Ο πρόεδρος Μπάιντεν έπραξε με χαρακτηριστική καθυστέρηση το αυτονόητο. Αποσύρθηκε από μία κούρσα την οποία φαινόταν αδύναμος ακόμα και να ολοκληρώσει. Μάλιστα, κάποιοι εντός του Δημοκρατικού Κόμματος, αλλά κυρίως του Ρεπουμπλικανικού, εγείρουν αμφιβολίες κατά πόσο είναι πλέον σε θέση να εκπληρώσει τα προεδρικά του καθήκοντα μέχρι τον επόμενο Ιανουάριο.
Απαιτεί γενναιότητα να παραδίδει κάποιος την εξουσία, αν και στην πραγματικότητα στην περίπτωση του Μπάιντεν πρόκειται για παράδοση της προοπτικής επανεκλογής, η οποία μετά το καταστροφικό debate της 28ης Ιουνίου έμοιαζε εξαιρετικά αμφίβολη. Μετά, δε, τη δολοφονική απόπειρα σε βάρος του Τραμπ, και κυρίως τον τρόπο που αυτός τη διαχειρίστηκε τα πρώτα κρίσιμα λεπτά, η πλάστιγγα έδειχνε να γέρνει οριστικά υπέρ του Ρεπουμπλικανού υποψηφίου.
Κόντρα σε όσους υποστήριξαν ότι θα ήταν δύσκολο να ζητηθεί η αποχώρηση Μπάιντεν ενώ διαχειριζόταν μία σοβαρή εσωτερική κρίση στον απόηχο της απόπειρας δολοφονίας, είχαμε επισημάνει πως αυτή η εξέλιξη επέβαλλε την απόσυρση του δημοκρατικού υποψηφίου. Γιατί μόνο έτσι θα μπορούσε να αλλάξει το momentum, δίνοντας μεγαλύτερες πιθανότητες σε κάποιον άλλο υποψήφιο να αντιπαρατεθεί με τον γεμάτο αυτοπεποίθηση Τραμπ.
Είναι πλέον σαφές ότι τυχόν καθυστέρηση στον ορισμό νέου υποψηφίου, ας πούμε μέχρι το συνέδριο των Δημοκρατικών, το οποίο ξεκινάει σε 27 μέρες από σήμερα, θα αποδυναμώσει περαιτέρω την υποψηφιότητά του/της, καθώς ο Τραμπ θα παίζει μόνος του και οι Δημοκρατικοί θα δείχνουν ανίκανοι να συσπειρωθούν γύρω από ένα πρόσωπο. Ειδικότερα, δε, στην περίπτωση της Κάμαλα Χάρις, εντοπίζεται μία φαινομενική αντίφαση.
Από τη μία, ακόμη και πριν λάβει την υποστήριξη του Μπάιντεν αλλά κι άλλων επιφανών στελεχών των Δημοκρατικών, όχι πάντως ακόμη τουλάχιστον του Μπαράκ Ομπάμα, φαινόταν δεσμευμένη στο να είναι αυτή που θα βρεθεί απέναντι στον Τραμπ. Από την άλλη, υπάρχουν πολλές ενστάσεις για το πρόσωπό της και θεωρείται από αρκετούς ως επιλογή ήττας.
Η αλήθεια είναι ότι στην πρώτη τετραετία δεν έδειξε ηγετικά χαρακτηριστικά και δεν ξεχώρισε, πλην όμως, επειδή παραδοσιακά ο εκάστοτε πρόεδρος στην πρώτη του θητεία είναι δυνάμει υποψήφιος πρόεδρος και για δεύτερη, οι αντιπρόεδροι μαθαίνουν να λειτουργούν στη σκιά των προέδρων.
Αν αυτός ήταν ο κύριος λόγος που η Κάμαλα δεν έθελξε τα πλήθη με την εν γένει παρουσία της, θα διαπιστωθεί εφόσον τελικά λάβει το χρίσμα. Η ηλικία της (59 ετών), το φύλο και το χρώμα της και η προοπτική 16 χρόνια μετά τον Μπαράκ Ομπάμα να είναι αυτή η πρώτη μαύρη γυναίκα πρόεδρος των ΗΠΑ δίνουν έναν ισχυρό συμβολισμό, αλλά σε μία Αμερική τόσο πολωμένη όλα τα παραπάνω δεν είναι αρκετά.
Οπωσδήποτε, ηλικιακά υπερέχει του Τραμπ, αλλά για την ώρα φαίνεται να στερείται του δυναμισμού που απαιτεί ο υποψήφιος που θα βρεθεί απέναντι σε έναν πολιτικό ο οποίος εμφορείται από ακραίες αντιλήψεις, τροφοδοτεί τη μισαλλοδοξία, αμφισβητεί τους θεσμούς, επενδύει περισσότερο στον διχασμό παρά στην ενότητα, αλλά είναι εξαιρετικά ικανός στον επικοινωνιακό χειρισμό.
Η Κάμαλα Χάρις φαίνεται να στερείται του τελευταίου… χαρίσματος. Εχει, όμως, ήδη εξασφαλίσει το ένα τέταρτο των 3.900 αντιπροσώπων, αλλά και επιπλέον δωρεές, και καλό θα ήταν εκλεγεί με συνοπτικές διαδικασίες. Αλλωστε, με τον Τραμπ αναβαπτισμένο στο πρόσφατο συνέδριο των Ρεπουμπλικανών και μόλις 107 μέρες προεκλογικού αγώνα, είναι εύλογο κάποιοι γερουσιαστές, οι οποίοι υπό ομαλές συνθήκες θα είχαν καλές πιθανότητες απέναντι στη Χάρις, να μη θέσουν καν υποψηφιότητα, προσβλέποντας στο 2028.
Ενώ και το «χαρτί» Κάμαλα Χάρις θα έχει καεί σε περίπτωση ήττας της από τον Τραμπ. Η Γκρέτσεν Γουίτμερ, κυβερνήτης του Μίσιγκαν, μια δυνατή υποψηφιότητα, δείχνει τον δρόμο (της υπομονής) και σε άλλους μνηστήρες με τη δήλωσή της ότι δεν πρόκειται να αναμετρηθεί με τη Χάρις. Το ίδιο και ο Γκάβιν Νιούσομ, κυβερνήτης της Καλιφόρνια, που έσπευσε να την υποστηρίξει. Μάλιστα, κάποιος εκ των δυνητικών αντιπάλων της θα μπορούσε να είναι ο υποψήφιος αντιπρόεδρός της. Θα έπρεπε βέβαια να πειστεί ότι αυτό τον εξυπηρετεί πολιτικά και ότι υπάρχουν πιθανότητες διεκδίκησης της νίκης με την Κάμαλα στο τιμόνι.
Οπως και να ’χει, ο χρόνος είναι σε βάρος των Δημοκρατικών, ενώ η εικόνα εσωστρέφειας που θα εξέπεμπε μία κατά τ’ άλλα ανοιχτή, δημοκρατική διαδικασία μεταξύ περισσότερων του ενός υποψηφίων ίσως έβαζε ταφόπλακα στα όνειρα των Δημοκρατικών να κερδίσουν τις επόμενες εκλογές, οι οποίες δεν είναι μόνο για τον προεδρικό θώκο. Κατά πόσο πείθονται ηγετικές φυσιογνωμίες, όπως ο Ομπάμα αλλά και η Πελόζι, να στηρίξουν τη Χάρις, αλλά και ενδεχόμενοι ανθυποψήφιοί της να παραμερίσουν, θα γνωστοποιηθεί το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα.
Πάντως, κάθε ημέρα που περνάει χωρίς κάποιον αντίπαλο φέρνει τη Χάρις πιο κοντά στο χρίσμα. Δύο παράγοντες είναι από εδώ και πέρα καθοριστικοί για την επιλογή της αντιπροέδρου ως υποψήφιας προέδρου: η θέση των δωρητών του κόμματος και ειδικότερα όσων ενίσχυσαν την υποψηφιότητα Μπάιντεν, οι οποίοι είχαν αποδεχθεί ή και επενδύσει στη Χάρις, δεδομένης της αντικειμενικής αδυναμίας Μπάιντεν, ότι κάποια στιγμή πιθανότατα θα καλούνταν να αναλάβει την προεδρία, σε περίπτωση επανεκλογής του πρώτου. Λογικά θα επιμείνουν στην απόφαση αυτή, αν και όπως έχει διαμορφωθεί η κατάσταση δεν αποκλείονται εκπλήξεις. Γιατί αυτοί είναι που άσκησαν μεγάλες πιέσεις στον πρόεδρο για να αποσυρθεί, απειλώντας ακόμα και με ανάκληση των δωρεών τους.
Δεύτερος σημαντικός παράγοντας για τον οποίο η Χάρις θα πρέπει να είναι ήδη έτοιμη, είναι ο υποψήφιος αντιπρόεδρός της. Αυτός θα πρέπει να είναι ένα πρόσωπο που θα ικανοποιεί την εκλογική βάση των Δημοκρατικών και θα έχει απήχηση και πρόσβαση στις κρίσιμες πολιτείες που θα κρίνουν τον νικητή (π.χ. στην Πενσιλβάνια). Εξάλλου, η επιλογή Βανς από μεριάς Τραμπ ακριβώς αυτή τη σκοπιμότητα εξυπηρετεί. Θα είναι επομένως ένα πρόσωπο που θα εκφράζει περισσότερο την αριστερή πτέρυγα των Δημοκρατικών, η οποία φαίνεται να έχει ισχυρά ερείσματα εντός του κόμματος, τραβώντας το όμως μακριά από παραδοσιακές του θέσεις, κάτι που μπορεί να μην αρέσει στο establishment των Δημοκρατικών; Η ανησυχία ορισμένων εδώ είναι η ενδεχόμενη άλωση του Δημοκρατικού Κόμματος από δικαιωματιστές και αριστερίζοντες, όπως αντίστοιχα έχει άλλοθι το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα από τους «τραμπιστές».
Είναι όμως αυτή η εκδοχή που θα προσελκύσει τους αναποφάσιστους, ειδικότερα δε στις κρίσιμες πολιτείες, και θα τους στείλει συντεταγμένα στην κάλπη προκειμένου να αποφευχθεί μία ακόμα τετραετία Τραμπ; Μήπως ανεξάρτητα από τη στροφή που θα πάρει το Δημοκρατικό Κόμμα, εντέλει το διακύβευμα είναι να μην επιστρέψει ο Ρεπουμπλικανός υποψήφιος στην εξουσία, οπότε η Χάρις αποτελεί το μη χείρον βέλτιστον;
Σε αυτά τα ερωτήματα καλείται να απαντήσει η ίδια, αλλά και εν γένει το Δημοκρατικό Κόμμα, με άμεσες διαδικασίες και όχι χάνοντας ακόμα έναν μήνα, για να προσπαθήσουν να αλλάξουν την ατζέντα, η οποία μετά την απόπειρα δολοφονίας ορίζεται εξ ολοκλήρου από τον Τραμπ, ο οποίος χθες θυμήθηκε τον γνωστό εαυτό του, επιτιθέμενος με βαρείς χαρακτηρισμούς εναντίον του Μπάιντεν αλλά και της Χάρις. Φάνηκε σαν να βιάζεται να δώσει αυτός το χρίσμα στην Κάμαλα, στοχοποιώντας την, ώστε να την καταστήσει ακόμα περισσότερο συμπαθή στους κόλπους των Δημοκρατικών. Από την άλλη, ήταν αρκετά επιτιμητικός απέναντί της, για να δώσει τη δυνατότητα σε κάποιους Δημοκρατικούς να αμφισβητήσουν την υποψηφιότητά της.
Οι Δημοκρατικοί, πάντως, δεν θα έχουν πλέον το πολιτικό «βαρίδι» Μπάιντεν, ωστόσο, θα πρέπει να βρουν έναν ικανό υποψήφιο, και όχι απαραίτητα αντι-Τραμπ, για να ανατρέψει τα προγνωστικά και να τον κερδίσει στις επικείμενες εκλογές. Τελικά, όπως υπογραμμίζαμε σε συζητήσεις με φίλους πριν από τη διεξαγωγή του πρώτου και τελευταίου για τον Μπάιντεν debate, η επιλογή να διεξαχθεί τόσο πρόωρα ήταν σοφή. Παρεμπιπτόντως, η πρόσκληση είχε προέλθει από τον ίδιο τον Μπάιντεν προς τον Τραμπ. Ετσι, λοιπόν, ο νυν πρόεδρος, προκαλώντας το debate της 28ης Ιουνίου, προκατέλαβε τις εξελίξεις, υπονομεύοντας εντέλει την υποψηφιότητά του.