Το βράδυ της περασμένης Παρασκευής, η κεντρική σελίδα της Washington Post (WaPo) είχε μία ιδιαιτερότητα, που δύσκολα συναντάς σε ΜΜΕ ανά τον κόσμο. Υπήρχαν άρθρα που στρέφονταν ευθέως εναντίον της εκδοτικής απόφασης, να μην υπάρξει δημόσια στήριξη για έναν από τους δύο υποψήφιους προέδρους των ΗΠΑ, μία παράδοση που τηρεί από το 1976, (με εξαίρεση το 1988).
Η Washington Post, από το 2016, ασκεί εξαιρετικά σκληρή κριτική στον Ντόναλντ Τραμπ, τον οποίο ουκ ολίγοι αρθρογράφοι της έχουν περιγράψει ως ακατάλληλο για την προεδρία και κίνδυνο για τη Δημοκρατία.
Επίσης, η συντακτική ομάδα της Washington Post είχε ήδη ετοιμάσει το προσχέδιο του κειμένου στήριξης της Κάμαλα Χάρις. Οι πάντες το γνώριζαν και λίγες ημέρες πριν από τις εκλογές της 5ης Νοεμβρίου, ήταν θέμα χρόνου να δημοσιευθεί.
Ακολούθησε σεισμός: Η πρώτη δόνηση έγινε αισθητή όταν αναρτήθηκε άρθρο του εκδότη και CEO της Washington Post, Ουίλιαμ Λιούις, στο οποίο ανακοίνωνε ότι η εφημερίδα δεν θα προχωρήσει σε στήριξη «σε αυτές, ούτε σε οποιεσδήποτε μελλοντικές προεδρικές εκλογές». Το βασικό επιχείρημα για να στηριχθεί η απόφαση ήταν ότι η Post επιστρέφει «στις ρίζες της».
Οπως αποδείχθηκε στην πορεία, ο Λιούις –που ανέλαβε την Post τον Νοέμβριο του 2023, ενώ προηγουμένως ήταν CEO της Dow Jones & Co. και εκδότης της Wall Street Journal– ήταν απλά ο κομιστής της πληροφορίας. Είχε δε προβλέψει ότι θα ακολουθήσει σειρά ισχυρών μετασεισμών.
«Αναγνωρίζουμε ότι η απόφαση θα διαβαστεί με διάφορους τρόπους, μεταξύ άλλων ως σιωπηρή υποστήριξη ενός υποψηφίου, ή ως καταδίκη ενός άλλου, ή ως αποποίηση ευθύνης. Αυτό είναι αναπόφευκτο», έγραψε.
«Εμείς δεν το βλέπουμε έτσι. Το βλέπουμε ως σύμφωνο με τις αξίες που η Post ανέκαθεν υποστήριζε και αυτό που ελπίζουμε σε έναν ηγέτη: χαρακτήρα και θάρρος στην υπηρεσία της αμερικανικής ηθικής, σεβασμό για το κράτος δικαίου και σεβασμό για την ανθρώπινη ελευθερία σε όλες τις πτυχές της».
Λίγη ώρα μετά, στην κεντρική σελίδα υπήρχε ρεπορτάζ που κατέγραφε το κύμα αντιδράσεων απέναντι στην απόφαση.
Στο συγκεκριμένο δημοσίευμα, φιλοξενούνταν η έντονη ενόχληση του πρώην εκτελεστικού διευθυντή της Post, Μάρτιν Μπάρον, ο οποίος ηγήθηκε της εφημερίδας ενώ ο Τραμπ ήταν πρόεδρος: «Αυτή είναι δειλία, μια στιγμή σκότους που θα αφήσει τη δημοκρατία ως θύμα. Ο Ντόναλντ Τραμπ θα το γιορτάσει ως πρόσκληση για να εκφοβίσει περαιτέρω τον ιδιοκτήτη της Post, Τζεφ Μπέζος (και άλλους ιδιοκτήτες των μέσων ενημέρωσης). Η Ιστορία θα σηματοδοτήσει ένα ανησυχητικό κεφάλαιο έλλειψης αποφασιστικότητας σε ένα ίδρυμα που φημίζεται για το θάρρος του».
Κάτω από το κείμενο, τα σχόλια των αναγνωστών αυξάνονταν με γεωμετρική πρόοδο. Μέσα σε ελάχιστες ώρες ήταν χιλιάδες κι όλα είχαν ένα κοινό χαρακτηριστικό: Καταδίκαζαν την απόφαση και προανήγγειλαν ότι διακόπτουν τη συνδρομή στην ηλεκτρονική σελίδα της Post.
Η αντίδραση έλαβε ακόμα και κινηματικό χαρακτήρα: Δεν ήταν λίγοι όσοι ανέβαζαν στα social media screenshot με τη διακοπή της συνδρομής τους.
Παράλληλα, αναρτήθηκε στην κεντρική σελίδα ένα άρθρο-παρέμβαση (που υπέγραφαν 8 αρχικώς, 21 σήμερα) κορυφαίων αρθρογράφων, στο οποίο στηλίτευαν την κίνηση, χαρακτηρίζοντάς την «τρομερό λάθος» και «εγκατάλειψη των θεμελιωδών εκδοτικών πεποιθήσεων της εφημερίδας που αγαπάμε και για την οποία έχουμε εργαστεί συνολικά 218 χρόνια».
Στην ίδια στήλη, ακριβώς από κάτω, υπήρχε σκίτσο της Ανν Τέλνας με τίτλο: Democracy dies in darkness (μτφ: Η Δημοκρατία πεθαίνει στο σκοτάδι) – το βασικό σλόγκαν της WaPo.
Το σκίτσο ήταν απλό: Ενα μαύρο πλαίσιο με χοντρές πινελιές. Σκοτάδι…
Τα παραπάνω συνέβησαν μέσα σε λίγες ώρες. Η αρχική σελίδα της Washington Post ήταν γεμάτη, με σειρά κειμένων από δημοσιογράφους και αναγνώστες να καταφέρονται με σφοδρότητα εναντίον της απόφασης Μπέζος.
Γιατί τώρα;
Οι εξελίξεις στην WaPo έγιναν κορυφαίο θέμα στους NYT (τη βασική αντίπαλο εφημερίδα), που αποκάλυψαν όλο το παρασκήνιο, καθώς επίσης και σε σειρά άλλων ΜΜΕ σε ΗΠΑ και Ευρώπη.
Οι πάντες απορούσαν για το «γιατί» και –ειδικότερα– για το «γιατί τώρα» της απόφασης που χρεωνόταν στον Τζεφ Μπέζος, τον δισεκατομμυριούχο ιδιοκτήτη της εφημερίδας.
Υπογράμμιζαν ότι το 2016 και το 2020 (η WaPo ανήκει στον Μπέζος από το 2013), η εφημερίδα είχε στηρίξει τους αντιπάλους του Τραμπ (Χίλαρι Κλίντον και Τζο Μπάιντεν).
Κι εκφράστηκε η απορία: Τώρα, που οι εκλογές έχουν λάβει υπαρξιακά χαρακτηριστικά για την αμερικανική δημοκρατία, πώς ήταν δυνατόν να υπάρξει αλλαγή πλεύσης;
Σημειωνόταν ότι δημοσιογράφοι της Post έχουν αποκαλύψει επανειλημμένες περιπτώσεις αδικημάτων και ισχυρισμών για παρανομίες από τον Τραμπ και τους συνεργάτες του. Η συντακτική ομάδα, η οποία λειτουργεί ξεχωριστά από την ειδησεογραφική ομάδα, έχει χαρακτηρίσει τον Τραμπ «απειλή για το αμερικανικό δημοκρατικό πείραμα».
Η συντακτική ομάδα που υπέγραφε το κείμενο-παρέμβαση δεν μετρούσε τα λόγια της: Ονόμασε την κίνηση Μπέζος «εγκατάλειψη», ειδικά σε μία στιγμή, στην οποία το ίδρυμα πρέπει «να καταστήσει σαφή τη δέσμευσή του στις δημοκρατικές αξίες, το κράτος δικαίου, τις διεθνείς συμμαχίες και την απειλή που τους θέτει ο Ντόναλντ Τραμπ».
- Την ίδια ημέρα, σε ένδειξη διαμαρτυρίας υπέβαλε την παραίτησή του από την εφημερίδα ο κορυφαίος αρθρογράφος, Ρόμπερτ Κάγκαν.
- Την Κυριακή, παραιτήθηκε και η Μισέλ Νόρις, πρώην παρουσιάστρια του NPR και συγγραφέας μπεστ σέλερ, που ανήκε στην ομάδα «Απόψεων» της Post.
Οι μετασεισμοί και οι χιλιάδες ακυρώσεις
Ο ισχυρός σεισμός ακολουθήθηκε από μετασεισμούς. Οπως αποκάλυψε το NPR, το κύμα της δυσαρέσκειας έγινε εμφανές, με πάνω από 200.000 συνδρομητές (από τους περίπου 2,5 εκατ.) να ακυρώνουν τις συνδρομές τους, διαμαρτυρόμενοι για την ουδέτερη στάση της εφημερίδας.
Το NPR, επικαλούμενο ανώνυμες πηγές εντός της Post, γνωστοποίησε ότι ο αριθμός αυτός «συνέχισε να αυξάνεται» το απόγευμα της Δευτέρας.
Δημοσιογράφοι-σύμβολα, όπως οι Μπομπ Γούντγουορντ και Καρλ Μπερνστάιν (που αποκάλυψαν το Γουοτεργκέιτ), εξέφρασαν ανοιχτά τη διαφωνία τους. Σε δημόσια δήλωσή τους τόνισαν πως η απόφαση είναι «απογοητευτική».
Ολόκληρη η δήλωση των δύο θρυλικών δημοσιογράφων
«Σεβόμαστε την παραδοσιακή ανεξαρτησία της συντακτικής ομάδας, αλλά αυτή η απόφαση 11 μέρες πριν από τις προεδρικές εκλογές του 2024 αγνοεί τα συντριπτικά στοιχεία της Washington Post για την απειλή που αποτελεί ο Ντόναλντ Τραμπ για τη δημοκρατία. Υπό την ιδιοκτησία του Τζεφ Μπέζος, η δημοσιογραφική λειτουργία της Washington Post χρησιμοποίησε τους πλούσιους πόρους της για να ερευνήσει αυστηρά τον κίνδυνο και τη ζημιά που μια δεύτερη προεδρία Τραμπ θα μπορούσε να προκαλέσει για το μέλλον της αμερικανικής δημοκρατίας. Αυτό καθιστά την απόφαση ακόμη πιο αναπάντεχη και απογοητευτική, ειδικά τόσο αργά στην προεκλογική περίοδο».
Μπομπ Γούντγουορντ και Καρλ Μπερνστάιν
Η περιουσία του Τζεφ Μπέζος: Το Forbes εκτιμά ότι έχει καθαρή αξία περίπου 206,2 δισεκατομμυρίων δολαρίων, γεγονός που τον καθιστά τον τρίτο πλουσιότερο άνθρωπο στον κόσμο.
Και νέες παραιτήσεις
Τη Δευτέρα, τρεις δημοσιογράφοι, η Μόλι Ρόμπερτς, η Μίλι Μίτρα και ο Ντέιβιντ Ε. Χόφμαν, ανακοίνωσαν ότι παραιτήθηκαν από τις θέσεις τους στη συντακτική επιτροπή, αν και θα παραμείνουν στην εφημερίδα.
Ο Χόφμαν, στον οποίο απονεμήθηκε το βραβείο Πούλιτζερ 2024 για την αρθρογραφία για μια σειρά σχετικά με τις νέες τακτικές που χρησιμοποιούν τα αυταρχικά καθεστώτα για την καταστολή των διαφωνιών, δήλωσε στο CNN ότι δεν ήθελε να παραμείνει σιωπηλός για την απειλή που συνιστά ο Τραμπ για τη χώρα.
Το ραντεβού που έριξε βαριά σκιά
Η θύελλα δεν έλεγε να κοπάσει: Οι New York Times δημοσίευσαν την πληροφορία, ότι στελέχη της αεροδιαστημικής εταιρείας του Μπέζος συναντήθηκαν με τον Τραμπ την Παρασκευή (την ημέρα της επίμαχης ανακοίνωσης στην Post) και σημείωσαν ότι η Blue Origin έχει συμβόλαιο ύψους 3,4 δισεκατομμυρίων δολαρίων με τη NASA για την κατασκευή ενός σεληνιακού οχήματος προσεδάφισης.
Ο έμπειρος Μάρτιν Μπάρον, σε νεότερες δηλώσεις του στο NPR, τόνισε ότι ο χρονισμός της κίνησης του Μπέζος προκάλεσε εύλογο σκεπτικισμό: «Αν αυτή η απόφαση είχε ληφθεί πριν από τρία χρόνια, πριν από δύο χρόνια, ίσως ακόμη και πριν από ένα χρόνο, θα ήταν μια χαρά. Είναι σίγουρα μια λογική απόφαση. Αλλά έγινε λιγότερο από δύο εβδομάδες πριν από τις εκλογές και δεν υπήρξε καμία ουσιαστική σοβαρή διαβούλευση με τη συντακτική επιτροπή της εφημερίδας. Εγινε ξεκάθαρα για άλλους λόγους, όχι για λόγους υψηλών αρχών».
«Πρόκειται προφανώς για μια προσπάθεια του Τζεφ Μπέζος να κερδίσει την εύνοια του Ντόναλντ Τραμπ εν αναμονή της πιθανής νίκης του», δήλωσε ο παραιτηθείς Ρόμπερτ Κάγκαν στο CNN.
«Ο Τραμπ απείλησε να κυνηγήσει τις επιχειρήσεις του. Ο Μπέζος διευθύνει μία από τις μεγαλύτερες εταιρείες στην Αμερική. Εχουν τρομερά περίπλοκες σχέσεις με την ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Εξαρτώνται από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση».
Ο Μπέζος και η γυναίκα του Καίσαρα
Σε αυτή την αλληλουχία των εξελίξεων, έμοιαζε αναπόφευκτο το ότι ο βασικός πρωταγωνιστής της υπόθεσης, ο Τζεφ Μπέζος, θα πάρει επίσης τον λόγο καθώς:
- Λάμβαναν εκθετικό χαρακτήρα οι ακυρώσεις των συνδρομών,
- Αυξάνονταν οι φωνές που μιλούσαν για «συναλλαγή» με τον Τραμπ ή ακόμα ότι υπέκυψε σε εκβιασμό του πρώην προέδρου.
Στο δικό του άρθρο γνώμης που δημοσίευσε η Post το βράδυ της Δευτέρας, ο Μπέζος αναγνώρισε ότι η χρονική στιγμή δεν ήταν ιδανική. Τόνισε πως «ήταν ανεπαρκής σχεδιασμός και όχι κάποια σκόπιμη στρατηγική» και δόμησε το βασικό του επιχείρημα γύρω από το γνωμικό για τη γυναίκα του Καίσαρα, που δεν πρέπει μόνο να είναι τίμια, αλλά να φαίνεται και τίμια.
Ο ιδιοκτήτης της Washington Post υπερασπίστηκε την απόφαση να μην υποστηρίξει κάποιον υποψήφιο, λέγοντας ότι «οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν ότι τα μέσα ενημέρωσης είναι προκατειλημμένα» και ότι η Post και άλλες εφημερίδες πρέπει να ενισχύσουν την αξιοπιστία τους.
Πρόσθεσε ότι κανένας υποψήφιος δεν ενημερώθηκε εκ των προτέρων για την απόφαση και ότι δεν υπήρξε «κανένα αντάλλαγμα».
«Οι προεδρικές στηρίξεις δεν κάνουν τίποτα για να γείρουν την πλάστιγγα των εκλογών», υποστήριξε, για να σχολιάσει: «Αυτό που κάνουν είναι να δημιουργούν μια αντίληψη προκατάληψης. Μια αντίληψη μη ανεξαρτησίας. Ο τερματισμός τους είναι μια απόφαση αρχών και είναι η σωστή».
Επισήμανε ότι δεν υπάρχει καμία σχέση μεταξύ της απόφασης και μιας συνάντησης μεταξύ του Τραμπ και του διευθύνοντος συμβούλου της Blue Origin την ίδια ημέρα. Υπογράμμισε μάλιστα ότι –υπό μία έννοια– δεν είναι ο ιδανικός ιδιοκτήτης της Post.
«Κάθε μέρα, κάπου, κάποιο στέλεχος της Amazon ή στέλεχος της Blue Origin ή κάποιος από άλλες φιλανθρωπίες και εταιρείες στις οποίες κατέχω ή επενδύω συναντά κυβερνητικούς αξιωματούχους. Κάποτε έγραψα ότι η Post είναι για μένα μία πολύπλοκη διαδικασία. Είναι, αλλά αποδεικνύεται ότι είμαι επίσης ένας πολύπλοκος παράγοντας για την Post».
Ο χρόνος της απόφασης
Σε μία παράλληλη εξέλιξη που αποκάλυψε το CNN, ο αρχισυντάκτης της Post, Ντέιβιντ Σίπλεϊ, συναντήθηκε με τους εργαζόμενους στο τμήμα των «άρθρων άποψης», λέγοντάς τους ότι ο Μπέζος εξέφρασε για πρώτη φορά τον Σεπτέμβριο αμφιβολίες σχετικά με την υποστήριξη στις φετινές προεδρικές εκλογές.
Η τελική απόφαση, ωστόσο, ελήφθη την περασμένη εβδομάδα. Ο ίδιος αποκάλυψε ότι προσπάθησε να πείσει τον Μπέζος να στηρίξει τη Χάρις, αλλά «απέτυχε».