Ο Ρότζερ Κόεν είναι λίγο νεότερος από τον Ερλάνγκερ, έχει επίσης βραβευθεί με Πούλιτζερ, υπήρξε ξένος ανταποκριτής σε 15 χώρες και τώρα γράφει για τους New York Times με έδρα το Παρίσι, μια θέση που μάλλον ζηλεύουν όλοι οι συνάδελφοί του. «Η δημοσιογραφία είναι παιχνίδι για νέους. Οταν χτυπάει το τηλέφωνο στη μέση της νύχτας, είσαι 25 και σου ζητούν να πας στη Βηρυτό, είναι υπέροχο. Οταν αυτό συμβαίνει στα 50, όχι τόσο». Κοντεύει σχεδόν 70 και όμως, την επομένη από τη συζήτησή μας θα προσπαθούσε να φτάσει στο Ισραήλ.
Στο πλαίσιο του Athens Democracy Forum, μιλώντας για το Μεσανατολικό, επανέλαβε την υποστήριξή του για τη λύση των δύο κρατών. Πόσο ρεαλιστικό είναι, όμως, αυτό το σενάριο; «Είμαι επιφυλακτικός. Ο βαθμός δυσπιστίας, μίσους και βίας όπως εκδηλώθηκε στην αποτρόπαια επίθεση της Χαμάς και στην ισραηλινή απάντηση που είχε καταστροφικές συνέπειες στη Γάζα με δεκάδες χιλιάδες νεκρούς, έφερε τη σύγκρουση σε ένα πρωτόγνωρο επίπεδο. Πίστευα παλιά ότι υπάρχουν άνθρωποι και στις δύο πλευρές έτοιμοι για συμβιβασμό, αλλά πλέον αυτό δεν ισχύει. Πολλοί Ισραηλινοί πιστεύουν πως ενώ “είχαμε αρχίσει την απόσυρση από τη Γάζα και ανοίξαμε τον δρόμο για τη δημιουργία ενός παλαιστινιακού κράτους, εξακολουθούν να θέλουν να μας σκοτώσουν. Μετά θα είναι η Χάιφα και η Γιάφα. Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με ανθρώπους που θέλουν να μας σκοτώσουν”. Και στην παλαιστινιακή πλευρά μπορεί ο Γιασέρ Αραφάτ να αναγνώρισε το κράτος του Ισραήλ, αλλά αυτό συνέβη πριν από 30 χρόνια και ο τρόπος σκέψης των Παλαιστινίων αλλάζει, καθιστά τη λύση των δύο κρατών αδύνατη. Το όνειρο του ενός κράτους μοιάζει πλέον σαν τη La La Land, δεν μπορούν να συμβιώσουν δύο λαοί που μισούν ο ένας τον άλλον, ο ένας να πενθεί για τη “Νάκμπα” (καταστροφή), ενώ ο άλλος να γιορτάζει με χαρά την ίδρυση του κράτους».
Κατά τη γνώμη του, η δεξιά στροφή μέσα στο Ισραήλ είναι σε εξέλιξη εδώ και αρκετό καιρό, απλώς κορυφώθηκε με τους δύο ακροδεξιούς υπουργούς που αμαυρώνουν την εικόνα του Ισραήλ σε όλο τον κόσμο. «Υπάρχουν όμως αρκετοί που ασκούν κριτική στον Μπέντζαμιν Νετανιάχου. Δεν είμαι σίγουρος αν αυτό συμβαίνει και μετά τη δολοφονία του Νασράλα, που αποτελεί μεγάλη επιτυχία, αλλά όλο αυτόν τον τελευταίο χρόνο δεν θα μπορούσε να κερδίσει τις εκλογές στη χώρα. Υπήρχε τόση οργή γι’ αυτά που έγιναν “στη βάρδιά του” την 7η Οκτωβρίου». Πάντως, η συζήτηση για το τέλος του Νετανιάχου έχει ξεκινήσει εδώ και πολλά χρόνια και ποτέ δεν επαληθεύεται. «Ημουν στην Κνεσέτ πριν από τρία χρόνια, όταν έχασε την ψήφο εμπιστοσύνης. Και σκέφτηκα “ήρθε, λοιπόν, το τέλος του”. Καθόταν εκεί με τη μάσκα, λόγω κορωνοϊού, σιωπηλός, σκυθρωπός και είχε καθαιρεθεί. Είναι λίγο σαν τον Ντόναλντ Τραμπ: επίμονος, έχει πιστούς οπαδούς σε μια μερίδα του πληθυσμού και είναι έτοιμος να συνασπισθεί με το ασχημότερο πρόσωπο της ισραηλινής Ακροδεξιάς. Ετσι επιβίωσε».
Ο Νετανιάχου έχει πιστούς οπαδούς και είναι έτοιμος να συνασπισθεί με το ασχημότερο πρόσωπο της ισραηλινής Ακροδεξιάς. Ετσι επιβίωσε.
Οσον αφορά στο Ιράν, παραθέτει δύο εκδοχές. «Προφανώς κάτι περίεργο συμβαίνει στις ιρανικές μυστικές υπηρεσίες. Ο Χασάν Νασράλα της Χεζμπολάχ ήταν ο πλέον προστατευμένος ηγέτης. Δεν είχε εμφανιστεί δημοσίως εδώ και χρόνια. Ο Ισμαήλ Χανίγια της Χαμάς ήταν φιλοξενούμενος της ιρανικής κυβέρνησης κατά την κηδεία του προέδρου, ο οποίος μυστηριωδώς σκοτώθηκε κατά τη συντριβή ελικοπτέρου. Είτε, λοιπόν, υπάρχει ένας σημαντικός θύλακος μέσα στις μυστικές υπηρεσίες στα ανώτατα κλιμάκια που δεν πιστεύει πλέον στον 85χρονο Αλί Χαμενεΐ, υπονομεύοντας την αξιοπιστία της ισλαμικής δημοκρατίας. Είτε υπάρχει όντως πολύ σοβαρή διείσδυση της Μοσάντ».
Στη διάρκεια του Forum, συνομίλησε με τον ακροδεξιό ηγέτη Ζορντάν Μπαρντελά. Σε περίπτωση που εκλεγεί είτε η Μαρίν Λεπέν είτε ο νεαρός προστατευόμενός της, σκοπεύει να εγκαταλείψει τη Γαλλία; Αισθάνεται ασφαλής; «Γιατί; Επειδή είμαι Εβραίος; Μα, το κόμμα έχει γίνει παραδόξως υπερβολικά φιλοσημιτικό, σαν λογική επέκταση της ισλαμοφοβίας του». Υπάρχει όμως μια μικρή πτέρυγα φιλοναζιστικών νοσταλγών. «Ναι, αυτό ήταν και το μεγάλο πρόβλημα του κόμματος προεκλογικά. Ηταν σαν τον Dr Strangelove, που προσπαθεί να κρύψει τον ναζιστικό χαιρετισμό και το χέρι ανεβαίνει αυτόματα».
Εχει επισκεφθεί την Ελλάδα και γνώριζε τον Κυριάκο Μητσοτάκη προτού γίνει πρωθυπουργός. Του είχε πάρει, μάλιστα, συνέντευξη, «προτού χάσει την υπομονή του με τους New York Times». Θεωρεί ότι είναι «ικανός πολιτικός κι έχει μια πολύ ξεκάθαρη οπτική που θέλει να οδηγήσει τη χώρα». Θυμάται την εποχή της ανόδου της Χρυσής Αυγής και την αποκατάσταση της ελληνικής δημοκρατίας, που είναι στέρεη. «Θα ήθελα να είχα αγοράσει κάτι εδώ πριν από δέκα χρόνια. Η ζωή είναι ωραία στην Ελλάδα», ακόμη και την εποχή της κρίσης. «Πίστευα ακράδαντα ότι η χώρα έχει αποθέματα πολιτισμού, ομορφιάς, ευγένειας που θα τη βοηθήσουν να διαβεί αυτήν την περίοδο». Μου δίνει ως παράδειγμα τους κατοίκους της Λέσβου που μεσούσης της κρίσης βοηθούσαν τους πρόσφυγες, ένα θέμα που τον είχε συγκινήσει και για το οποίο είχε μάλιστα αρθρογραφήσει. «Εχουν αλλάξει τα πράγματα», του επισημαίνω.
Για το τέλος αφήνω μια προσωπική ερώτηση: «Είστε ακόμη οπαδός των Greatful Dead;». Γελάει. «Μια φορά deadhead, για πάντα deadhead». Αναπολεί τη συναυλία που παρακολούθησε στο Σαν Φρανσίσκο με τον Τζέρι Γκαρσία και μου διηγείται μια λεπτομέρεια που μου ζητάει να μη γράψω. Φυσικά, το Sugar Magnolia είναι το αγαπημένο του κομμάτι.