Ο Τζορτζ Γκούγκνιν, εκατομμυριούχος ιδρυτής μιας νεοφυούς επιχείρησης χρηματοοικονομικής τεχνολογίας (fintech), μετακόμισε πριν από δύο χρόνια από τη Ρωσία στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ενόσω αναζητούσε σπίτι για αγορά στη Silicon Valley, ζούσε στο ενοίκιο. Μετά από μήνες αναζήτησης σε Σαν Φραντσίσκο, Μαϊάμι και Νέα Υόρκη, δεν βρήκε τίποτα κατάλληλο για την περίπτωσή του, οπότε αποφάσισε να ενοικιάσει, έναντι 19.000 δολαρίων μηνιαίως, ένα πολυτελές διαμέρισμα στο Μανχάταν.
«Οσον αφορά την τιμή και την αξία των ακινήτων, οι επιλογές είναι σχεδόν μηδενικές», λέει ο ίδιος.
Σύμφωνα με τη Wall Street Journal, ο Γκούγκνιν είναι μέρος μια αναδυόμενης τάσης αναπάντεχων ενοικιαστών, των εκατομμυριούχων ενοικιαστών που, αν και σχετικά λίγοι ακόμη, αυξάνονται τα τελευταία χρόνια στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η τάση αυτή, σύμφωνα με το δημοσίευμα, αποτυπώνει τον τρόπο που τα «λογιστικά» επηρεάζουν –αν όχι αλλάζουν– την κουλτούρα της ιδιοκατοίκησης, ακόμη και για αυτούς που οικονομικά την αντέχουν.
Σύμφωνα με τη WSJ, που επικαλείται τα στοιχεία απογραφής του IPUMS του Πανεπιστημίου της Μινεσότα, μεταξύ 2018 και 2022 το ποσοστό των ενοικιαστών με ετήσιο εισόδημα άνω των 750.000 δολαρίων αυξήθηκε στο 10,5% – το υψηλότερο από τότε που ξεκίνησε η έρευνα στα μέσα της δεκαετίας του 2000.
«Είναι μια αστεία συζήτηση που κάνουμε με πολλούς πελάτες μας, οι οποίοι λένε: “Ουάου, έχω τόσα χρήματα και δεν μπορώ να βρω σπίτι”», λέει η Ρούθι Ασουλίν, συνεπικεφαλής του κτηματομεσιτικού Douglas Elliman Real Estate που ειδικεύεται στις πωλήσεις πολυτελών κατοικιών σε Νέα Υόρκη και Μαϊάμι.
Ελλειψη προσφοράς, εκτόξευση τιμών
Κάποιοι δεν βρίσκουν αυτό που επιθυμούν. Για άλλους ανασταλτικός παράγοντας είναι τα αυξημένα κόστη της ιδιοκτησίας, οι υψηλοί φόροι ακίνητης περιουσίας, καθώς και τα υψηλά ασφάλιστρα – ιδίως στις παράκτιες περιοχές με πολυτελείς επαύλεις.
Ο αριθμός κατοικιών που διατίθενται στην αγορά έχει μειωθεί δραματικά από τότε που η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ άρχισε να αυξάνει τα επιτόκια το 2022. Τα επιτόκια των ενυπόθηκων δανείων έχουν περίπου διπλασιαστεί έκτοτε, κρατώντας σε καθεστώς ομηρίας πολλούς επίδοξους πωλητές. Η προσφορά αυξάνεται τους τελευταίους μήνες, αλλά παραμένει χαμηλότερα από τα επίπεδα προ πανδημίας.
Η έλλειψη αυτή προσφοράς έχει εκτοξεύσει τις τιμές των ακινήτων σε ύψη-ρεκόρ. Συνδυαστικά, η άνοδος των τιμών και τα υψηλότερα επιτόκια έχουν καταστήσει την αγορά κατοικίας πιο απρόσιτη από ποτέ. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της Bankrate, η ενοικίαση κατοικίας είναι πιο συμφέρουσα από την αγορά σε όλες τις 50 κορυφαίες μητροπολιτικές περιοχές των ΗΠΑ.
Προφανώς, για τους εκατομμυριούχους δεν τίθεται ζήτημα προσβασιμότητας στην αγορά ακινήτων – σε αντίθεση με εκατομμύρια άλλους πολίτες. Ωστόσο, η αύξηση του αριθμού των εκατομμυριούχων ενοικιαστών σηματοδοτεί μια γενικότερη αναπροσαρμογή του τρόπου με τον οποίο αντιμετωπίζεται η ιδιοκτησία κατοικίας.
Αλλωστε, όπως επισημαίνεται στο δημοσίευμα, τα «μαθηματικά» παραμένουν και για τους εκατομμυριούχους το ζητούμενο.
Με τις τιμές των ακινήτων και τα έξοδα συναλλαγών αυξημένα, κάποιοι προτιμούν να διατηρούν τα μετρητά στο χρηματιστήριο και σε άλλες επενδύσεις. Τα υψηλά επιτόκια δανεισμού μπορεί ακόμη να είναι πρόβλημα για όσους δεν χρειάζεται να πάρουν στεγαστικό δάνειο – αλλά το επιλέγουν για επενδυτικούς λόγους. Οι τράπεζες έδιναν χαμηλότερα επιτόκια στεγαστικών δανείων για δάνεια-μαμούθ, κάτι ωστόσο που έχει αλλάξει το τελευταίο έτος.
Σύμφωνα με τη νεοϋορκέζικη κτηματομεσιτική εταιρεία Leslie J. Garfield, που δραστηριοποιείται στην αγορά πολυτελών κατοικιών, από την άνοιξη μέχρι σήμερα έχει κλείσει δώδεκα συμβόλαια μίσθωσης με ενοίκια άνω των 20.000 μηνιαίως. «Είναι μακράν το υψηλότερο των τελευταίων χρόνων», λέει ο συνεργάτης Μάθιου Λέσερ.
Αλλοι εκατομμυριούχοι επιλέγουν το ενοίκιο περισσότερο για λόγους ευελιξίας απ’ ό,τι οικονομικών.
Το στέλεχος βιοτεχνολογίας Αρούν Ντας και η σύζυγός του ξεκίνησαν μια μεγάλη ανακαίνιση στην κατοικία τους τού 19ου αιώνα – ένα σπίτι με πέντε υπνοδωμάτια και πέντε μπάνια στην προνομιακή συνοικία Rittenhouse Square της Φιλαδέλφειας. Η ανακαίνιση, που ξεκίνησε στα μέσα του 2023, αρχικά φαινόταν να αξίζει την αναμονή.
Ωστόσο, σε λιγότερο από τα μισά της ανακαίνισης, οι Ντας πούλησαν το σπίτι, αποφασίζοντας να ενοικιάσουν ένα πολυτελές διαμέρισμα, ώστε να γλιτώσουν τον κόπο και τα έξοδα ανακαίνισης και το κόστος συντήρησης του παλιού σπιτιού. Οπως λένε, ωστόσο, το επιπλέον κόστος –το οποίο έφτανε τις χιλιάδες δολάρια τον μήνα, συν την καταβολή της υποθήκης ύψους 5.000 δολαρίων– ήταν το μικρότερο πρόβλημα για τους Ντας σε σχέση με τον χρόνο και την ενέργεια που «κόστιζε» η ανακαίνιση.
«Αρχίσαμε σταδιακά να συνειδητοποιούμε το μέγεθος της πρόκλησης που είχαμε μπροστά μας, ούτε κατά διάνοια από την άποψη των οικονομικών, αλλά μόνο του χρόνου, της προσπάθειας και του συντονισμού», δήλωσε ο Ντας. «Η ώρα που μπορούμε να εξοικονομήσουμε την ημέρα είναι χρόνος που μπορούμε να περάσουμε με τα παιδιά ή να πιούμε ένα ποτήρι κρασί μαζί».
Η αγορά ενοικίασης πολυτελών κατοικιών αξιοποίησε τη μετατόπιση της αγοράς, με πολλές εταιρείες να τροποποιούν τα ακίνητά τους σύμφωνα με τις ανάγκες των εύπορων «επ’ αόριστον μισθωτών» τους, προσθέτοντας επιπλέον δωμάτια, playroom και «έξυπνες» πολυτέλειες – «το είδος των χαρακτηριστικών που οι άνθρωποι προσδοκούν από μια νέα πολυτελή κατοικία», εξηγεί ο Μάικλ Πέστρονκ, διευθύνων σύμβουλος της Post Brothers.
Πηγή: Wall Street Journal