Οι γιατροί μελετούν τώρα τη ΔΕΠΥ ενηλίκων

Οι γιατροί μελετούν τώρα τη ΔΕΠΥ ενηλίκων

Ελλειψη εκπαίδευσης και οδηγιών για τη διάγνωση και αντιμετώπιση μιας από τις πιο κοινές ψυχιατρικές διαταραχές

4' 56" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Λίγο πριν εγκαταλείψει το πανεπιστήμιο, η Κέιτι Μαρς άρχισε να ανησυχεί μήπως έχει διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ). «Η πλήξη μού δημιουργούσε έντονη αναστάτωση μέσα μου», λέει η Μαρς, που τώρα είναι 30 ετών και ζει στο Πόρτλαντ του Ορεγκον. «Με το ζόρι πήγαινα στα μαθήματα. Και όταν πήγαινα, ένιωθα ότι είχα πολύ συσσωρευμένη ενέργεια. Σαν να έπρεπε να κινούμαι συνέχεια». Ετσι ζήτησε αξιολόγηση για ΔΕΠΥ, αλλά τα αποτελέσματα, προς έκπληξή της, ήταν ασαφή. Δεν επέστρεψε ποτέ στη σχολή. Και μόνο αφού ζήτησε ξανά βοήθεια, τέσσερα χρόνια αργότερα, διαγνώστηκε από έναν ειδικό στη ΔΕΠΥ.

Η ΔΕΠΥ είναι μία από τις πιο κοινές ψυχιατρικές διαταραχές στους ενήλικες. Ωστόσο, ελλιπής είναι η εκπαίδευση σχετικά με τον τρόπο αξιολόγησής της και δεν υπάρχουν κατευθυντήριες γραμμές κλινικής πρακτικής στις ΗΠΑ για τη διάγνωση και τη θεραπεία ασθενών που δεν είναι πλέον παιδιά. Χωρίς σαφείς κανόνες, ορισμένοι πάροχοι, αν και με καλές προθέσεις, απλώς «το βρίσκουν στην πορεία», λέει ο δρ Ντέιβιντ Γ. Γκούντμαν, επίκουρος καθηγητής Ψυχιατρικής και Συμπεριφορικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς.

«Χρειαζόμαστε απεγνωσμένα κάποια καθοδήγηση στον τομέα αυτό», λέει η δρ Γουέντι Ουέιτς, ψυχίατρος στην Talkiatry, μια διαδικτυακή εταιρεία ψυχικής υγείας.

Συμπτώματα

Η ΔΕΠΥ ορίζεται ως μια νευροαναπτυξιακή διαταραχή, που ξεκινάει στην παιδική ηλικία και συνήθως χαρακτηρίζεται από απροσεξία, αποδιοργάνωση, υπερκινητικότητα και παρορμητικότητα. Οι ασθενείς γενικά κατηγοριοποιούνται σε τρεις τύπους: υπερκινητικοί και παρορμητικοί, απρόσεκτοι ή συνδυασμός των δύο. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία, περίπου το 11% των παιδιών ηλικίας 5 έως 17 ετών στις ΗΠΑ έχει διαγνωστεί με ΔΕΠΥ. Και εκτιμάται ότι περίπου το 4% των ενηλίκων πάσχει από τη διαταραχή. Ωστόσο, μόλις πριν από δύο δεκαετίες οι περισσότεροι πάροχοι ψυχικής υγείας «δεν πίστευαν πραγματικά στη ΔΕΠΥ των ενηλίκων», λέει ο Γκούντμαν. Τώρα, ως επί το πλείστον, αυτό δεν ισχύει πλέον. Και κατά τη διάρκεια της πανδημίας οι συνταγές ψυχοδιεγερτικών φαρμάκων, που χρησιμοποιούνται κυρίως για τη θεραπεία της ΔΕΠΥ, «αυξήθηκαν απότομα», ιδίως μεταξύ των νεαρών ενηλίκων και των γυναικών, σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό JAMA Psychiatry τον Ιανουάριο.

Κατά τη διάγνωση της πάθησης οι πάροχοι υγειονομικής περίθαλψης βασίζονται στην πέμπτη έκδοση του Διαγνωστικού και Στατιστικού Εγχειριδίου Ψυχικών Διαταραχών (Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders ή DSM), του επίσημου εγχειριδίου ψυχικών διαταραχών της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας, το οποίο περιέχει μια σχετικά αυθαίρετη απαίτηση: για να πληρούνται τα διαγνωστικά κριτήρια της ΔΕΠΥ θα πρέπει να υπάρχουν σημαντικά συμπτώματα, όπως σε τουλάχιστον δύο διαφορετικά περιβάλλοντα και πριν από την ηλικία των 12 ετών ο ασθενής να ξεχνούσε συχνά ή να διέκοπτε συνεχώς τους άλλους. Ομως, κάποιες φορές οι μεγαλύτεροι σε ηλικία ασθενείς δεν θυμούνται συμπτώματα από την παιδική τους ηλικία.

Τα άτομα που πάσχουν από τη συγκεκριμένη νευροαναπτυξιακή ασθένεια κατηγοριοποιούνται σε τρεις τύπους: υπερκινητικοί και παρορμητικοί, απρόσεκτοι ή συνδυασμός των δύο.

Η Τζούντι Σάντλερ, 62 ετών, που ζει στο Λίνκολνβιλ του Μέιν, διαγνώστηκε με ΔΕΠΥ όταν έφτασε κοντά στα 55, μετά τη συνταξιοδότησή της από τη δουλειά της ως δασκάλα: ήταν η πρώτη φορά στη ζωή της που ένιωσε ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Ηθελε να γράψει, αλλά όταν καθόταν να συγκεντρωθεί, αμέσως είχε την παρόρμηση να σηκωθεί και να κάνει κάτι άλλο: «Θα βάλω πλυντήριο», σκεφτόταν. «Και μετά θα βγάλω τον σκύλο βόλτα».

Οταν δούλευε βοηθήθηκε από το «υπερδομημένο» πρόγραμμά της. Ομως, με τη συνταξιοδότησή της λέει ότι «ξαφνικά ένιωσα σαν να μου είχαν τραβήξει το χαλί κάτω από τα πόδια».

Ασθενείς όπως η Σάντλερ εμπίπτουν σε μια γκρίζα ζώνη. Δεν θυμάται να είχε σημαντικά συμπτώματα στο σχολείο ή στο σπίτι. Ο επί 33 χρόνια σύζυγός της, ωστόσο, είχε παρατηρήσει συμπτώματα εδώ και χρόνια: ήταν συχνά ξεχασιάρα, για παράδειγμα, και της ήταν δύσκολο να μειώσει τους ρυθμούς της. «Η διάγνωση είναι δύσκολη υπόθεση, κυρίως σε άτομα ιδιαίτερα ενεργητικά και έξυπνα», λέει ο Γκούντμαν.

Το DSM περιλαμβάνει εννέα συμπτώματα απροσεξίας και εννέα συμπτώματα παρορμητικότητας – υπερκινητικότητας, βάσει των οποίων αξιολογείται αν ένας ενήλικας ή ένα παιδί έχει ΔΕΠΥ.

Το DSM δεν περιλαμβάνει επισήμως συμπτώματα που σχετίζονται με τη συναισθηματική απορρύθμιση, δηλαδή όταν κάποιος δυσκολεύεται να διαχειριστεί τη διάθεσή του. Επίσης, δεν αναφέρει επίσημα την ελλειμματική εκτελεστική λειτουργία ή τις δυσκολίες στον προγραμματισμό, στην οργάνωση και την αυτορρύθμιση. Ομως, μελέτες έχουν δείξει ότι αυτά είναι μερικά από τα πιο κοινά συμπτώματα που εμφανίζουν οι ενήλικες με ΔΕΠΥ, λέει ο Ράσελ Ράμσεϊ, ψυχολόγος που αντιμετωπίζει περιστατικά ενηλίκων με ΔΕΠΥ. Ο Γκούντμαν συνεργάζεται με τον Ράμσεϊ και άλλους ειδικούς στη ΔΕΠΥ από όλο τον κόσμο, για την ανάπτυξη των πρώτων κατευθυντήριων γραμμών των ΗΠΑ για τη διάγνωση και τη θεραπεία ενηλίκων με ΔΕΠΥ, σε συνεργασία με την Αμερικανική Επαγγελματική Εταιρεία ΔΕΠΥ και Συναφών Διαταραχών.

Πολλά βήματα

Για τους ενήλικες, μια σωστή διάγνωση της ΔΕΠΥ απαιτεί συνήθως πολλά βήματα: μια συνέντευξη με τον ασθενή, ένα ιατρικό και αναπτυξιακό ιστορικό, ερωτηματολόγια συμπτωμάτων και, αν είναι δυνατόν, συζητήσεις με άτομα από το περιβάλλον του ασθενούς, όπως ο/η σύζυγος.

«Δεν υπάρχει σύντομος δρόμος», λέει ο δρ Λέναρντ Α. Αντλερ, καθηγητής Ψυχιατρικής στην Ιατρική Σχολή Γκρόσμαν του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, μιλώντας στο συνέδριο της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας. Ενώ όλοι έχουν κάποιο πρόβλημα συγκέντρωσης ή είναι ανήσυχοι κατά καιρούς, προσθέτει, σημασία έχει το πόσο επίμονα και σημαντικά είναι τα συμπτώματα και πόσο συχνά εμφανίζονται ή έχουν υπάρξει επιβαρυντικά στη ζωή του ασθενούς. Αυτό είναι που βοηθάει τους γιατρούς να αποφασίσουν αν όντως υπάρχει ΔΕΠΥ.

Ωστόσο, διάφοροι παράγοντες μπορεί να δυσκολέψουν τη διάγνωση. Οσοι θεωρούν τους εαυτούς τους συστηματικούς χρήστες της ψηφιακής τεχνολογίας είναι πιο πιθανό να αναφέρουν συμπτώματα ΔΕΠΥ, σύμφωνα με την έρευνα. Και υπάρχει το δίλημμα «η κότα ή το αυγό;», λέει η Ουέιτς. Τα άτομα με ΔΕΠΥ είναι πιο πιθανό να χρησιμοποιούν την ψηφιακή τεχνολογία περισσότερο από τον μέσο όρο; Ή ανέπτυξαν ΔΕΠΥ λόγω της χρήσης της τεχνολογίας;

Τα άτομα με ΔΕΠΥ είναι επίσης πιθανό να έχουν άλλη συνυπάρχουσα πάθηση, όπως διαταραχή χρήσης ουσιών, κατάθλιψη ή άγχος, γεγονός που μπορεί να καταστήσει δύσκολο τόσο για τους γιατρούς όσο και για τους ασθενείς να καταλάβουν αν τα συμπτώματα είναι αποτέλεσμα της ΔΕΠΥ, ιδίως εάν καλύπτουν το ένα το άλλο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT