Η απόσυρση του Τζο Μπάιντεν, που αποδείχθηκε αναπόφευκτη και καθυστέρησε υπερβολικά, επιβλήθηκε με μάλλον άκομψο τρόπο σε έναν άνθρωπο που πρωταγωνίστησε για δεκαετίες στην αμερικανική πολιτική σκηνή, στη διάρκεια των οποίων ανέπτυξε και μια ιδιαίτερη σχέση με τον Ελληνισμό. Ο Μπάιντεν είναι από τους λίγους πολιτικούς των ΗΠΑ με τόσο μεγάλη εμπειρία στη γεωπολιτική σκακιέρα. Γνώριζε προσωπικά δεκάδες ηγέτες κρατών, όχι μόνο των μεγάλων, αλλά και μικρότερων.
Είτε συμφωνούσε είτε διαφωνούσε κανείς με τις πολιτικές που υποστήριξε ως νομοθέτης και ακολούθησε ως αντιπρόεδρος και πρόεδρος, συνάδελφοί του και των δύο μεγάλων κομμάτων της χώρας τον συμβουλεύονταν για τις εξελίξεις στη διεθνή σκηνή.
Χάρισμα
Για όσους τον είχαμε παρακολουθήσει σε ακροάσεις στη Γερουσία, ο ρόλος του ήταν συχνά καταλυτικός. Το επιβλητικό παρουσιαστικό του, σε συνδυασμό με το επικοινωνιακό του χάρισμα, τη γνώση και εμπειρία του, τον έκαναν να ξεχωρίζει. Διατηρούσε φιλίες με κορυφαία στελέχη των Ρεπουμπλικανών, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τη στενή προσωπική σχέση με τον αείμνηστο Τζον Μακέιν, αντίπαλο του Μπαράκ Ομπάμα στις προεδρικές εκλογές του 2008.
Κατά την πολυετή θητεία του στη Γερουσία έτυχε αρκετές φορές να είμαι παρών σε συζητήσεις του με ηγετικά στελέχη της ομογένειας. Σε γοήτευε με την άνεση και το χιούμορ του, ενώ ήταν ταυτόχρονα βαθιά κομματικός, με την έννοια ότι υπερασπιζόταν με πάθος τα πιστεύω και την ιδεολογία του, αλλά και ρεαλιστής, πρόθυμος να αναζητήσει κοινό τόπο με τον αντίπαλο.
Πριν από τη διολίσθηση στην τοξικότητα της τελευταίας δεκαετίας, ήταν από τους Δημοκρατικούς που συχνά πρωταγωνιστούσε στην επίτευξη συμβιβαστικών λύσεων σε συνεργασία με μετριοπαθείς Ρεπουμπλικανούς. Το έκανε, άλλωστε, και ως πρόεδρος. Παράλληλα, ήταν μια ξεχωριστή περίπτωση πολιτικού, που έδειχνε να ενδιαφέρεται για τον απλό άνθρωπο. Εξέπεμπε μία ειλικρινή, όχι επίπλαστη, ευαισθησία.
Η οικογενειακή τραγωδία που βίωσε στο ξεκίνημα της πολιτικής του σταδιοδρομίας –λίγες μόλις ημέρες πριν ορκιστεί για πρώτη φορά γερουσιαστής–, όταν σκοτώθηκαν σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα η πρώτη του γυναίκα και το μωρό τους, τον σημάδεψε ανεξίτηλα.
Αν και πέρασε σχεδόν όλη του τη ζωή στα γρανάζια της εξουσίας –36 χρόνια γερουσιαστής, 8 χρόνια αντιπρόεδρος και 4 πρόεδρος– ήταν και λίγο «αντισυστημικός». Ισως ήταν ο τρόπος με τον οποίο επικοινωνούσε με τον κόσμο, όπου εύκολα γινόταν ένα με το κοινό –συχνά συστηνόταν απλά ως «Τζο»–, ίσως ήταν οι ρητορικές γκάφες στις οποίες συχνά υπέπεπτε.
Διετέλεσε πρόεδρος επιτροπών, μεταξύ αυτών μεταξύ αυτών της Δικαιοσύνης, αλλά και της εξαιρετικά σημαντικής για τα ελληνικά συμφέροντα Εξωτερικών Σχέσεων. Ηταν από τους λίγους που γνώριζε πολιτικούς τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο, χώρες που είχε επανειλημμένως επισκεφθεί. Τον Δεκέμβριο του 2014, όταν ο τότε πρόεδρος της Κύπρου Νίκος Αναστασιάδης νοσηλεύτηκε στη Νέα Υόρκη, πήγε στο νοσοκομείο να τον δει.
«Δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται ο Πατριάρχης», είχε δηλώσει στην «Κ» ο 46ος πρόεδρος των ΗΠΑ.
Η μακρόχρονη συναισθηματική σχέση με την ελληνική ομογένεια είχε οδηγήσει τον Μπάιντεν, ως γερουσιαστής, στην ανάληψη δράσεων και στην υπογραφή ψηφισμάτων υπέρ των ελληνικών θέσεων για το Αιγαίο, την Κύπρο και το Πατριαρχείο.
Διατηρεί πολυετείς φιλίες με ισχυρούς ομογενείς –κάποιοι εξ αυτών συγκρούονται για το ποιος έχει την πιο άμεση πρόσβαση στον πρόεδρο–, ενώ γνώριζε προσωπικά όλους τους Αρχιεπισκόπους Αμερικής, αρχής γενομένης με τον Ιάκωβο.
Ιδιαίτερα ευαίσθητος σε θέματα θρησκευτικών ελευθεριών, έχει στην πορεία των προηγούμενων δεκαετιών ασκήσει δριμεία κριτική στην Αγκυρα για το Φανάρι, δηλώνοντας στη συνέντευξή του στην «Κ» ότι «δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται ο Πατριάρχης».
Τον θυμάμαι σε συγκέντρωση με Ελληνοαμερικανούς στο Κογκρέσο, το 2008, όταν ακόμη ήταν υποψήφιος για το χρίσμα των Δημοκρατικών, το οποίο τελικά έχασε από τον Μπαράκ Ομπάμα –στη συνέχεια ο τελευταίος τον επέλεξε για αντιπρόεδρό του– κάποια στιγμή να δακρύζει. Ηταν όταν μιλώντας από καρδιάς ευχαρίστησε τα ηγετικά στελέχη της ομογένειας που γνώριζε προσωπικά και με τα οποία είχε συνεργαστεί, για τη στήριξη που του παρείχαν όλα αυτά τα χρόνια, ξεκινώντας από την πρώτη του εκλογή στη Γερουσία σε ηλικία μόλις 29 ετών.
Συγκινημένος θυμήθηκε την πρώτη του απόπειρα για το προεδρικό χρίσμα των Δημοκρατικών, το 1988, όταν βρέθηκε αντίπαλος με τον Μάικ Δουκάκη (ήταν συνολικά επτά οι υποψήφιοι) τον οποίο, όπως ήταν φυσικό, υποστήριξε η ελληνοαμερικανική κοινότητα. Ωστόσο, ακόμη και τότε δεν τον αγνόησαν. Και τους ευχαρίστησε. «Μου είχατε πει ότι θα στηρίζατε τον Μάικ, αλλά ότι ήμουν η δεύτερη επιλογή σας και πως θα βοηθούσατε και μένα, και το κάνατε. Είναι κάτι που δεν θα ξεχάσω ποτέ».
Είχε καλή σχέση και επικοινωνούσε με ευκολία τόσο με την επιχειρηματική τάξη όσο και με τα μέλη των εργατικών συνδικάτων. Το έβλεπε κανείς και στις κινήσεις του σώματος. Σε άλλη συγκέντρωση ομογενών, συνάδελφός του γερουσιαστής τον είχε περιγράψει ως έναν από τους λίγους πολιτικούς που ήταν άνετος και αποτελεσματικός «τόσο με τη Wall street, όσο και με τη main street».
«Η Κύπρος είναι η μεγαλύτερη αδικία στον κόσμο»
Σε συνέντευξή του στην «Κ» πριν από χρόνια, είχε χαρακτηρίσει την τουρκική κατοχή της Κύπρου «ανωμαλία» και τη «μεγαλύτερη αδικία στον κόσμο η οποία παραμένει άλυτη», περιγράφοντας τον εαυτό του «μεταξύ αυτών που πίστευαν, και εξακολουθώ να το πιστεύω, ότι μπορούσαμε στο παρελθόν και μπορούμε και τώρα να διαδραματίσουμε πιο ενεργό ρόλο στην Κύπρο. Το έχω πει και στον Τούρκο τότε πρωθυπουργό, όταν είχε έρθει στην επιτροπή Εξωτερικών Σχέσεων και είχε ζητήσει την άποψή μου στο θέμα. Μου είχε ζητήσει να είμαι απόλυτα ειλικρινής και ήμουν».
Πρόσθεσε ότι «οι ΗΠΑ πρέπει να καταστήσουν απόλυτα σαφές στην Τουρκία πως οι σχέσεις μας θα επηρεασθούν από το πώς θα λυθεί το Κυπριακό, δηλαδή με την πλήρη απόσυρση της Τουρκίας, και από τον τρόπο με τον οποίο θα λυθούν οι διαφορές Ελλάδας και Τουρκίας στο Αιγαίο». Η έκφραση του προσώπου του έδειχνε πως το πίστευε και δεν το έλεγε απλά επειδή μιλούσε σε Ελληνα δημοσιογράφο.
Η τετραετία του
Και, τελικά, παρότι εξαναγκάστηκε να μη διεκδικήσει την επανεκλογή του, όχι λόγω των πολιτικών του, αλλά ουσιαστικά λόγω της προχωρημένης ηλικίας και της κατάστασης της υγείας του, στη μια προεδρική θητεία του σφράγισε σε σημαντικό βαθμό την πορεία της Αμερικής, με τη διαχείριση της πανδημίας, με την προώθηση μέτρων υπέρ των ασθενέστερων κοινωνικών ομάδων, αλλά και τη μεγαλύτερη στην Ιστορία χρηματοδότηση πολιτικών για την προστασία του περιβάλλοντος.
Οι πολιτικοί του αντίπαλοι τον κατηγορούν ότι όλα αυτά τα έκανε επιβαρύνοντας υπερβολικά τον προϋπολογισμό. Οπως κι αν έχει, αφήνει ένα ισχυρό αποτύπωμα στη σύγχρονη πολιτική πραγματικότητα της Αμερικής. Οσο για τον Ελληνισμό, μπορεί ο Τζο Μπάιντεν να μην έλυσε τα προβλήματά μας, μπορεί να μην υπήρξε ο απόλυτος υποστηρικτής που θα θέλαμε, ωστόσο ήταν ένας Αμερικανός πρόεδρος που γνώριζε την Ελλάδα, την Κύπρο και τα θέματά τους, κάτι που δυστυχώς είναι η εξαίρεση, όχι ο κανόνας.