Στην εκπομπή του στο CNN έχει φιλοξενήσει τον Μπάιντεν, τον Ομπάμα, τον Νετανιάχου ακόμη και τον Βλαντιμίρ Πούτιν. Τα βιβλία του γίνονται μπεστ-σελερ. Και η στήλη του στην Ουασιγκτον Ποστ αποτελεί ένα από τα σημεία αναφοράς του αμερικανικού Τύπου. Ο Φαρίντ Ζακάρια είναι μια από τις πιο αναγνωρίσιμες φυσιογνωμίες της διεθνούς δημοσιογραφίας. Η «Κ» μίλησε μαζί του μέσω τηλεδιάσκεψης λίγες ημέρες πριν από τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ.
– Φαίνεται ότι σας απασχολούν ιδιαίτερα ο φυλετισμός και η πόλωση στις ΗΠΑ. Πόσο σοβαρή είναι η κατάσταση;
– Πολιτικοί επιστήμονες και μελετητές έχουν ασχοληθεί με το θέμα και έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, βάσει αντικειμενικών μετρήσεων, η πόλωση στις ΗΠΑ δεν ήταν ποτέ τόσο έντονη μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο. Η κατάσταση είναι αρκετά σοβαρή και παραλύει τη διαδικασία λήψης πολιτικών αποφάσεων. Στο παρελθόν, οι πολιτικοί ξεχώριζαν επιτυγχάνοντας στόχους, συνήθως μέσω διακομματικής συνεργασίας. Γινόσουν γνωστός για τα νομοσχέδια που έφερνες, τα οποία συνήθως απαιτούσαν την υποστήριξη και των δύο πλευρών. Σήμερα, σε μεγάλο βαθμό λόγω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, οι πολιτικοί αποκτούν φήμη με διαφορετικούς τρόπους. Πρωτοεμφανιζόμενοι βουλευτές, όπως η Μάρτζορι Τέιλορ Γκριν ή η Αλεξάντρια Οκάζιο – Κόρτεζ, με ελάχιστη εμπειρία και χωρίς νομοθετικά επιτεύγματα, γίνονται γνωστοί αρνούμενοι να συμβιβαστούν. Αυτό τους προσφέρει προβολή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τους βοηθά να συγκεντρώσουν χρήματα για το κόμμα τους. Επειδή, λοιπόν, η πόλωση είναι τόσο έντονη, τα κίνητρα πλέον ευνοούν τη μη συνεργασία με την άλλη πλευρά.
– Αν το εκλογικό αποτέλεσμα είναι οριακό, ανησυχείτε ότι θα μπορούσαμε να δούμε ξανά γεγονότα όπως αυτά της 6ης Ιανουαρίου ή, ακόμη και το ενδεχόμενο κάποιας εμφύλιας σύρραξης;
– Δεν ανησυχώ τόσο πολύ για την βία που συζητείται—πιστεύω ότι είναι υπερβολή, και ειλικρινά, οι ΗΠΑ μπορούν να διαχειριστούν καλά τέτοιες καταστάσεις. Ωστόσο, αν ο Τραμπ χάσει και δεν αποδεχθεί το αποτέλεσμα, φοβάμαι ότι θα δούμε μια σειρά από αγωγές, με κρατικούς αξιωματούχους να ισχυρίζονται ότι έγινε νοθεία. Μπορεί ακόμη και να προτείνουν εναλλακτικούς αντιπροσώπους, και αυτοί θα πάνε στο Κογκρέσο. Και μην ξεχνάμε ότι θα είναι το νεοεκλεγμένο Κογκρέσο. Εάν, τόσο η Βουλή όσο και η Γερουσία, ελέγχονται από τους Ρεπουμπλικάνους, τι θα συμβεί τότε; Αυτό είναι που με ανησυχεί, διότι θα μπορούσε να οδηγήσει σε πλήρη παράλυση της λειτουργίας της κυβέρνησης των ΗΠΑ και να υπονομεύσει τη νομιμότητα του συστήματος. Στο τέλος, πιθανόν τα δικαστήρια θα δώσουν τη λύση, αλλά αυτό θα γίνει με βαρύ κόστος για την αξιοπιστία του συστήματος, τόσο για τους Αμερικανούς όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο, δημιουργώντας ένα ανησυχητικό θέαμα.
– Τι σημαίνει αυτό για τη θέση των ΗΠΑ στον κόσμο; Κάποτε αποτελούσαν φάρο θεσμικής ακεραιότητας και δημοκρατίας.
– Είναι λυπηρό γιατί αυτό συμβαίνει σε μια εποχή που οι ΗΠΑ είναι οικονομικά ισχυρότερες από ποτέ. Σε τομείς όπως η τεχνολογία, η τεχνητή νοημοσύνη, η κβαντική πληροφορική, η βιοτεχνολογία και η εξερεύνηση του διαστήματος, οι ΗΠΑ βρίσκονται πολύ μπροστά από τον υπόλοιπο κόσμο. Δείτε εταιρείες όπως η Nvidia, η Microsoft ή η Apple – η χρηματιστηριακή αξία της Apple, για παράδειγμα, είναι μεγαλύτερη από ολόκληρο το γερμανικό χρηματιστήριο. Η συνολική αξία των επτά κορυφαίων αμερικανικών εταιρειών τεχνολογίας είναι μεγαλύτερη από τα χρηματιστήρια της Βρετανίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ιταλίας, της Ιαπωνίας και του Καναδά μαζί. Και όμως, παρά την οικονομική και τεχνολογική υπεροχή, το πολιτικό σύστημα εμφανίζεται δυσλειτουργικό και ανίκανο να επιλύσει διαφορές. Πιστεύω πως αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον τρόπο που ο Ντόναλντ Τραμπ έχει εργαλειοποιήσει αυτά τα ζητήματα. Είναι θεμιτό να υπάρχουν ισχυρές διαφωνίες, αλλά ο Τραμπ επιτίθεται στους θεσμούς — δικαστήρια, εκλογικές επιτροπές — κάτι που υπονομεύει την εμπιστοσύνη στο σύστημα συνολικά.
– Από γεωπολιτικής άποψης, μιλάτε συχνά για το τέλος της Pax Americana. Πιστεύετε ότι βρισκόμαστε πλέον σε αυτό το σημείο, ανεξάρτητα από το ποιος θα κερδίσει;
– Ναι, αλλά επιτρέψτε μου να το εξηγήσω. Οι ΗΠΑ παραμένουν κυρίαρχες, τόσο οικονομικά -η κορυφαία οικονομική δύναμη στον κόσμο- όσο και στρατιωτικά. Αλλά η ισχύς πρέπει να μεταφράζεται σε επιρροή – να μπορείς να διαμορφώνεις τα γεγονότα επί τόπου και να οδηγείς τις άλλες χώρες να δρουν σύμφωνα με τους στόχους σου. Εκεί ακριβώς οι ΗΠΑ έχουν χάσει έδαφος. Όταν μιλάω για έναν μετά-αμερικανικό κόσμο, δεν αναφέρομαι στην παρακμή της αμερικανικής ισχύος, αλλά περισσότερο στην άνοδο των υπολοίπων.
Δείτε χώρες όπως η Κίνα και η Ρωσία, αλλά και μεσαίες δυνάμεις όπως η Ινδία, η Βραζιλία, η Ινδονησία, η Τουρκία, η Σαουδική Αραβία και η Ελλάδα. Αυτά τα έθνη έχουν πλέον μεγαλύτερη δύναμη και ικανότητα, και διεκδικούν μεγαλύτερο ρόλο στη διεθνή σκηνή. Η Ελλάδα είναι μέρος της Ευρώπης και γενικά φιλοαμερικανική, αλλά κοιτάξτε την Τουρκία. Πριν από τριάντα χρόνια, ήταν μια στρατιωτική δικτατορία με προβληματική οικονομία, την οποία οι ΗΠΑ στήριζαν συνεχώς. Τώρα, υπό τον Ερντογάν, η Τουρκία έχει αποκτήσει πολιτική αυτοπεποίθηση και ισχύ, αψηφώντας συστηματικά τόσο τις ΗΠΑ όσο και την Ευρώπη. Και αυτό δεν είναι μεμονωμένο φαινόμενο – η Σαουδική Αραβία επιδιώκει τα δικά της συμφέροντα, και η Βραζιλία χαράζει τη δική της πορεία.
Ζούμε πλέον αυτό που αποκαλώ «άνοδο των υπολοίπων». Επί 400 χρόνια, είχαμε την άνοδο της Δύσης (Rise of the West), τώρα έχουμε την άνοδο των υπολοίπων (Rise of the rest). Αυτό κάνει τον κόσμο πολύ πιο περίπλοκο, πολυπολικό, και δεν μπορείς να επιβάλεις τις απόψεις σου σε άλλες χώρες – πρέπει να τις πείσεις. Αυτά τα έθνη έχουν μια ξεκάθαρη αίσθηση των δικών τους συμφερόντων. Για παράδειγμα, ορισμένοι μπορεί να θεωρούν ότι η Ινδία είναι φιλοαμερικανική λόγω της αντιπαλότητάς της με την Κίνα. Ωστόσο, δείτε πώς λειτουργεί: αγοράζει ρωσικό πετρέλαιο και όπλα, και δεν έχει καταδικάσει την εισβολή στην Ουκρανία. Η Ινδία παίζει το δικό της παιχνίδι. Αν το πολλαπλασιάσουμε αυτό επί 10 ή 15 χώρες, έχουμε τον νέο κόσμο τον οποίο πλέον αντιμετωπίζουμε.
Οι ΗΠΑ είναι οικονομικά ισχυρότερες από ποτέ. Και όμως, παρά την οικονομική και τεχνολογική υπεροχή, το πολιτικό σύστημα εμφανίζεται δυσλειτουργικό και ανίκανο να επιλύσει διαφορές. Είναι θεμιτό να υπάρχουν ισχυρές διαφωνίες, αλλά ο Τραμπ επιτίθεται στους θεσμούς –δικαστήρια, εκλογικές επιτροπές–, κάτι που υπονομεύει την εμπιστοσύνη στο σύστημα συνολικά.
– Αν ο Πούτιν κερδίσει στην Ουκρανία ή αν ο Νετανιάχου συνεχίσει κάποιες από τις τρέχουσες πολιτικές του Ισραήλ, μήπως αυτό σηματοδοτεί την κατάρρευση της παγκόσμιας τάξης, με τις ΗΠΑ να μην είναι πλέον σε θέση να επιβάλουν οποιαδήποτε τάξη, όπως έκαναν μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο;
– Νομίζω ότι αυτό είναι σε μεγάλο βαθμό σωστό, αλλά θα ήθελα να κάνω κάποιες επισημάνσεις. Πρώτον, πολλοί αναπολούν μια εποχή αμερικανικής επιρροής που στην πραγματικότητα δεν ήταν τόσο ισχυρή όσο θυμούνται. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι ΗΠΑ είχαν σημαντική επιρροή και συνέβαλαν στη δημιουργία θεσμών όπως ο ΟΗΕ, το Σύστημα του Μπρέτον Γουντς, το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα. Ωστόσο, η Σοβιετική Ενωση γρήγορα διαμαρτυρήθηκε, αυτομόλησε και εμπόδισε πολλούς από αυτούς τους θεσμούς να λειτουργήσουν αποτελεσματικά για σχεδόν μισό αιώνα. Ο ΟΗΕ, για παράδειγμα, παρέλυσε σε μεγάλο βαθμό κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, επειδή η Σοβιετική Ένωση και η κομμουνιστική Κίνα ασκούσαν βέτο στα πάντα. Επομένως, δεν πρέπει να θυμόμαστε έναν κόσμο που δεν υπήρχε στην πραγματικότητα. Μετά την πτώση του κομμουνισμού το 1989, τα πράγματα βελτιώθηκαν σημαντικά. Ομως, τώρα απομακρυνόμαστε από αυτή τη χρυσή εποχή της διεθνούς συνεργασίας. Τη δεκαετία του 1990, η Ρωσία και η Κίνα συνεργάστηκαν με τις ΗΠΑ για την παρακολούθηση του οπλικού προγράμματος της Βόρειας Κορέας και η Μόσχα υποστήριξε τον πρώτο Πόλεμο του Κόλπου. Ήταν μια περίοδος στενής συνεργασίας, που είναι πλεόν παρελθόν.
Η Ελλάδα, ως κεντρικός παίκτης, πρέπει να κατανοήσει πλήρως την πρόκληση που αντιμετωπίζουμε. Ο συνασπισμός που αντιτίθεται στη ρωσική επιθετικότητα στην Ουκρανία -οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ευρώπη, η Ιαπωνία, η Αυστραλία, η Σιγκαπούρη- αντιπροσωπεύει το 65% του παγκόσμιου ΑΕΠ και το 80% των παγκόσμιων στρατιωτικών δαπανών. Μπορεί όμως αυτός ο συνασπισμός να παραμείνει ενωμένος; Μπορεί να δράσει με αποφασιστικότητα και υπομονή; Ο Πούτιν στοιχηματίζει ότι, ενώ αυτές οι χώρες είναι πλουσιότερες και ισχυρότερες, ο ίδιος έχει μεγαλύτερη αντοχή. Ετσι, η πρόκληση δεν αφορά μόνο την Αμερική. Η πραγματική πρόκληση είναι αν ο ελεύθερος κόσμος μπορεί να παραμείνει ενωμένος και να συνεχίσει να ασκεί πίεση. Όπως είδαμε στον Ψυχρό Πόλεμο και στον Πόλεμο κατά της Τρομοκρατίας, οι αντίπαλοι της ελευθερίας σπάνια είναι τόσο ισχυροί όσο φαίνονται. Αν ο ελεύθερος κόσμος καταφέρει να διατηρήσει την πίεση, πιστεύω ότι στο τέλος θα επικρατήσει.
– Τι θα συμβεί αν επανεκλεγεί ο Τραμπ; Θα ισχύουν όλες αυτές οι υποθέσεις; Πόσο διαφορετική θα είναι η εξωτερική του πολιτική, για παράδειγμα, όσον αφορά την Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή;
– Ο Τραμπ είναι απρόβλεπτος. Είναι ένας απόλυτος ναρκισσιστής. Οι αποφάσεις του βασίζονται στο τι τον ωφελεί προσωπικά. Για παράδειγμα, στην πρώτη του θητεία, ποιος θα μπορούσε να προβλέψει ότι ο Τραμπ, ένας σκληροπυρηνικός Ρεπουμπλικανός απομονωτιστής, θα ανέπτυσσε μια τόσο φιλική σχέση με τον Κιμ Γιονγκ Ουν και θα προσπαθούσε να μεσολαβήσει για μια συμφωνία μαζί του; Κανείς. Γιατί όμως συνέβη αυτό; Πιθανότατα επειδή κάποιος τον έπεισε ότι θα μπορούσε να κερδίσει το Νόμπελ Ειρήνης αν σύναπτε συμφωνία με τη Βόρεια Κορέα. Οποιοσδήποτε ειδικός θα έλεγε ότι αυτό ήταν εξαιρετικά απίθανο, καθώς οι Βορειοκορεάτες δεν πρόκειται να εγκαταλείψουν τα πυρηνικά τους όπλα, που αποτελούν την ασφάλεια του Κιμ Γιονγκ Ουν. Παρόλα αυτά, ο Τραμπ το επιδίωξε. Αν ήμουν στη θέση του Ζελένσκι, θα προσπαθούσα να πείσω τον Τραμπ ότι θα μπορούσε να κερδίσει το Νόμπελ Ειρήνης με μια έντιμη ειρηνευτική συμφωνία που θα διασφάλιζε την Ουκρανία ως δημοκρατική χώρα ευθυγραμμισμένη με τη Δύση.
Αλλά η γενικότερη κοσμοθεωρία του Τραμπ είναι ανησυχητική. Από το 1945, όλοι οι πρόεδροι των ΗΠΑ έχουν κατανοήσει τη σημασία της παγκόσμιας αμερικανικής δέσμευσης, ακόμη και αν υπήρχαν διαφωνίες για τη φύση αυτής της δέσμευσης. Ο Τραμπ δεν συμμερίζεται αυτή την πεποίθηση. Δεν φαίνεται να αντιλαμβάνεται ότι η παγκόσμια δέσμευση της Αμερικής είναι αυτό που έχει διατηρήσει την ειρήνη και έχει δημιουργήσει έναν ανοιχτό κόσμο όπου πολλές χώρες έχουν ευημερήσει, μαζί με την ίδια την Αμερική, τόσο τεχνολογικά όσο και οικονομικά. Είναι ένας προστατευτιστής και εθνικιστής που δεν βλέπει την αξία των συμμαχιών, ειδικά με την Ευρώπη. Αυτό με ανησυχεί. Ωστόσο, γύρω του υπάρχουν άνθρωποι όπως ο Μάικ Πομπέο, οι οποίοι είναι πιο διεθνιστές και επικεντρωμένοι στην Ευρώπη. Ο Πομπέο είναι υποστηρικτής της Ουκρανίας και θεωρεί ότι η ρωσική επιθετικότητα δεν πρέπει να επισημοποιηθεί, να νομιμοποιηθεί ή να δικαιολογηθεί με κανέναν τρόπο.
– Φαίνεται ότι το μόνο στο οποίο συμφωνούν Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι είναι η πολιτική απέναντι στην Κίνα. Πιστεύετε ότι μια σύγκρουση για την Ταϊβάν είναι αναπόφευκτη τα επόμενα δύο ή τρία χρόνια;
– Δεν νομίζω ότι είναι αναπόφευκτη. Αν εξετάσουμε τον παγκόσμιο χάρτη, θα δούμε ότι υπάρχουν τρια κύρια πεδία όπου αμφισβητείται η τάξη που εγκαθιδρύθηκε το 1945 ή το αμερικανοκεντρικό σύστημα ασφαλείας. Το κυριότερο είναι η ωμή επιθετικότητα της Ρωσίας στην Ουκρανία, που επιδιώκει να ανατρέψει τη θεμελιώδη αρχή ότι η εδαφική κατάκτηση δια της βίας δεν είναι αποδεκτή. Το δεύτερος είναι στη Μέση Ανατολή, όπου το Ιράν χρησιμοποιεί τους αντιπροσώπους του – τη Χεζμπολάχ, τους Χούθι, τη Χαμάς και τις πολιτοφυλακές στη Συρία και το Ιράκ – για να αποσταθεροποιήσει την δομή ασφαλείας υπό αμερικανική ηγεσία, πιέζοντας το Ισραήλ, τη Σαουδική Αραβία, τα ΗΑΕ, το Μπαχρέιν και άλλα μετριοπαθή αραβικά κράτη, που μαζί με το Ισραήλ αποτελούν πυλώνες αυτής της τάξης.
Το τρίτο πεδίο εντοπίζεται στην Ασία, όπου η Κίνα, με πιο στρατηγική και σταδιακή προσέγγιση, προσπαθεί να αντικαταστήσει τις ΗΠΑ ως κυρίαρχη δύναμη, χρησιμοποιώντας την οικονομική και στρατιωτική της ισχύ. Σε αντίθεση με τη Ρωσία και το Ιράν, που είναι καθεστώτα που επωφελούνται από την αστάθεια και την άνοδο των τιμών του πετρελαίου, η Κίνα έχει συμφέρον από τη διατήρηση του σημερινού συστήματος, καθώς έχει ευημερήσει χάρη στην παγκοσμιοποίηση και το ελεύθερο εμπόριο. Επομένως, μπορούμε να επικαλεστούμε το προσωπικό συμφέρον της Κίνας, τονίζοντας ότι η αποσταθεροποίηση της παγκόσμιας τάξης δεν την εξυπηρετεί – αυτό που πραγματικά πρέπει να επιδιώκει είναι μεγαλύτερη επιρροή μέσα στο υπάρχον σύστημα.
Ωστόσο, αυτό απαιτεί από τις ΗΠΑ και τη Δύση να αναγνωρίσουν ότι η Κίνα, ως η δεύτερη πλουσιότερη χώρα, έχει νόμιμα συμφέροντα. Δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως δύναμη τρίτης κατηγορίας της οποίας οι φιλοδοξίες απορρίπτονται αυτόματα ως παράνομες. Πιστεύω ότι αν καταφέρουμε να επιτύχουμε μια ισορροπία αποτροπής – διασφαλίζοντας ότι η Κίνα δεν θα μπορέσει να εισβάλει στην Ταϊβάν και ξεκαθαρίζοντας ότι μια τέτοια ενέργεια θα προκαλέσει μαζική δυτική αντίδραση – μπορούμε να αποφύγουμε τη σύγκρουση. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να καταστήσουμε σαφές στην Κίνα ότι, αν επιθυμεί να αποκτήσει μεγαλύτερη επιρροή εντός του συστήματος, αυτό είναι νόμιμο δικαίωμά της, και πρέπει να συμβάλει στην παγκόσμια σταθερότητα.
Η εξεύρεση αυτής της ισορροπίας μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων, οι οποίες γίνονται ολοένα και πιο καχύποπτες η μία προς την άλλη, δεν θα είναι εύκολη, αλλά δεν νομίζω ότι είναι αδύνατη. Η Ευρώπη μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στη γεφύρωση του χάσματος, προωθώντας τις δυτικές αξίες και διατηρώντας την υφιστάμενη τάξη, ενώ ταυτόχρονα φροντίζει να μην δαιμονοποιείται αδικαιολόγητα η Κίνα.
– Εάν η Κάμαλα Χάρις κερδίσει τις εκλογές, θα συνεχίσει απλώς την εξωτερική πολιτική του Μπάιντεν ή θα υπάρξουν σημαντικές αλλαγές;
– Θεωρώ πιθανό η Χάρις να ακολουθήσει την πολιτική του Μπάιντεν και να συνεργαστεί με την ίδια ομάδα. Η Χάρις είναι κάπως ιδιαίτερη, καθώς δεν έχει ισχυρό υπόβαθρο στην εξωτερική πολιτική ούτε σαφώς διαμορφωμένες απόψεις σε αυτόν τον τομέα. Για αυτόν τον λόγο, είναι λογικό να βασιστεί στους ανθρώπους που ήδη γνωρίζει. Αναμένω, λοιπόν, ότι η κυβέρνησή της θα ακολουθήσει σε μεγάλο βαθμό την προσέγγιση του Μπάιντεν, εκτός από περιπτώσεις κρίσεων. Εκεί είναι που αναδεικνύεται το ένστικτο ενός προέδρου.
Θα μπορούσε το ένστικτό της να διαφέρει από αυτό του Μπάιντεν, ειδικά σε θέματα όπως η Μέση Ανατολή; Υποψιάζομαι πως ναι. Ο Μπάιντεν είναι βαθιά συνδεδεμένος με το Ισραήλ – αυτό είναι πολύ ισχυρό μέσα του. Δεν είμαι σίγουρος ότι η Χάρις έχει την ίδια ενστικτώδη σύνδεση. Εκεί είναι που μπορεί να δούμε μια διαφορά. Σε γενικές γραμμές, όμως, πιστεύω ότι η Χάρις είναι αρκετά εξοικειωμένη με το ανοιχτό εμπόριο και την παγκοσμιοποίηση. Ας μην ξεχνάμε ότι προέρχεται από την Καλιφόρνια, μια πολιτεία που εκπροσωπεί παγκόσμιες βιομηχανίες όπως η τεχνολογία και η ψυχαγωγία, οι οποίες είναι από τη φύση τους άκρως διεθνείς.
– Το μέγα ερώτημα: Ποιος θα κερδίσει και γιατί;
– Εχουμε μια στατιστική ισοπαλία. Η κούρσα δεν ήταν ποτέ τόσο αμφίρροπη. Στο ίδιο στάδιο της προεκλογικής περιόδου, η Χίλαρι Κλίντον προηγούνταν με περίπου τεσσεράμισι μονάδες σε εθνικό επίπεδο και τελικά κέρδισε τη λαϊκή ψήφο με τρεισήμισι μονάδες, αν και έχασε το Σώμα Εκλεκτόρων. Η Κάμαλα Χάρις προηγείται αυτή τη στιγμή με τρεις μονάδες, λιγότερο από ό,τι η Χίλαρι τότε. Αν δούμε τις επτά λεγόμενες «swing states», η Χάρις προηγείται σε κάποιες και ο Τραμπ σε άλλες, αλλά σε καμία η διαφορά δεν ξεπερνά τις δύο μονάδες – δηλαδή είναι ξεκάθαρα εντός του στατιστικού λάθους. Όποιος λέει ότι μπορεί να προβλέψει το αποτέλεσμα, απλώς ψεύδεται.
Αυτή τη στιγμή, αν κοιτάξετε τις δημοσκοπήσεις, είτε των New York Times είτε του Nate Silver, φαίνεται πως η Χάρις έχει ένα μικρό προβάδισμα. Ομως, αν λάβετε υπόψη τις δύο τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις, ο Τραμπ πάντα απέδιδε καλύτερα από ό,τι έδειχναν οι δημοσκοπήσεις, τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και στις «swing states». Για παράδειγμα, η Χίλαρι προηγούνταν με τεσσεράμισι μονάδες, αλλά κέρδισε μόνο με τρεισήμισι. Ο Μπάιντεν προηγούνταν με έξι ή επτά μονάδες, αλλά κέρδισε μόνο με τεσσεράμισι. Ο Τραμπ όμως τα πηγαίνει καλύτερα από τις προβλέψεις των δημοσκοπήσεων. Αν συνυπολογίσουμε και την πιθανότητα κρυφών ψηφοφόρων του Τραμπ, τότε μπορεί να έχει προβάδισμα. Είναι τόσο κοντά που, ειλικρινά, δεν μπορώ να προβλέψω το αποτέλεσμα. Καλύτερα να το παίξουμε κορώνα-γράμματα.
– Ενας πολύ σημαντικός Ευρωπαίος ηγέτης, που έχει πλέον αποσυρθεί, μου είπε το 2020 ότι αν ο Τραμπ επανεκλεγόταν, θα ήταν το τέλος της Δύσης. Συμφωνείτε;
– Ελπίζω να μην είναι. Πιστεύω ότι υπάρχουν αρκετές δυνάμεις μέσα στο αμερικανικό σύστημα που επιδιώκουν στενότερους δεσμούς με την Ευρώπη και στηρίζουν τη συμμαχία. Ωστόσο, ανησυχώ. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η επανεκλογή του Τραμπ θα προκαλούσε σημαντική ζημιά. Αν όμως η ζημιά αυτή θα ήταν τόσο σοβαρή ώστε ένας μελλοντικός πρόεδρος να μην μπορεί να την αποκαταστήσει μέσα σε τέσσερα χρόνια, δεν το γνωρίζω. Ορισμένες φορές έχουμε την τάση να καταστροφολογούμε. Πάντως, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι άλλα τέσσερα χρόνια διακυβέρνησης Τραμπ θα ήταν εξαιρετικά δύσκολα για τη δυτική συμμαχία, αφού στην ουσία ο ίδιος δεν πιστεύει σε αυτήν.
Κεντρική φωτό. «Εάν τόσο η Βουλή όσο και η Γερουσία ελέγχονται από τους Ρεπουμπλικανούς, τι θα συμβεί τότε;», αναρωτιέται ο Φαρίντ Ζακάρια για το ενδεχόμενο ο Τραμπ να χάσει τις εκλογές, αλλά να μην αποδεχθεί το αποτέλεσμα. «Αυτό είναι που με ανησυχεί, διότι θα μπορούσε να οδηγήσει σε πλήρη παράλυση της λειτουργίας της κυβέρνησης των ΗΠΑ και να υπονομεύσει τη νομιμότητα του συστήματος». [Gabriela Bhaskar/The New York Times]