WSJ: Ο κίνδυνος ενός νέου μεγάλου λάθους στις δημοσκοπήσεις

WSJ: Ο κίνδυνος ενός νέου μεγάλου λάθους στις δημοσκοπήσεις

6' 27" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μόλις καταμετρήθηκαν οι ψήφοι στις προεδρικές εκλογές του 2020, το αποτέλεσμα ήταν ξεκάθαρο: οι δημοσκόποι είχαν κάνει για άλλη μια φορά λάθος.

Οι δημοσκοπήσεις έδειχναν ότι ο Τζο Μπάιντεν έκλεινε την κούρσα πιο δυνατά από τον τότε πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ. Είχε άνετο προβάδισμα 8,4 μονάδων στον τελικό μέσο όρο των εθνικών δημοσκοπήσεων του Fivethirtyeight.com λίγο πριν από τις εκλογές και 7,2 μονάδων στον μέσο όρο των δημοσκοπήσεων της RealClearPolitics.

Ο Μπάιντεν κέρδισε τελικά την εθνική ψήφο με λιγότερο από 4,5 μονάδες, ένα προβάδισμα που μόλις και μετά βίας του επέτρεψε να αποσπάσει τη νίκη στο Κολέγιο των Εκλεκτόρων.

Αν οι δημοσκοπήσεις αστοχήσουν και φέτος στον ίδιο βαθμό, το μικρό προβάδισμα της Χάρις σήμερα θα είναι στην πραγματικότητα προβάδισμα για τον Τραμπ.

Οι δημοσκόποι πέρασαν τα χρόνια μετά το 2020 πειραματιζόμενοι με τρόπους για να προκαλέσουν τη συμμετοχή δύσκολα προσεγγίσιμων ψηφοφόρων σε έρευνες και δοκιμάζοντας τεχνικές που αποσκοπούν στη βελτίωση της ακρίβειας.

Οι γνώμες των ειδικών διίστανται σχετικά με το αν οι δημοσκοπήσεις πρόκειται να επαναλάβουν τα σφάλματα του 2020, που η ένωση των δημοσκόπων χαρακτήρισε την πιο ανακριβή επίδοση των τελευταίων 40 ετών.

Οι νέες εξελίξεις, όπως η στροφή των μαύρων και των Λατινοαμερικανών ψηφοφόρων προς τον Τραμπ και η διάδοση των διαδικτυακών ερευνών, δημιουργούν πιθανές πηγές πρόσθετου σφάλματος. «Οδεύουμε προς μία νέα καταστροφή», δήλωσε ο Τζον Κρόσνικ, πολιτικός επιστήμονας του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ. Μεταξύ άλλων προβλημάτων, πιστεύει ότι πολλές από τις νεότερες, διαδικτυακές έρευνες χρησιμοποιούν μη δοκιμασμένες μεθόδους δειγματοληψίας.

Η Κούρτνεϊ Κένεντι του Pew Research Center έχει παρακολουθήσει τις αλλαγές που έκαναν οι δημοσκόποι τα τελευταία χρόνια και ελπίζει σε βελτίωση.

«Μακάρι να μπορούσα να πω ότι η βιομηχανία των δημοσκοπήσεων έχει κάνει αυτά τα τρία πράγματα για να δώσει σε όλους μας την εμπιστοσύνη ότι οι δημοσκοπήσεις δεν θα υποτιμήσουν την υποστήριξη του Τραμπ ξανά», δήλωσε η Κένεντι, η οποία επιβλέπει τον σχεδιασμό των ερευνών και την επιστήμη των δεδομένων στο Pew. «Αλλά αυτό δεν ισχύει. Οι δημοσκόποι έχουν προσπαθήσει πολύ σκληρά να διορθώσουν το σφάλμα, αλλά δεν υπάρχει εγγυημένη λύση για ένα δύσκολο πρόβλημα».

Η ανάλυση για τις δημοσκοπήσεις του 2020, που διεξήχθη από μια ειδική επιτροπή της Αμερικανικής Ενωσης για την Ερευνα της Κοινής Γνώμης, ήταν γεμάτη δυσοίωνες ειδήσεις.

Οι δημοσκόποι είχαν υποτιμήσει την υποστήριξη των Ρεπουμπλικανών όχι μόνο στην προεδρική κούρσα αλλά και στις εκλογές για τη Γερουσία και για τους κυβερνήτες.

Καμία δημοσκοπική μέθοδος (τηλεφωνική ή διαδικτυακή) δεν αναδείχθηκε ως η πιο αξιόπιστη, αφήνοντας λίγα στοιχεία για τη βελτίωση των ερευνών.

Οι δημοσκόποι είχαν διορθώσει τα προβλήματα που διαστρέβλωσαν ορισμένα αποτελέσματα το 2016, όπως το ότι μίλησαν με πολύ λίγους λευκούς ψηφοφόρους της εργατικής τάξης, τη δημογραφική αυτή ομάδα που στηρίζει περισσότερο από κάθε άλλη τον Τραμπ.

Νέες πηγές σφάλματος είχαν προφανώς εμφανιστεί. Συνολικά, είπε η επιτροπή, οι δημοσκοπήσεις υπερεκτίμησαν την υποστήριξη για τον Μπάιντεν κατά 3,9 ποσοστιαίες μονάδες στην εθνική ψηφοφορία κατά τις δύο τελευταίες εβδομάδες της εκστρατείας.

Αυτό ήταν μια απόκλιση από το 2016, όταν οι εθνικές δημοσκοπήσεις ήταν από τις πιο ακριβείς των τελευταίων 80 ετών, αλλά οι δημοσκοπήσεις σε επίπεδο πολιτειών απέτυχαν να εντοπίσουν σημάδια της ενδεχόμενης νίκης του Τραμπ στο Κολέγιο των Εκλεκτόρων.

Το 2020, η τελευταία, προεκλογική δημοσκόπηση της Wall Street Journal για την προεδρική κούρσα, που διεξήχθη τότε με το NBC News, έδειξε ότι ο Μπάιντεν προηγείτο του Τραμπ κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες. Το αποτέλεσμα πλησίασε να δείξει το πραγματικό επίπεδο υποστήριξης του Μπάιντεν (κέρδισε το 51,25% της εθνικής ψήφου, έναντι 52% στην έρευνα) αλλά υποτίμησε το τελικό ποσοστό 47% του Τραμπ κατά περίπου 5 ποσοστιαίες μονάδες.

Μια μετεκλογική ανάλυση διαπίστωσε ότι η δημοσκόπηση υποεκτίμησε το ποσοστό των λευκών ψηφοφόρων και των ψηφοφόρων μεγαλύτερης ηλικίας που τελικά ψήφισαν, μεταξύ άλλων λαθών, και υπερεκτίμησε την υποστήριξη του Μπάιντεν στις αστικές περιοχές σε σύγκριση με τα πραγματικά αποτελέσματα. Οι δημοσκόποι του NBC έλαβαν μέτρα για να αντιμετωπίσουν αυτά τα ζητήματα.

Οι δημοσκόποι είναι πρόθυμοι να επισημάνουν τα όρια των δικών τους δυνατοτήτων. Αν και οι έρευνες φέτος αποκαλύπτουν σημαντικά, ανθεκτικά αποτελέσματα, καμία δημοσκόπηση δεν μπορεί να ανιχνεύσει με απόλυτη ακρίβεια αν οι ψηφοφόροι, την ημέρα των εκλογών, θα προτιμήσουν τον έναν ή τον άλλο υποψήφιο στις πολιτείες όπου το αποτέλεσμα θα κριθεί από ένα μικρό κομμάτι του εκλογικού σώματος.

Επιπλέον, το 2020 παρουσίασε κάποιες ασυνήθιστες συνθήκες. Ο Covid ώθησε ορισμένες πολιτείες να διευκολύνουν την ψηφοφορία. Η πρόωρη ψηφοφορία έγινε πιο δημοφιλής και η συμμετοχή έφτασε σε ιστορικά υψηλά επίπεδα.

Οι δημοσκόποι μετά το 2020 συνειδητοποίησαν ότι έπρεπε να εργαστούν σκληρότερα για να έρθουν σε επαφή με τους δύσκολα προσβάσιμους ψηφοφόρους και να εξασφαλίσουν το σωστό μείγμα ερωτηθέντων.

Ακόμη κι αν είχαν αρκετούς Ρεπουμπλικανούς στις έρευνές τους, οι πιο ενθουσιώδεις ψηφοφόροι του Τραμπ ήταν και αυτοί που ήταν λιγότερο πιθανό να λάβουν μέρος σε δημοσκοπήσεις.

Ενώ οι δημοσκόποι κόπιασαν για να συμπεριλάβουν περισσότερους λευκούς ψηφοφόρους της εργατικής τάξης, οι ψηφοφόροι αυτής της ομάδας μπορεί να περιλαμβάνουν πάρα πολλούς που εργάζονται σε γραφεία και πολύ λίγους που εργάζονται σε τομείς όπως οι κατασκευές, γεγονός που θα μπορούσε να αλλοιώσει τα αποτελέσματα.

Τώρα, πολλοί δημοσκόποι χρησιμοποιούν πολλαπλές τεχνικές για να προσεγγίσουν τους ψηφοφόρους, όχι μόνο μέσω σταθερών και κινητών τηλεφώνων, αλλά στέλνοντας μηνύματα και καλώντας τους να συμμετάσχουν σε διαδικτυακή έρευνα ή σε εξ επαφής συνέντευξη.

Ορισμένοι, συμπεριλαμβανομένης της Pew, στρέφονται σε μια παλιά μορφή επικοινωνίας. Προσεγγίζουν ορισμένους ερωτηθέντες μέσω ταχυδρομείου και τους καλούν να συμπληρώσουν τις έρευνες σε χαρτί, αν δεν θέλουν να πάνε στο διαδίκτυο.

Ολοι οι δημοσκόποι προσαρμόζουν στατιστικά το δείγμα των ψηφοφόρων στις έρευνές τους σε μια προσπάθεια να διασφαλίσουν ότι το δείγμα ταιριάζει με το δημογραφικό μείγμα των ψηφοφόρων σε μια πολιτεία, ανάλογα με τη δημοσκόπηση, ή με το μείγμα των ενηλίκων όπως καταγράφεται από την απογραφή. Η Pew διαπίστωσε ότι η προσαρμογή ενός δείγματος σε μεγαλύτερο αριθμό μεταβλητών μπορεί να βελτιώσει τα αποτελέσματα και ορισμένοι δημοσκόποι έχουν αρχίσει να το κάνουν.

Ο Σκοτ Τράντερ, διευθυντής δεδομένων στην Decision Desk HQ, δήλωσε ότι ορισμένες από τις φετινές εξελίξεις που έσπασαν τις τάσεις, όπως η στροφή των Λατίνων και των μαύρων ψηφοφόρων προς τον Τραμπ, θα μπορούσαν να προκαλέσουν νέα προβλήματα. Ακόμη και αν οι δημοσκόποι εντοπίσουν τη μετατόπιση των εκλογικών προτιμήσεων μεταξύ αυτών των ψηφοφόρων, ο προσδιορισμός του πόσοι θα ψηφίσουν πραγματικά παραμένει δύσκολος.

Παρομοίως, ένα κύμα γυναικών των προαστίων που υποστηρίζουν τα δικαιώματα στην άμβλωση και εκτιμάται ότι θα στραφεί υπέρ της Χάρις, είναι δύσκολο να προβλεφθεί με ακρίβεια από έναν δημοσκόπο.

Ως εκ τούτου, ο Τράντερ εκτιμά ότι αναμένει το σφάλμα των δημοσκοπήσεων να είναι περίπου στο ίδιο μέγεθος όπως στο πρόσφατο παρελθόν. Δεν ξέρει όμως αν θα υποτιμηθεί η υποστήριξη προς τον Τραμπ ή προς την υποψήφια των Δημοκρατικών, όπως έκαναν οι δημοσκοπήσεις το 2012, κατά τη διάρκεια της εκστρατείας επανεκλογής του τότε προέδρου Μπαράκ Ομπάμα.

«Είναι σαν τον τροχό της ρουλέτας», δήλωσε και συμπλήρωσε: «Επειδή έδειξε κόκκινο χρώμα τις δύο τελευταίες φορές, δεν σημαίνει ότι θα δείξει κόκκινο χρώμα και αυτή τη φορά».

Οι δημοσκόποι εξακολουθούν να συζητούν για το αν ο ίδιος ο Τραμπ ασκεί μια μοναδική δύναμη στους ψηφοφόρους, την οποία οι δημοσκόποι δεν έχουν ακόμη καταφέρει να προσεγγίσουν. Ενώ οι πολιτειακές δημοσκοπήσεις ήταν εκτός πραγματικότητας το 2016 και οι εθνικές δημοσκοπήσεις έπεσαν έξω το 2020, οι δημοσκοπήσεις θεωρήθηκαν γενικά ακριβείς στις ενδιάμεσες εκλογές του 2022.

Ορισμένοι εκτιμούν ότι οι υποστηρικτές του Τραμπ εμπιστεύονται λιγότερο τους θεσμούς κι άρα είναι λιγότερο πιθανό να λάβουν μέρος σε έρευνες, ενώ άλλοι μπορεί να είναι επιφυλακτικοί στο να πουν στους δημοσκόπους την πραγματική τους επιλογή για τον υποψήφιο.

Η Κένεντι δήλωσε πως υπάρχουν ενδείξεις σε ορισμένες πρόσφατες δημοσκοπήσεις, ότι οι ψηφοφόροι του Τραμπ στην πραγματικότητα δεν αποκρύπτουν την πρόθεση της ψήφου τους, τουλάχιστον φέτος: «Οι εγγεγραμμένοι ως Ρεπουμπλικανοί ήταν το ίδιο πιθανό με τους εγγεγραμμένους Δημοκρατικούς, αν όχι περισσότερο, να συμμετάσχουν σε ορισμένες έρευνες. Εχει γίνει νορμάλ το να στηρίζεις τον Τραμπ, οπότε ελπίζω ότι η πρόθεση ψήφου θα είναι πιο ακριβής».

Πηγή: WSJ

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT