Διαδεδομένες ιατρικές πρακτικές στο μικροσκόπιο

Διαδεδομένες ιατρικές πρακτικές στο μικροσκόπιο

Αμφισβητείται η αποτελεσματικότητά τους - «Υπάρχουν πολλές εφαρμογές που δεν βασίζονται σε στοιχεία, γίνονται αποδεκτές επειδή “πάντα γίνονταν”», λέει ο δρ Ματιέ Λεγκράν.

4' 36" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Υπάρχουν κάποιες ιατρικές πρακτικές τόσο διαδεδομένες που σπάνια αμφισβητούνται, που όμως αποδεικνύεται έπειτα από περαιτέρω μελέτες ότι δεν έχουν ισχυρή επιστημονική βάση. «Υπάρχουν πολλές πρακτικές στην ιατρική που δεν βασίζονται σε στοιχεία», λέει ο δρ Ματιέ Λεγκράν, αναισθησιολόγος και εντατικολόγος στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας. Συνεχίζουν να εφαρμόζονται, γίνονται αποδεκτές χωρίς έλεγχο, «επειδή πάντα γίνονταν».

Ας δούμε τρεις συνηθισμένες πρακτικές που αμφισβητούνται:

Παχύρρευστα υγρά

Πριν από περίπου μία δεκαετία οι γηρίατροι στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, στο Σαν Φρανσίσκο, αποφάσισαν για μια ημέρα να δοκιμάσουν οι ίδιοι τα παχύρρευστα υγρά που συνιστούν στους ασθενείς τους. «Είχαμε πονοκεφάλους, πάθαμε αφυδάτωση», θυμάται ο δρ Ερικ Γουιντέρα, ένας από τους συμμετέχοντες και συγγραφέας ενός πρόσφατου άρθρου στο JAMA Internal Medicine. «Δεν μπορούσαμε να το αντέξουμε για 12 ώρες και ζητάμε από τους ασθενείς με άνοια να το κάνουν για το υπόλοιπο της ζωής τους». Ωστόσο, «δεν υπάρχει καμία τεκμηριωμένη βάση γι’ αυτή την πρακτική», σημειώνει ο Γουιντέρα.

Σήμερα η τεκμηρίωση υπάρχει – και δεν υποστηρίζει την πρακτική αυτή. Οι ερευνητές του Feinstein ανέλυσαν τα ιατρικά αρχεία σχεδόν 9.000 ηλικιωμένων ασθενών (μέση ηλικία: 86 ετών) που νοσηλεύτηκαν με άνοια και δυσκολία κατάποσης. Οι νοσοκομειακές τους δίαιτες αποτελούνταν κυρίως είτε από κανονικά είτε από παχύρρευστα υγρά. Αφού συνέκριναν τις δύο ομάδες, οι ερευνητές δεν βρήκαν σημαντική διαφορά στη διάρκεια παραμονής στο νοσοκομείο, στις επανεισαγωγές ή στα ποσοστά θανάτου. Οι ασθενείς που έπιναν παχύρρευστα υγρά ήταν λιγότερο πιθανό να χρειαστούν αναπνευστική υποστήριξη, αλλά ήταν πιο πιθανό να αναπτύξουν πνευμονία ή άλλα αναπνευστικά προβλήματα.

Κάποιοι θα στραβοκαταπιούν ή θα βήξουν όταν πίνουν κανονικά υγρά, οπότε τα πιο παχύρρευστα έχουν λογική. Ορισμένοι δεν ενοχλούνται από αυτά. «Δεν μπορούμε να πούμε 100% ότι είναι λάθος πρακτική», λέει η Σινβάνι. «Αλλά μπορούμε να την αμφισβητήσουμε».

Αγωγή αρτηριακής πίεσης

Μεταξύ 25% και 50% των ασθενών που υποβάλλονται σε χειρουργική επέμβαση λαμβάνουν φάρμακα για την αρτηριακή πίεση, λέει ο Λεγκράν. «Για τους ηλικιωμένους το ποσοστό είναι υψηλότερο», προσθέτει. Για πολλούς τύπους χειρουργικών επεμβάσεων συνιστάται στους ασθενείς να διακόψουν αυτά τα φάρμακα πριν από την προγραμματισμένη επέμβαση. Οι γιατροί ανησυχούν ότι η αρτηριακή πίεση μπορεί να πέσει πολύ χαμηλά κατά τη διάρκεια της επέμβασης, οδηγώντας σε επιπλοκές, όπως καρδιακή ανεπάρκεια, εγκεφαλικό επεισόδιο ή προβλήματα στους νεφρούς. Χωρίς τα φάρμακα, όμως, η αρτηριακή πίεση των ασθενών θα μπορούσε να αυξηθεί επικίνδυνα.

Μια μελέτη εξέτασε τυχαία 2.200 ασθενείς (μέση ηλικία: 68 ετών) που υποβλήθηκαν σε μη καρδιοχειρουργικές επεμβάσεις σε 40 νοσοκομεία στη Γαλλία. Οι μισοί συνέχισαν να παίρνουν αναστολείς ΜΕΑ ή ΑΥΑ μέχρι την ημέρα της επέμβασης, ενώ οι υπόλοιποι σταμάτησαν να λαμβάνουν τα ΑΥΑ 48 ώρες πριν. Κατά τη διάρκεια της επέμβασης η πίεση έπεφτε πιο συχνά στην ομάδα που συνέχισε τα φάρμακα. «Αλλά το ποσοστό των επιπλοκών ήταν ακριβώς το ίδιο», περίπου 22% και στις δύο ομάδες, λέει ο Λεγκράν, επικεφαλής της μελέτης που δημοσιεύτηκε στο JAMA.

«Υπάρχουν πολλές εφαρμογές που δεν βασίζονται σε στοιχεία, γίνονται αποδεκτές επειδή “πάντα γίνονταν”», λέει ο δρ Ματιέ Λεγκράν.

Οι ομάδες είχαν παρόμοια ποσοστά καρδιακών προσβολών, εγκεφαλικών επεισοδίων, σηψαιμίας, αναπνευστικών και νεφρικών επιπλοκών, εισαγωγών σε ΜΕΘ και θανάτων. Ακόμη δύο μελέτες κατέληξαν πρόσφατα σε παρόμοια συμπεράσματα.

«Η καρδιοχειρουργική είναι μια διαφορετική περίπτωση», προειδοποιεί ο Λεγκράν. Αυτοί οι ασθενείς διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο. Στα περισσότερα νοσοκομεία, τους συνιστούν να συνεχίσουν τη φαρμακευτική αγωγή για την αρτηριακή πίεση. Ωστόσο, για άλλες επεμβάσεις, «οι ασθενείς δεν χρειάζεται απαραίτητα να σταματούν τα φάρμακά τους», λέει. «Αυτό είναι κάτι που μπορούν να συζητήσουν με τους γιατρούς τους».

Εμφύτευμα για χρόνιο πόνο

Ο αμερικανικός Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) ανέφερε το 2020 ότι περίπου 50.000 διεγέρτες του νωτιαίου μυελού –συσκευές που στοχεύουν στη μείωση του χρόνιου πόνου μέσω ηλεκτρικών παλμών– εμφυτεύονταν κάθε χρόνο και ότι σε διάστημα τεσσάρων ετών ο οργανισμός είχε λάβει 108.000 αναφορές για τραυματισμούς ασθενών, για 497 θανάτους και για ελαττωματικούς διεγέρτες. Οι ετήσιες εμφυτεύσεις πιθανότατα έχουν αυξηθεί από τότε, καθώς οι γιατροί αναζητούν εναλλακτικές λύσεις αντί των συνταγογραφούμενων οπιοειδών. Ομως, λειτουργούν πραγματικά αυτοί οι διεγέρτες;

Το πρόβλημα εδώ δεν είναι η έλλειψη στοιχείων, αλλά οι αντικρουόμενες απόψεις και τα ευρήματα, με τους ερευνητές να διαφωνούν για τις μεθοδολογίες και τα αποτελέσματα, προκαλώντας σύγχυση στους ασθενείς.

Οι γιατροί που ειδικεύονται στην αντιμετώπιση του πόνου θεωρούν ότι μια θεραπεία είναι αποτελεσματική όταν μειώνει τον πόνο κατά το ήμισυ στο 50% των ασθενών. Ωστόσο, η ισχυρή επίδραση του placebo περιπλέκει ενδεχομένως αυτά τα αποτελέσματα.

Για τους ασθενείς, «όσο περισσότερο έχουν επενδύσει τόσο πιο πιθανό είναι να δουν αποτέλεσμα», λέει η δρ Ρίτα Φ. Ρέντμπεργκ, καρδιολόγος στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, στο Σαν Φρανσίσκο, και από κοινού επικεφαλής μιας πρόσφατης μελέτης στο JAMA Neurology.

Eνας χειρουργικά εμφυτευμένος διεγέρτης, με καλώδια που τοποθετούνται γύρω από τη σπονδυλική στήλη, αποτελεί μια σημαντική επένδυση. Τέτοιες μελέτες δεν μπορούν εύκολα να είναι «τυφλές», όπως συμβαίνει με τις περισσότερες κλινικές δοκιμές φαρμάκων. Οι ασθενείς γνωρίζουν ότι έχουν κάνει εμφύτευση. Nέα μελέτη ανέλυσε δεδομένα ασφαλιστικών απαιτήσεων για 7.500 ασθενείς (μέση ηλικία: 64 ετών) που υπέφεραν από χρόνιο πόνο, οι περισσότεροι έπειτα από αποτυχημένη χειρουργική επέμβαση στη σπονδυλική στήλη.

«Κάναμε προσεκτική σύγκριση των αποτελεσμάτων», λέει η Ρέντμπεργκ. Σε διάστημα δύο ετών οι 1.260 ασθενείς με διεγέρτες του νωτιαίου μυελού δεν έκαναν μικρότερη χρήση οπιοειδών ή άλλων θεραπειών για τον πόνο, σε σύγκριση με εκείνους που ακολουθούσαν παραδοσιακή ιατρική αντιμετώπιση χωρίς εμφύτευση. «Hθελαν να νιώσουν καλύτερα, αλλά δεν το κατάφεραν», λέει η Ρέντμπεργκ. Επιπλέον, περίπου ένας στους πέντε ασθενείς χρειάστηκε να αφαιρέσει τη συσκευή ή να υποβληθεί σε δεύτερη επέμβαση για επισκευή ή επανατοποθέτηση. Προς το παρόν οι διαφωνίες συνεχίζονται. «Ολοι θέλουμε να βοηθήσουμε τους ασθενείς που υποφέρουν», λέει η Ρέντμπεργκ. «Αλλά αυτός δεν είναι ο σωστός τρόπος».

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT