Τον Σεπτέμβριο του 2023, η κυβέρνηση του Αζερμπαϊτζάν εξαπέλυσε στρατιωτική επίθεση μεγάλης κλίμακας εναντίον του Ναγκόρνο-Καραμπάχ ή αλλιώς Αρτσάχ, της κάποτε αυτο-ανακυρησσόμενης αυτόνομης περιοχής στα βουνά του Νότιου Καυκάσου, που έως τότε κατοικείτο κυρίως από αρμενικό πληθυσμό. Πριν από αυτό, η κυβέρνηση του Μπακού είχε επιβάλει εννιάμηνο αποκλεισμό στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ, προκαλώντας ανθρωπιστική κρίση. Η στρατιωτική επίθεση ήταν η κορύφωση της σύγκρουσης μεταξύ Αζερμπαϊτζάν και Αρμενίας, η οποία διαρκεί τέσσερις δεκαετίες.
Σύμφωνα με έκθεση της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR), περισσότεροι από 110.000 πρόσφυγες διέφυγαν από το Ναγκόρνο-Καραμπάχ στην Αρμενία. Ο μαζικός τους εκτοπισμός χαρακτηρίστηκε από διεθνείς παρατηρητές ως έγκλημα πολέμου. «Από την αζερική οπτική, αποκαταστάθηκε μια ιστορική αδικία. Από την οπτική των Αρμενίων, όμως, συνέβη η μεγάλη αδικία. Ωστόσο, το ζήτημα της εδαφικής υπαγωγής έχει επιλυθεί οριστικά», είπε στο iMEdD η Δρ. Anna Matveeva, Ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Ρωσίας στο King’s College του Λονδίνου.
Τον Αύγουστο του 2024, λίγες εβδομάδες πριν από την πρώτη επέτειο της στρατιωτικής επίθεσης κατά του Ναγκόρνο-Καραμπάχ, οι Έλληνες φωτορεπόρτερ και videographer Αλέξανδρος Ζήλος και Κυριάκος Φίνας, επισκέφτηκαν την περιοχή. Αποφάσισαν να ταξιδέψουν αρχικά στην αυτόνομη επαρχία Ναχτσεβάν, που βρίσκεται στα νότια σύνορα της Αρμενίας και ανήκει στο Αζερμπαϊτζάν. «Σκοπός μας ήταν να έρθουμε σε επαφή με τις τοπικές κοινότητες και να εστιάσουμε στον αντίκτυπο της απομόνωσης και της μεγάλης εμπορικής εξάρτησης του Ναχιτσεβάν από την Τουρκία και το Ιράν», λένε οι Αλέξανδρος Ζήλος και Κυριάκος Φίνας.
Checkpoint
«Στο Ναχτσεβάν υπάρχουν πολλές στρατιωτικές εγκαταστάσεις και επικρατεί ανασφάλεια μεταξύ των κατοίκων για ο,τιδήποτε έχει να κάνει με την Αρμενία», λένε οι ίδιοι. «Σε ένα checkpoint άνθρωποι των υπηρεσιών ασφαλείας διέγραψαν υλικό από τις φωτογραφικές μηχανές και μας επέστρεψαν τα διαβατήρια με την προϋπόθεση ότι δεν θα ξαναβρεθούμε στην περιοχή. Μετά από αυτό, ο φίξερ μάς ανακοίνωσε ότι δεν ήθελε να συνεχίσει, οπότε αποφασίσαμε να αναχωρήσουμε για τη γειτονική Αρμενία, για την οποία, όμως, τα σύνορα είναι κλειστά».
Ο πιο σύντομος δρόμος ήταν μέσω Τουρκίας, όμως τα σύνορα είναι επίσης κλειστά. Έτσι, οι δύο Έλληνες φωτορεπόρτερ ταξίδεψαν αεροπορικώς από το Ναχτσεβάν στο Μπακού, την πρωτεύουσα του Αζερμπαϊτζάν και από εκεί, διαδοχικά με τρένο και αυτοκίνητο, πέρασαν αρχικά στη Γεωργία κι έπειτα στην Αρμενία.
Περιοχή no-media
«Σε ολόκληρη την περιοχή του Καυκάσου, παρατηρούνται πρωτοφανή επίπεδα παραπληροφόρησης και ρητορικής μίσους, ιδίως όσον αφορά την εδαφική διαμάχη του Ναγκόρνο-Καραμπάχ και τη συνεχιζόμενη απειλή πολέμου μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν», δήλωσε στο iMEdD η Jeanne Cavelier, επικεφαλής των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα (RSF) για την Ανατολική Ευρώπη και την Κεντρική Ασία.
«Είναι δυνατόν να επισκεφθεί κανείς το Αζερμπαϊτζάν με διαπίστευση, αλλά με τον κίνδυνο να τεθεί υπό παρακολούθηση και να περιοριστεί η ελεύθερη εργασία του. Η πρόσβαση στην περιοχή του Ναγκόρνο-Καραμπάχ είναι δυνατή μόνο με συμμετοχή σε οργανωμένες από την κυβέρνηση περιοδείες Tύπου, οι οποίες δύνανται να χρησιμοποιηθούν για την προώθηση κυβερνητικής προπαγάνδας» σημείωσε η ίδια.
«Το Αζερμπαϊτζάν είναι μία από τις χειρότερες χώρες όσον αφορά την ελευθερία του Τύπου και κατατάσσεται στην 164η θέση μεταξύ 180 χωρών στον πιο πρόσφατο Παγκόσμιο Δείκτη Ελευθερίας του Τύπου. Ο τομέας των μέσων ενημέρωσης τελεί υπό επίσημο έλεγχο, με εξαίρεση κάποιες ανεξάρτητες ειδησεογραφικές ιστοσελίδες, όπως το Azadliq και Meydan TV, οι οποίες εδρεύουν στο εξωτερικό, προκειμένου να αποφύγουν την κρατική λογοκρισία. Οι δημοσιογράφοι που υψώνουν τη φωνή τους ενάντια στις παρενοχλήσεις, τους εκβιασμούς και τις απόπειρες δωροδοκίας, οδηγούνται στη φυλακή με σαθρά προσχήματα. Επί του παρόντος, οι Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα (RSF) αναφέρουν ότι 14 επαγγελματίες των Μέσων Ενημέρωσης τελούν υπό κράτηση λόγω της εργασίας τους».
Στην Αρμενία, η οποία κατατάσσεται στην 43η θέση από τις 180 χώρες, η κατάσταση της ελευθερίας του Τύπου χαρακτηρίζεται ως «ικανοποιητική». Οι RSF σημειώνουν ότι το τοπίο των ΜΜΕ παραμένει πολωμένο, με τις πολιτικές πολλών μέσων ενημέρωσης να υπόκεινται σε εμπορικά ή πολιτικά συμφέροντα. Και παρόλο που δεν επιβάλλονται ποινικές κυρώσεις στους εργαζόμενους στον Τύπο, οι δημοσιογράφοι συχνά αντιμετωπίζουν απειλές ή βία λόγω του κοινωνικού διχασμού και της ρητορικής μίσους, ενίοτε και από πολιτικές ελίτ, με τα περιστατικά αυτά να μένουν συνήθως ατιμώρητα.
«Τα ξένα ΜΜΕ μπορούν να επισκέπτονται ελεύθερα τα περισσότερα μέρη της Αρμενίας. Ωστόσο, σε αρκετές παραμεθόριες περιοχές, οι τοπικοί δημοσιογράφοι χρειάζονται άδεια από την Υπηρεσία Εθνικής Ασφάλειας και οι ξένοι δημοσιογράφοι διαπίστευση από το Υπουργείο Εξωτερικών», δήλωσε η Jeanne Cavelier των RSF στο iMEdD.
Στην Αρμενία
Στο μεταξύ, οι φωτορεπόρτερ Αλέξανδρος Ζήλος και Κυριάκος Φίνας πέρασαν στην Αρμενία. «Ο στόχος ήταν η συλλογή μαρτυριών των προσφύγων του Ναγκόρνο-Καραμπάχ», εξηγούν. «Από την Αθήνα, πριν ξεκινήσουμε την αποστολή, είχαμε έρθει σε επαφή με μια ΜΚΟ, μέσω της αρμενικής κοινότητας της Θεσσαλονίκης κι ενός φωτορεπόρτερ, οι οποίοι μας καθοδήγησαν και μας έφεραν σε επαφή με πρόσφυγες του Ναγκόρνο-Καραμπάχ».
«Η δουλειά μας επικεντρώθηκε στη πρωτεύουσα της Αρμενίας, το Γερεβάν, όπου εγκαταστάθηκε ένας μεγάλος αριθμός των εκτοπισμένων. Κατά τη περίοδο της παραμονής στη χώρα, βρεθήκαμε και στο Γκόρις, συνοριακή πόλη που υπήρξε κέντρο υποδοχής προσφύγων την περίοδο Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου 2023. Εκεί συνεργαστήκαμε με τοπικό μεταφραστή και συνεχίσαμε να δουλεύουμε με τις μαρτυρίες».
«Παράλληλα, για τη συμπλήρωση της ιστορίας που χτιζόταν, χρειάστηκε με τοπικό οδηγό να μεταφερθούμε στο συνοριακό χωριό Κόρνιτζορ, το ανατολικό σύνορο μεταξύ Αρμενίας-Αζερμπαϊτζάν μετά τον πόλεμο του 2020 και συνδετικό κρίκο με τον διάδρομο Λατσίν, που ένωνε το Ναγκόρνο-Καραμπάχ με την Αρμενία».
Οι φωνές των εκτοπισμένων
Η Αρμενία υποδέχτηκε περισσότερους από 115.000 πρόσφυγες μετά την κρίση στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ τον Σεπτέμβριο του 2023, σύμφωνα με στοιχεία της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR). Περίπου το 66% των προσφύγων είναι γυναίκες και παιδιά. Έως το τέλος Μαρτίου 2024, περισσότεροι από 78.000 είχαν αποκτήσει προσωρινό καθεστώς πρόσφυγα και περίπου 1.400 αιτήθηκαν την απόκτηση αρμενικής υπηκοότητας. Δεν θέλουν όλοι να παραμείνουν στην Αρμενία.
Irina Grigoryan, 72, δασκάλα
Η πρώτη συνέντευξη, στο Komitas Park στο Γερεβάν, ήταν με την Irina, μια δασκάλα που ζούσε στο Στεπανακερτ. Στη μετάφραση βοήθησε η εγγονή της, που την συνόδευε στο πάρκο. «Περίμενα ένα θαύμα. Το θαύμα, όμως, δεν ήρθε ποτέ. Στις 28 Σεπτεμβρίου, μού τηλεφώνησε ο γιος μου και μού είπε: “Μαμά, ετοιμάσου, φεύγουμε αύριο το πρωί”. Δεν ξέρεις τι να πρωτοπάρεις όταν φεύγεις με αυτοκίνητο. Τι να χωρέσεις σε ένα αυτοκίνητο; Δεν χωράει μια ολόκληρη ζωή σε ένα αυτοκίνητο […] Μου λείπει η πόλη μου. Ήμασταν ικανοποιημένοι με τα λίγα που είχαμε, ήμασταν πολύ ευτυχισμένοι».
Gohar Tonyan, 29, μαιευτήρας-γυναικολόγος
Στο Γερεβάν η Gohar περιέγραψε την κατάσταση που επικρατούσε στα νοσοκομεία του Ναγκόρνο-Καραμπάχ την περίοδο του αποκλεισμού. «Δεν είχαμε ειδικούς που κάνουν αμνιοπαρακέντηση στο Αρτσάχ. Μόνο ένα-δύο κέντρα στην Αρμενία κάνουν γενετική έρευνα και στέλνουν τα αποτελέσματα στο εξωτερικό. Συνήθως στέλναμε τους ασθενείς στο Γερεβάν για αμνιοπαρακέντηση. Λίγο πριν τον αποκλεισμό, μια ασθενής που επέστρεφε με τις γενετικές εξετάσεις έφτασε στο Αρτσάχ και ο δρόμος ήταν κλειστός. Ευτυχώς πήραμε τα αποτελέσματα […] Το θέμα ήταν κατά πόσο οι έγκυες γυναίκες ήταν προετοιμασμένες να ταξιδέψουν. Είχαμε περιστατικά όπου αρνούνταν και έμεναν στο Αρτσάχ».
Anna Avanesyan, 37, ζαχαροπλάστρια
Στο Γκόρις η Anna προσπαθεί να ανακάμψει, ζώντας με την ελπίδα να επιστρέψει στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ, όπου ο αδερφός της σκοτώθηκε την ημέρα της στρατιωτικής επίθεσης των Αζέρων. «Στις 23 Σεπτεμβρίου βρήκαν τη σορό του. Δεν ήξερα ότι είχε σκοτωθεί. Όλοι μου έλεγαν ότι είχε τραυματιστεί, αλλά όλοι οι συγγενείς μου το ήξεραν […] Για να είμαι ειλικρινής, δεν ήθελα να έρθω. Ο αδελφός μου πέθανε τον Σεπτέμβριο. Τον έθαψα. Δεν ήθελα να έρθω εδώ […] Θέλω να δω το μέλλον των παιδιών μου είτε στο Αρτσάχ είτε έξω από την Αρμενία, γιατί η Αρμενία θα έχει την ίδια μοίρα με το Αρτσάχ».
Gayane Balayan, 43
Στο Γκόρις η Gayane θέλει να κάνει μια νέα αρχή για εκείνη και την κόρη της. «Η κόρη μου η Inna… Η κόρη μου, που άνοιξε τα μάτια της, είπε: “Μαμά, κοίτα, έχει πατατάκια. Πουλάνε πατατάκια στα μαγαζιά” […] Ζω με την κρυφή ελπίδα ότι μια μέρα θα μπορέσουμε να πάμε στο Αρτσάχ. Αλλά όχι μέσα στο Αζερμπαϊτζάν, αυτό είναι σίγουρο. Δεν είναι παρά μια κρυφή ελπίδα. Ένα μικρό σπιτάκι μόνο, ακόμα κι αν έχει μόνο ένα δωμάτιο, ώστε να μην πληρώνω ενοίκιο, θα ζήσω εδώ στο Γκόρις […] Δεν θα πάω πουθενά. Θα δουλεύω, θα φροντίζω το παιδί μου. Δεν θέλω να πάω στη Ρωσία».