Ο Ρόμπερτ Φίτσο, ο οποίος έγινε στόχος δολοφονικής επίθεσης την περασμένη Τετάρτη, είναι ένας αμφιλεγόμενος πολιτικός. Από τον περασμένο Σεπτέμβριο, οπότε ξεκίνησε την τέταρτη θητεία του ως πρωθυπουργού της Σλοβακίας, εφαρμόζει πολιτικές που σταδιακά απειλούσαν να μετατρέψουν τη χώρα του σε μια απομίμηση της ανάπηρης δημοκρατίας της Ουγγαρίας.
Ο 59χρονος Φίτσο συνδέεται στενά με τον Ούγγρο πρωθυπουργό Βίκτορ Ορμπαν, με τον οποίο συμπλέει τόσο όσον αφορά το μένος κατά των μεταναστών και των παγκοσμιοποιημένων ελίτ, όσο και ως προς τη φιλική στάση απέναντι στη Ρωσία. Ηδη πριν από την απόπειρα δολοφονίας εναντίον του, ο Φίτσο είχε προωθήσει σειρά μέτρων για να ενισχύσει την εξουσία του και να ξεδοντιάσει θεσμικά αντίβαρα, από την Αρχή Καταπολέμησης της Διαφθοράς έως την ανεξάρτητη κρατική τηλεόραση.
Η πιο πρόσφατη κίνηση ήταν το νομοσχέδιο που προώθησε τον περασμένο μήνα, το οποίο προβλέπει ότι ΜΚΟ που λαμβάνουν χρηματοδότηση άνω των 5.000 ευρώ ετησίως από ξένες πηγές θα πρέπει να εγγράφονται ως αλλοδαπές οργανώσεις. Το πρότυπο για τον νόμο ήταν αυτός του καθεστώτος Πούτιν το 2012, στον απόηχο των μαζικών διαδηλώσεων κατά της επιστροφής του στην προεδρία. Εντός της Ε.Ε., αντίστοιχη νομοθεσία ενέκρινε στα τέλη του 2023 το ουγγρικό κοινοβούλιο. Η προώθηση ενός παρόμοιου νομοσχεδίου στη Γεωργία, το οποίο εγκρίθηκε πρόσφατα, προκάλεσε τεράστιες συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας.
Ο φόβος στην ήδη διχασμένη ανατολικοευρωπαϊκή χώρα τώρα είναι ότι η εκστρατεία ορμπανοποίησης της Σλοβακίας θα πάρει ακόμη πιο επικίνδυνες διαστάσεις. «Αντί να αποτελέσει στιγμή εθνικής ενότητας και συμφιλίωσης, το περιστατικό μπορεί να επιδεινώσει τις εντάσεις στο εσωτερικό της χώρας και να οδηγήσει σε περιορισμούς στα μέσα ενημέρωσης και στην κοινωνία των πολιτών», εκτιμούσε η εταιρεία πολιτικής συμβουλευτικής Teneo, σε άμεση ανάλυση που δημοσίευσε την Πέμπτη. Ηδη, εταίροι του κυβερνώντος Smer στον κυβερνητικό συνασπισμό μιλούν για την ανάγκη να «μπει τάξη» στα δημόσια μέσα ενημέρωσης και να διαλυθεί το PS (το κόμμα της αντιπολίτευσης με το οποίο συνδέεται η φιλελεύθερη απερχόμενη πρόεδρος, Ζουζάνα Τσαπούτοβα).
Η απόπειρα δολοφονίας «αναδεικνύει τους κινδύνους που συνεπάγονται οι βαθιές κοινωνικές και πολιτικές διαιρέσεις και η εμπρηστική ρητορική, τόσο στη Σλοβακία όσο και στην ευρύτερη περιοχή», σημειώνουν οι αναλυτές της Teneo. «Η πρόεδρος Ζουζάνα Τσαπούτοβα […] έχει δεχθεί και αυτή απειλές κατά της ζωής της τα τελευταία χρόνια, που πιθανώς συνέβαλαν στην απόφασή της να μη θέσει εκ νέου υποψηφιότητα νωρίτερα φέτος».
Στη θέση της εξελέγη ο Πέτερ Πελεγκρίνι, σύμμαχος του Φίτσο και πολέμιος κι αυτός της περαιτέρω οικονομικής και στρατιωτικής στήριξης της Ουκρανίας, ο οποίος θα ορκιστεί τον Ιούνιο. (Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί ότι παρά τις προεκλογικές απειλές να μη στείλει «ούτε μία ακόμη σφαίρα» στους Ουκρανούς, ο Φίτσο επέτρεψε στις εταιρείες του αμυντικού τομέα να συνεχίζουν να πουλάνε όπλα στην υπό εισβολή χώρα.)
Ο Φίτσο θήτευσε για πρώτη φορά πρωθυπουργός το διάστημα 2006-2010, ως επικεφαλής του κεντροαριστερού Smer, με πλατφόρμα κατά της λιτότητας και της διαφθοράς. Εξελέγη εκ νέου το 2012 και ξανά το 2016, αλλά το 2018 υποχρεώθηκε σε παραίτηση, μετά τις διαδηλώσεις που ακολούθησαν τη δολοφονία του ερευνητή-δημοσιογράφου Γιαν Κούτσιακ και της αρραβωνιαστικιάς του. Ο Κούτσιακ διερευνούσε τη δραστηριότητα ολιγαρχών που είχαν διευρύνει την επιρροή τους επί ημερών Φίτσο.
Τον Απρίλιο του 2022, ο Φίτσο κατηγορήθηκε για κατάχρηση δημόσιου αξιώματος και διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης, η οποία ήλεγχε τις δημόσιες προμήθειες, χειραγωγούσε τις δικαστικές έρευνες και αποκτούσε παρανόμως πρόσβαση στα προσωπικά δεδομένα των πολιτικών αντιπάλων του πρωθυπουργού, χρησιμοποιώντας τα εναντίον τους. Ωστόσο, η διχασμένη κεντροδεξιά κυβέρνηση δεν συγκέντρωσε τις ψήφους που απαιτούνταν για την άρση της ασυλίας του. Ανοιξε έτσι ο δρόμος για την επάνοδό του, μεταλλαγμένου σε δεξιό λαϊκιστή.