσέλαβε ειδικό της επικοινωνίας για να δημιουργήσει την εικόνα του· έναν επικοινωνιολόγο ονόματι Φέντορ Φλασίκ, που ήταν και στην ομάδα του σφοδρού αντιπάλου του, Βλαντιμίρ Μέτσιαρ. Ηταν πεπεισμένος, όπως γράφει το Politico, ότι η πρωθυπουργία τον περίμενε. Στις εκλογές του 2002, όμως, ήρθε τρίτος – κέρδισε και πάλι ο συνασπισμός του πρώην κόμματός του, στο οποίο είχε υπηρετήσει ως αντιπρόεδρος. Θα έπρεπε να περιμένει.
Περιμένοντας, βέβαια, ήταν τρομερά δραστήριος από τα έδρανα της αντιπολίτευσης. «Είναι ένας εργατικός άνθρωπος και στην αντιπολίτευση παρουσίασε πολλά νομοσχέδια και ήταν τόσο καλοδουλεμένα και τόσο δημοφιλή, που έγιναν δεκτά από τον κυβερνητικό συνασπισμό», έχει δηλώσει στο Politico προ ετών ο Μίλαν Φτάτσνικ, πρώην υπουργός Παιδείας και κομματικός σύντροφος του Ρόμπερτ Φίτσο την εποχή του SDL.
2006, η στιγμή του Ρόμπερτ Φίτσο
Κι αφού η υπομονή είναι μεγάλο προσόν, ήρθε το 2006, η δική του στιγμή να ορκιστεί πρωθυπουργός της χώρας του, με κεντρικό πολιτικό πυλώνα «να φέρει μια εντελώς νέα γενιά πολιτικών στην κυβέρνηση», όπως είχε πει ο ίδιος. Αυτό βρήκε πρόσφορο έδαφος στους απογοητευμένους πολίτες που δεν κατάφεραν να επιβιβαστούν στη σλοβακική αμαξοστοιχία που οδηγούσε στο βιοτικό επίπεδο της δυτικής Ευρώπης. Αυτό που χαρακτήρισε κυρίως την πρωθυπουργία του ήταν, όπως μεταδίδει το Associated Press, ο αμφιλεγόμενος νόμος περί γλώσσας, διά του οποίου απαγόρευσε τη χρήση της ουγγρικής γλώσσας σε κάθε δημόσια υπηρεσία και έγγραφα. Η χρήση των δύο γλωσσών εδραζόταν στο γεγονός ότι, ιστορικά, η Ουγγαρία διοικούσε τη Σλοβακία, εντός της τότε αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας, μέχρι το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και την τελική διάλυση του βασιλείου σε μικρότερες, αυτόνομες χώρες.
To 2006, όταν εξελέγη για πρώτη φορά πρωθυπουργός, είχε στηριχθεί στους απογοητευμένους Σλοβάκους που δεν κατάφεραν να επιβιβαστούν στη σλοβακική αμαξοστοιχία που οδηγούσε στο βιοτικό επίπεδο της δυτικής Ευρώπης.
Τέσσερα χρόνια μετά, χάνει τις εκλογές, ηττημένος από έναν κεντροδεξιό συνασπισμό, ο οποίος, εντούτοις, δεν έμελλε να επιβιώσει επί μακρόν. Δύο χρόνια αργότερα, το 2012, η κυβέρνηση διαλύεται και, στις εκλογές, ο Ρόμπερτ Φίτσο επανέρχεται στην εξουσία. Παραμένει έως το 2016, οπότε επανεκλέγεται, με κεντρική πολιτική κατεύθυνση την αντιμεταναστευτική πολιτική.
Το σκάνδαλο της δολοφονίας δημοσιογράφου
Στο μεταξύ, όμως, το 2018, στα μέσα της δεύτερης θητείας του, η δολοφονία, με συμβόλαιο θανάτου, ενός δημοσιογράφου που ασχολείτο με ζητήματα διαφθοράς και της συντρόφου του, του Γιαν Κουτσιάκ και της Μαρτίνα Κουσνίροβα, ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων από τους πολίτες, που έβλεπαν τον πρωθυπουργό τους να μην αντιδρά. Ο δολοφονηθείς δημοσιογράφος του Γαλλικού Πρακτορείου Ειδήσεων αποκάλυψε δεσμούς μεταξύ της ιταλικής μαφίας και του SMER σε ρεπορτάζ που δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατό του. Σύμφωνα με την έρευνα του Γιαν Κουτσιάκ, η οποία έθεσε στο στόχαστρο τη Μαρία Τρόσκοβα, πρώην μοντέλο και τότε βοηθό του Ρόμπερτ Φίτσο, η περί ης ο λόγος είχε πάρε δώσε με μαφιόζο της Καλαβρίας.
Οι διαμαρτυρίες των πολιτών, όπως έχει γράψει ο Guardian, τον οδήγησαν σε παραίτηση. Εχασε τις εκλογές του 2020 από συνασπισμό κομμάτων που διατράνωνε ότι θα πατάξει τη διαφθορά. Το κόμμα του διασπάστηκε. Δεν πτοήθηκε, ασφαλώς, ούτε στιγμή. Ηταν ακόμη πεπεισμένος ότι δεν έχει πει την τελευταία του λέξη. Ακόμα κι αν, το 2022, αντιμετώπισε κατηγορίες για διαφθορά και εγκληματική συνωμοσία, χρησιμοποιώντας εναντίον πολιτικών του αντιπάλων αστυνομικές και φορολογικές πληροφορίες – κατηγορίες που αρνήθηκε και οι οποίες αργότερα αποσύρθηκαν, όπως έχει γράψει ο βρετανικός Independent. Μάλιστα, σύμφωνα με το AFP, o δισεκατομμυριούχος επιχειρηματίας Μάριαν Κότσνερ κατηγορήθηκε το 2019 ως εντολέας του φόνου, αλλά αθωώθηκε έναν χρόνο μετά. Ωστόσο, καταδικάστηκαν άλλοι ύποπτοι, αφού παραδέχθηκαν την ενοχή τους, συμπεριλαμβανομένου του δράστη, ενός πρώην στρατιώτη που καταδικάστηκε σε 23 χρόνια φυλάκιση.
Σύμφωνα με την έρευνα του δολοφονηθέντος δημοσιογράφου Γιαν Κουτσιάκ, η οποία έθεσε στο στόχαστρο τη Μαρία Τρόσκοβα, πρώην μοντέλο και τότε βοηθό του Ρόμπερτ Φίτσο, η περί ης ο λόγος είχε πάρε δώσε με μαφιόζο της Καλαβρίας.
Ο Ρόμπερτ Φίτσο δεν είχε πράγματι πει την τελευταία του λέξη – εξάλλου επιδίδεται στο… bodybuilding. Στις εκλογές του περασμένου φθινοπώρου, πατώντας στις κρατικές πολιτικές –και τις θεωρίες συνωμοσίας– για την Covid 19, βγήκε πρώτος. «Κατέστη ο πιο εξέχων πολιτικός εκπρόσωπος ενός κινήματος κατά των μασκών και του εμβολιασμού», έχει δηλώσει στον Guardian ο Σλοβάκος πολιτικός αναλυτής, Γκριγκόρι Μεσεζνίκοφ. Ηταν για εκείνον άλλη μία ευκαιρία να αποδείξει ότι η Σλοβακία –και οι αντίπαλοί του– δεν θα ξεφορτώνονταν τόσο εύκολα έναν άνθρωπο που ήθελε να είναι ηγέτης από τότε που κατάλαβε τον εαυτό του και που είναι πάντα καλός στο να αντιλαμβάνεται «τι θέλουν και τι χρειάζονται οι άνθρωποι», όπως είχε πει στο Politico ο Μίλαν Φτάτσνικ, πρώην υπουργός Παιδείας της χώρας.
Στο στόχαστρο η πρόεδρος, οι ΜΚΟ, τα ΛΟΑΤΚΙ+, η Δύση και το ΝΑΤΟ
Βέβαια, στο επίκεντρο της πολεμικής του προ των τελευταίων εκλογών, αλλά και μέχρι σήμερα, είναι η φιλελεύθερη πρόεδρος της χώρας, η πρώην δικηγόρος και ακτιβίστρια για τα ανθρώπινα δικαιώματα Ζουζάνα Τσαπούτοβα, την οποία θεωρεί, σύμφωνα με τον Guardian, «μαριονέτα των ΗΠΑ». Τον τρέχει στα δικαστήρια για συκοφαντική δυσφήμιση. Η και αποκαλούμενη «Εριν Μπρόκοβιτς της Σλοβακίας» άκουσε τον πρωθυπουργό να την αποκαλεί «πόρνη των Αμερικανών», συμπληρώνοντας: «Οσο πιο πόρνη είναι ένας άνθρωπος τόσο πιο διάσημος γίνεται», σύμφωνα με δημοσίευμα του France24.
Δεν σταματά, όμως, εκεί. Πιστός των θεωριών συνωμοσίας, έχει περάσει νόμο που θεωρεί ότι όσες οργανώσεις έχουν στο ενεργητικό τους περισσότερες από 5.000 ευρώ θεωρούνται αυτομάτως «όργανα ξένων παραγόντων». Τρίτος στόχος, φυσικά, σύμφωνα με το ίδιο δημοσίευμα, είναι η ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα της χώρας του. Την ίδια στιγμή, όπως έχει γράψει το BBC, έχει ήδη καταργήσει την Ειδική Εισαγγελία που είχε επιφορτιστεί με την έρευνα ανώτερων αξιωματούχων του κόμματός του.
Η Ζουζάνα Τσαπούτοβα, απερχόμενη πρόεδρος της χώρας, αποκαλούμενη και «Εριν Μπρόκοβιτς της Σλοβακίας», άκουσε τον πρωθυπουργό να την αποκαλεί «πόρνη των Αμερικανών».
Από την άλλη, παρότι, κατά την επανεκλογή του το 2016 δήλωσε ότι ήθελε τη Σλοβακία μέρος του πυρήνα της Ε.Ε. με τη Γαλλία και τη Γερμανία, με τά χρόνια άλλαξε ρότα, κατηγορούσε τη Δύση και το ΝΑΤΟ, αρνούμενος διαρκώς την είσοδο της Ουκρανίας στη Συμμαχία και την αποστολή οπλισμού για άμυνα στη ρωσική εισβολή. Εξέφραζε δε ανοιχτά φιλορωσικές απόψεις, θεωρώντας ότι το ΝΑΤΟ και η Δύση ευθύνονται για την επίθεση της Μόσχας στο Κίεβο. Εχει, μάλιστα, δηλώσει ότι δεν θα εκτελούσε ουδέποτε ένταλμα σύλληψης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για τον Βλαντιμίρ Πούτιν, σε περίπτωση που ο Ρώσος πρόεδρος επισκεπτόταν τη χώρα του. Οι αντιδράσεις των πολιτών με συνεχείς διαμαρτυρίες για το «πάγωμα» της αποστολής οπλισμού στην Ουκρανία δεν τον πτόησαν ούτε στιγμή. Ούτε καν οι διαμαρτυρίες για το κλείσιμο της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης της Σλοβακίας και η αντικατάστασή της από έναν δικής του έμπνευσης φορέα.
Ο νέος πρόεδρος και η πορεία της Σλοβακίας
Αυτό που προβληματίζει έτι περαιτέρω Ευρώπη και Δύση είναι η εκλογή ενός στενού συμμάχου στην προεδρία της χώρας, του Πέτερ Πελεγκρίνι, ο οποίος θα διαδεχθεί τη φιλοδυτική και φιλοουκρανή νυν πρόεδρο, Ζουζάνα Τσαπούτοβα.
Οπως και να ’χει, ο Ρόμπερτ Φίτσο –ο μακροβιότερος πρωθυπουργός της ανεξάρτητης Σλοβακίας– είναι, όπως λέγεται, ανέκαθεν ένας πολιτικός που οσμίζεται τα trends της εποχής και της πλειονότητας των πολιτών. Φρόντιζε πάντοτε να λέει «ναι» σε όλα –ακόμα και στα πιο εξωφρενικά– «θέλω» των ψηφοφόρων της χώρας του, προκειμένου να παραμένει ηνίοχος της Σλοβακίας, ακόμα και αν 200 άτομα του περιβάλλοντός του έχουν διωχθεί κατά καιρούς για ζητήματα διαφθοράς.