Η ανθρωπότητα, θύμα μιας «επιδημίας ακραίας ζέστης», την οποία η ίδια προκάλεσε, πρέπει να σταθεί στο ύψος της απέναντι σε αυτή την πρόκληση, δήλωσε την Πέμπτη ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες, ζητώντας να ληφθούν συγκεκριμένα μέτρα για να σωθούν ζωές.
Σύμφωνα με το ευρωπαϊκό δίκτυο Copernicus, η 21η, η 22α και η 23η Ιουλίου ήταν οι τρείς πιο θερμές ημέρες που έχουν καταγραφεί ποτέ παγκοσμίως, με την 22α Ιουλίου να κατέχει το απόλυτο ρεκόρ με μέση θερμοκρασία 17,16°C, σύμφωνα με τα επικαιροποιημένα στοιχεία.
«Ας δούμε την πραγματικότητα κατάματα: οι ακραίες θερμοκρασίες δεν είναι πλέον ένα φαινόμενο μιας ημέρας, μιας εβδομάδας ή ενός μήνα. Εάν υπάρχει κάτι που ενώνει τον διχασμένο κόσμο μας, είναι ότι όλο και πιο πολύ ζεσταινόμαστε», δήλωσε ο Αντόνιο Γκουτέρες παρουσιάζοντας την «έκκλησή του για δράση ενάντια στην ακραία ζέστη».
«Δισεκατομμύρια άνθρωποι αντιμετωπίζουν μια επιδημία ακραίας ζέστης, ψήνονται από τους όλο και πιο φονικούς καύσωνες, με θερμοκρασίες που ξεπερνούν τους 50 βαθμούς Κελσίου», πρόσθεσε, υπενθυμίζοντας κυρίως τον θάνατο των 1.000 και πλέον προσκυνητών κατά τη διάρκεια του μεγάλου προσκυνήματος των μουσουλμάνων στη Σαουδική Αραβία τον περασμένο Ιούνιο.
Ενώ το 2023 ήταν η θερμότερη χρονιά που έχει καταγραφεί ποτέ και το 2024 μπορεί να καταρρίψει ένα νέο ρεκόρ, θερμοκρασίες που ξεπερνούν κατά πολύ τους 40°C γίνονται όλο και πιο συχνές.
Μέσα σε έναν χρόνο, το όριο των 50°C ήδη ξεπεράστηκε τουλάχιστον σε 10 μέρη, από την Κοιλάδα του Θανάτου στις Ηνωμένες Πολιτείες (53,9°C την 7η Ιουλίου 2024) έως το Αγκαντίρ στο Μαρόκο, την Κίνα και την Ινδία.
Και αυτή η έντονη ζέστη, η οποία είναι συχνά λιγότερο ορατή σε σχέση με άλλες καταστροφικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, όπως οι καταιγίδες ή οι πλημμύρες, είναι ωστόσο πιο φονική.
Αυτός ο «αόρατος δολοφόνος» ευθύνεται συνεπώς για σχεδόν 489.000 θανάτους ετησίως μεταξύ 2000 και 2019, σε σύγκριση με 16.000 θανάτους ετησίως από τους κυκλώνες, σύμφωνα με την «έκκληση για δράση» που παρουσίασε ο Γκουτέρες.
«Θερμοκρασίες καθηλωτικές με οικονομικές επιπτώσεις»
Σύμφωνα με έκθεση του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας που δόθηκε την Τρίτη στη δημοσιότητα, περισσότερο από το 70% των εργαζομένων εκτέθηκαν σε υπερβολική ζέστη το 2020, 8,8% περισσότερο σε σχέση με το 2000.
Παράλληλα, η παραγωγικότητα των εργαζομένων μειώθηκε λόγω της ζέστης (από 50% έως 34°C), που ισοδυναμεί με 80 εκατομμύρια θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης οι οποίες μπορεί να χαθούν έως το 2030, σύμφωνα με τον ΟΗΕ.
Ωστόσο «τα καλά νέα είναι ότι μπορούμε να σώσουμε ζωές και να περιορίσουμε τις επιπτώσεις», επέμεινε ο Γκουτέρες. Ο επικεφαλής του ΟΗΕ ζητεί πρωτίστως την προστασία των «πλέον ευάλωτων», των παιδιών, των ηλικιωμένων, αλλά και των πιο φτωχών και των κατοίκων των αστικών κέντρων που ψήνονται ακόμη περισσότερο μέσα στο μπετόν.
Στο πλαίσιο αυτό, τα συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης θα πρέπει να περιλαμβάνουν την ακραία ζέστη, ειδοποιώντας τους πληθυσμούς για την έλευση των καυσώνων και ενημερώνοντάς τους για τις προφυλάξεις που πρέπει να λάβουν. Επίσης, πρέπει να επανεξεταστούν τα συστήματα κλιματισμού, στα οποία συχνά δεν έχουν πρόσβαση οι πιο φτωχοί.
Επιπλέον, ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ ζητάει την καλύτερη προστασία των εργαζομένων, σε όλους τους τομείς και τις περιφέρειες, συνηγορώντας υπέρ του δικαιώματός τους να αποχωρούν από την εργασία σε περίπτωση που οι θερμοκρασίες είναι πολύ επικίνδυνες.
«Ννα μην ξεχνάμε ότι υπάρχουν πολλά άλλα καταστροφικά συμπτώματα της κλιματικής κρίσης: βιαιότεροι τυφώνες, πλημμύρες, ξηρασίες, πυρκαγιές, άνοδος της στάθμης της θάλασσας και ο κατάλογος μεγαλώνει», είπε ο Γκουτέρες.
«Η ασθένεια είναι η τρέλα να βάζουμε φωτιά στο μοναδικό μας σπίτι. Η τρέλα είναι η εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα. Η ασθένεια είναι η αδράνεια για το κλίμα. Οι κυβερνήσεις λοιπόν πρέπει να δράσουν άμεσα», συμπλήρωσε.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ