Nέα Υόρκη, 1969. Ενα πράσινο Oldsmobile του 1959 παρκάρει σε έναν από τους δρόμους του κακόφημου Μπρονξ. Οι πόρτες του ανοίγουν και οι δύο άνδρες που επιβαίνουν σε αυτό βγαίνουν έξω, αφαιρούν τις πινακίδες κυκλοφορίας του και ανοίγουν το καπό, θέλοντας να το κάνουν να μοιάζει κλεμμένο ή παρατημένο. Επειτα, μπαίνουν σε ένα παρακείμενο κτίριο και, κρυμμένοι πίσω από το παράθυρο, παρακολουθούν.
Δεν είναι όμως αστυνομικοί ή πράκτορες, αλλά ψυχολόγοι. Κάνουν ένα πείραμα: θέλουν να δουν τις αντιδράσεις των περαστικών μπροστά στη θέα ενός αφύλακτου, εγκαταλελειμμένου αυτοκινήτου – και δεν χρειάζεται να περιμένουν πολύ. Εντός δέκα λεπτών, το όχημα αρχίζει να δέχεται… επισκέψεις και, επί 26 ώρες, μια σταθερή παρέλαση βανδάλων αφαιρεί και κλέβει κάθε κομμάτι του που μπορεί να έχει αξία. Αυτό που προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη είναι ότι το μεγαλύτερο μέρος της απογύμνωσης γίνεται μέσα στο φως της ημέρας και από καλοντυμένους, ευπρεπείς ανθρώπους της μεσαίας τάξης…
Στην άλλη άκρη της χώρας και σε μια γειτονιά της «καλής κοινωνίας», στο Πάλο Αλτο της Καλιφόρνιας, η ερευνητική ομάδα εγκαταλείπει ένα άλλο αυτοκίνητο. Επί μία εβδομάδα, οι ψυχολόγοι δεν βλέπουν κανέναν να το αγγίζει. Οταν όμως παίρνουν ένα σφυρί και σπάνε ένα παράθυρο, εντός ολίγων ωρών ξεσπάει μια λαίλαπα βανδαλισμού.
Αυτή η σοβαρή εκδοχή της «candid camera» ήταν ένα από τα πολλά τολμηρά κοινωνικά πειράματα των οποίων ηγήθηκε στην πλούσια καριέρα του ο ψυχολόγος και ακαδημαϊκός Φίλιπ Ζιμπάρντο, ο οποίος έφυγε από τη ζωή στις 14 Οκτωβρίου, σε ηλικία 91 ετών.
Γεννημένος στη Νέα Υόρκη στις 23 Μαρτίου του 1933, μεγάλωσε στο Μπρονξ μαζί με άλλα τρία αδέλφια σε μια φτωχή οικογένεια από τη Σικελία – μια σκληρή ανατροφή, που, όπως θα έλεγε χρόνια αργότερα, επηρέασε τον τρόπο σκέψης και τις έρευνές του. Στο γυμνάσιο, δημιούργησε μια διά βίου φιλία με τον συμμαθητή του Στάνλεϊ Μίλγκραμ, που έγινε επίσης γνωστός ψυχολόγος.
Σπούδασε ψυχολογία στο Brooklyn College και έπειτα στο Γέιλ, όπου απέκτησε μεταπτυχιακό τίτλο στην πειραματική ψυχολογία το 1955 και διδακτορικό στην κοινωνική ψυχολογία το 1959. Αφού δίδαξε στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και στο Κολούμπια, εντάχθηκε στην ακαδημαϊκή ομάδα του Στάνφορντ το 1968, όπου σύντομα έγινε περιζήτητος ανάμεσα στους σπουδαστές, οι οποίοι έκαναν ουρές για να παρακολουθήσουν τις διαλέξεις του. Ηταν ένας από αυτούς τους Αμερικανούς ακαδημαϊκούς που συνέχιζαν την παράδοση φωτισμένων καθηγητών όπως ο φυσικός Ρίτσαρντ Φάινμαν, που είχε γράψει Ιστορία με τις διαλέξεις του στο Πανεπιστήμιο Κάλτεκ στις αρχές του ’60, που συνδύαζαν συναρπαστικό περιεχόμενο με ακαταμάχητη παρουσίαση.
Με βάση τις παρατηρήσεις του κατά τα πειράματα των εγκαταλελειμμένων οχημάτων στο Μπρονξ και στο Πάλο Αλτο, πρότεινε τη θεωρία του «σπασμένου παραθύρου». Σύμφωνα με αυτήν, φαινόμενα καταστροφικής και εγκληματικής συμπεριφοράς προκαλούν μια χιονοστιβάδα από άλλα τέτοια παρόμοια φαινόμενα, δημιουργώντας καταστάσεις που μπορούν να μετατρέψουν εντός ολίγων δευτερολέπτων έναν νομοταγή πολίτη σε μικροεγκληματία. Ο Ζιμπάρντο είδε πώς εντός ενός κοινωνικού πλαισίου όπου οι κανόνες και οι νόμοι καταλύονται, είναι πολύ πιο πιθανό να υποπέσουμε σε συμπεριφορές που υπό άλλες συνθήκες θα θεωρούσαμε αδιανόητες. Επιπλέον, συμπέρανε ότι η ανωνυμία που έχει κανείς μέσα σε μια μεγαλούπολη ενθαρρύνει την καταστροφική συμπεριφορά, η οποία αντιθέτως αποθαρρύνεται από την αίσθηση της κοινότητας, ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο οι βάνδαλοι αισθάνονται ότι όποιος παρακολουθεί την πράξη τους, τους αποδοκιμάζει.
Αυτό όμως που στάθηκε εμβληματικό στην καριέρα του ήταν το πείραμα της φυλακής του Στάνφορντ, που πραγματοποίησε το 1971, κατά το οποίο διάλεξε δεκαοκτώ φοιτητές να συμμετάσχουν σε μια προσομοίωση συνθηκών φυλακής, και για δύο εβδομάδες να αναλάβουν ρόλους κρατουμένων ή δεσμοφυλάκων. Το πείραμα διεξήχθη σε μια εικονική φυλακή στο υπόγειο του κτιρίου του τμήματος ψυχολογίας του πανεπιστημίου και κράτησε μόνον έξι ημέρες, καθώς κλιμακώθηκε γρήγορα εκτός ελέγχου, με κάποιους φοιτητές-κρατούμενους να κακοποιούνται απάνθρωπα από συναδέλφους τους που είχαν τον ρόλο του δεσμοφύλακα. Σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του εμπνευστή του, το εγχείρημα έδειξε πώς «συνηθισμένοι φοιτητές κολεγίου μπορούν να κάνουν τρομερά πράγματα».
Ο Ζιμπάρντο είδε πτυχές της ανθρώπινης συμπεριφοράς στη φυλακή να εμφανίζονται και σε άλλους χώρους και τομείς της κοινωνικής ζωής, από τα σχολεία έως τους γάμους – μέχρι και σε συναισθήματα, όπως η ντροπαλότητα. Σε ένα άρθρο που έγραψε το 1975 αναφέρει ότι «η ντροπαλότητα γίνεται μια μορφή φυλάκισης, στην οποία το άτομο παίζει τόσο τον ρόλο του φρουρού, που επιβάλλει συνεχώς περιοριστικούς κανόνες, όσο και τον ρόλο του κρατούμενου, που τους ακολουθεί υποτακτικά». Απότοκο αυτών των συλλογισμών του ήταν η πρωτοποριακή «Κλινική Ντροπαλότητας» (Stanford Shyness Clinic), που ίδρυσε στα τέλη της δεκαετίας του ’70 με στόχο να θεραπεύσει το συναίσθημα της συστολής σε ενηλίκους και παιδιά.
Και ενώ γοητεύτηκε από το σκοτάδι της ψυχής, εξίσου αναζήτησε και το φως. Σε ένα άρθρο που έγραψε το 2006, αναρωτιόταν: «Είναι άραγε πιθανό οι ηρωικές πράξεις να είναι κάτι που μπορεί να εκτελέσει ο καθένας, αν υπάρχουν οι σωστές συνθήκες;». Το ερώτημα τον ενέπνευσε να ιδρύσει το Heroic Imagination Project, έναν μη κερδοσκοπικό οργανισμό που έχει σκοπό να προετοιμάζει τους ανθρώπους να βοηθούν τους άλλους σε στιγμές ανάγκης και να προωθεί τον καθημερινό ηρωισμό.
Το 2002, ο Φίλιπ Ζιμπάρντο εξελέγη πρόεδρος της Αμερικανικής Ψυχολογικής Εταιρείας, η οποία το 2012 του απένειμε το Χρυσό Μετάλλιο για το Επίτευγμα Ζωής στην Επιστήμη της Ψυχολογίας. Ανάμεσα στις πολλές διακρίσεις που κέρδισε ήταν και το βραβείο του Ιδρύματος Havel το 2006 για το συνολικό ερευνητικό έργο του πάνω στην ανθρώπινη κατάσταση, καθώς και το βραβείο Kurt Lewin το 2015 για τη συμβολή του στις κοινωνικές επιστήμες.
«Μάλλον πιστεύετε ότι έχετε μια σταθερή προσωπικότητα μέσα στον χρόνο και στον χώρο, αλλά αυτό είναι πολύ πιθανό να μην είναι αλήθεια», είχε γράψει. «Δεν είστε ο ίδιος άνθρωπος όταν εργάζεστε μόνος σας και όταν δουλεύετε ως μέλος μιας ομάδας, σε ένα ρομαντικό περιβάλλον και σε ένα εκπαιδευτικό, όταν είστε μαζί με στενούς φίλους ή μέσα σε ένα ανώνυμο πλήθος». «Οποιοσδήποτε», είχε πει ο δρ Ζιμπάρντο στους φοιτητές του Πανεπιστημίου Fordham κατά τη διάρκεια μιας διάλεξής του το 2013, «μπορεί να γίνει κακός».