«Θα καταστρέψω ολοκληρωτικά την οικονομία της Τουρκίας (όπως έχω ξανακάνει)… Οι σχέσεις μας με την Τουρκία δεν είναι καλές αυτήν την περίοδο… Δεν έχουμε εγκαταλείψει τους Κούρδους, που είναι υπέροχοι μαχητές… Μόλις ενέκρινα τον διπλασιασμό των δασμών στον χάλυβα και στο αλουμίνιο από την Τουρκία». Οι παραπάνω φράσεις ειπώθηκαν από τον Ντόναλντ Τραμπ την περίοδο μεταξύ 2018 και 2019, ενώ δηλαδή εκείνος ήταν πρόεδρος των ΗΠΑ.
Παράλληλα βέβαια, ακριβώς την ίδια περίοδο, ο ίδιος ηγέτης είπε και άλλα εκ διαμέτρου αντίθετα: ότι «ο φίλος του ο Ερντογάν… κάνει μια φανταστική δουλειά για τον λαό της Τουρκίας», ότι ο ίδιος είναι «μεγάλος οπαδός του Τούρκου προέδρου» αλλά και ότι οι τουρκικές δυνάμεις «θα εξαλείψουν ό,τι έχει απομείνει από το ISIS στη Συρία» έπειτα από την αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από εκεί.
Πώς ερμηνεύονται, άραγε, οι προαναφερθείσες αντιφάσεις; Ως κυνική διγλωσσία από την πλευρά ενός υπερήλικα ηγέτη που το έχει συνήθειο να λέει πολλά και «αφιλτράριστα», ή μήπως ως μια βαθύτερη περίπτωση «παθογένειας»;
Είναι γεγονός ότι ο Τραμπ ήταν ασταθής και απρόβλεπτος ως πρόεδρος. Μέσα στα τέσσερα χρόνια της προεδρικής θητείας του (2016-2020), άλλαξε τέσσερις συμβούλους Εθνικής Ασφαλείας (Μάικλ Φλιν, Χ. Ρ. Μακμάστερ, Τζον Μπόλτον, Ρόμπερτ Ο’ Μπράιεν), τρεις υπουργούς Αμυνας (Τζέιμς Μάτις, Πάτρικ Σάναχαν, Μάρκ Εσπερ) και δύο υπουργούς Εξωτερικών (Ρεξ Τίλερσον, Μάικ Πομπέο). Δεν συνυπολογίζονται παράλληλα και άλλες κατώτερες στην αμερικανική ιεραρχία αλλά εξαιρετικά σημαντικές παραιτήσεις, για παράδειγμα του Μπρετ ΜακΓκερκ (από τη θέση του ειδικού προεδρικού απεσταλμένου των ΗΠΑ στον παγκόσμιο συνασπισμό των δυνάμεων που μάχονταν ενάντια στους τζιχαντιστές του καλούμενου Ισλαμικού Κράτους), του Γουές Μίτσελ (από τη θέση του ΥΦΥΠΕΞ) κ.ά.
Οταν ο Ντόναλντ Τραμπ εξελέγη πρόεδρος των ΗΠΑ τον Νοέμβριο του 2016, πίσω στην Τουρκία κάποιοι υψηλά ιστάμενοι «πανηγύριζαν». Προφανώς είχαν λόγους… ή τουλάχιστον θεωρούσαν ότι είχαν.
Οι Trump Towers της Κωνσταντινούπολης
Οι κ.κ. Τραμπ και Ερντογάν είχαν έρθει κοντά ήδη από το 2012, με «διαμεσολαβητές» Τούρκους επιχειρηματίες (Μεχμέτ Γιαλτσιντάγ, Αϊντίν Ντογάν) και φόντο τους δίδυμους «Trump Towers» που εγκαινιάστηκαν εκείνη τη χρονιά στην Κωνσταντινούπολη. Ο ίδιος ο Τραμπ είχε μάλιστα παραδεχθεί προεκλογικά, το 2015, ότι αυτοί οι «πύργοι» ίσως να συνιστούν «σύγκρουση συμφερόντων» για τον ίδιο ως πολιτικό, αλλά «μικρή».
Στην πορεία ωστόσο, από όταν ο Τραμπ μετακόμισε στον Λευκό Οίκο τον Ιανουάριο του 2017 και έπειτα, οι σχέσεις του με τον Ερντογάν έζησαν σειρά από «κρίσεις». Ο (λομπίστας της Τουρκίας) Μάικλ Φλιν παραιτήθηκε τον Φεβρουάριο του 2017 από τη θέση του συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας του Λευκού Οίκου, προτού καν συμπληρώσει έναν μήνα στο εν λόγω πόστο. Τα μεγαλύτερα «αγκάθια» ωστόσο, θα ακολουθούσαν.
Τα αγκάθια και οι προεδρικοί γαμπροί
Οι πλευρές Τραμπ και Ερντογάν βρέθηκαν να συγκρούονται την περίοδο 2018-2020 για:
- τους S-400 που αγόρασε η Τουρκία από τη Ρωσία, με αποτέλεσμα όμως ακολούθως να εκδιωχθεί από το πρόγραμμα συμπαραγωγής των F-35 ως «εχθρός της Αμερικής» (America’s Adversary) και να βρεθεί στο στόχαστρο αμερικανικών κυρώσεων (στο πλαίσιο του Countering America’s Adversaries Through Sanctions Act-CAATSA)
- την υπόθεση του Αμερικανού πάστορα Αντριου Μπράνσον που είχε συλληφθεί ως «πραξικοπηματίας» στην Τουρκία και αντιμετώπιζε την ποινή της ισόβιας κάθειρξης
- την τύχη του αυτοεξόριστου στις ΗΠΑ Τούρκου ιμάμη Φετουλάχ Γκιουλέν την έκδοση του οποίου ζητούσε μετ’ επιτάσεως από τους Αμερικανούς η πλευρά Ερντογάν
- την οικονομική και στρατιωτική στήριξη που είχαν παράσχει οι ΗΠΑ στις πολιτοφυλακές των Κούρδων στη Βόρεια Συρία (YPG-YPJ)
- την παρουσία χιλιάδων Αμερικάνων κομάντο στη Βόρεια Συρία, που είχαν πολεμήσει ενάντια στο ISIS μαζί με τους Κούρδους υπό την ομπρέλα των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων (SDF)
- την υπόθεση της τουρκικής τράπεζας Halkbank που ερευνάτο από την αμερικανική Δικαιοσύνη με την κατηγορία της παραβίασης των αμερικανικών κυρώσεων κατά του Ιράν
Στην προσπάθειά τους να διαχειριστούν όλα αυτά τα προβλήματα, οι δύο πλευρές είχαν μάλιστα τότε επιστρατεύσει ως διαύλους επικοινωνίας και τους «προεδρικούς γαμπρούς», τον Τζάρεντ Κούσνερ από τη μια μεριά και τον Μπεράτ Αλμπαϊράκ από την άλλη, επενδύοντας έτσι σε μια «διπλωματία των γαμπρών», η οποία όμως αποδείχθηκε μάλλον κατώτερη των προσδοκιών στην πράξη…
Η «λαϊκότροπη» επιστολή του 2019
Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο διαφωνιών, είχαν όμως σημειωθεί παράλληλα και ορισμένες «κορυφώσεις» που άφησαν ιστορία. Υπενθυμίζεται, επί παραδείγματι, η επιστολή που έστειλε ο Τραμπ στον Ερντογάν στις 9 Οκτωβρίου του 2019, μια κάθε άλλο παρά διπλωματική επιστολή μέσω της οποίας ο Αμερικανός ηγέτης καλούσε τότε τον Τούρκο πρόεδρο «να μην είναι χαζός» («don’t be a fool»), «να μην κάνει τον σκληρό» («don’t be a tough guy») και να προχωρήσει σε διαπραγμάτευση με τους Κούρδους της Συρίας.
Λίγους μήνες νωρίτερα, τον Ιούνιο του 2019, είχε όμως προηγηθεί η όντως σκληρή επιστολή του τότε υπουργού Αμυνας των ΗΠΑ προς τον Τούρκο τότε ομόλογό του, Χουλουσί Ακάρ, μια επιστολή με την οποία άνοιξε επί της ουσίας ο δρόμος για τη μετέπειτα έξωση της Τουρκίας από το πρόγραμμα των F-35.
Εν έτει 2024 πια, κάποια από τα «βαρίδια» εκείνης της περιόδου δεν υπάρχουν πια. Ο Φετουλάχ Γκιουλέν απεβίωσε στις 20 Οκτωβρίου στην Πενσιλβάνια σε ηλικία 83 ετών, «απαλλάσσοντας» έτσι τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις από ένα αγκάθι, ενώ ο Αντριου Μπράνσον έχει πια επιστρέψει στις ΗΠΑ.
S-400, F-16, F-35
Από εκεί και πέρα ωστόσο, υπάρχουν άλλες διόλου ευκαταφρόνητες διαφωνίες που παραμένουν μεταξύ Ουάσιγκτον και Αγκυρας: για τους S-400 και τα… F-16 που έχουν πια πάρει τη θέση των F-35… αλλά και για τους Κούρδους της Συρίας στο πλευρό των οποίων εξακολουθούν να βρίσκονται αμερικανικές δυνάμεις.
«Ελπίζω ότι η νέα ηγεσία των ΗΠΑ δεν θα είναι χειρότερη από την προηγούμενη», δήλωσε ο Ερντογάν τον περασμένο Σεπτέμβριο από τη Νέα Υόρκη, μιλώντας σε δημοσιογράφους στο περιθώριο της 79ης Συνόδου της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών.
Ο Τούρκος πρόεδρος προς το παρόν δεν έχει πάρει θέση υπέρ του ενός ή του άλλου υποψηφίου για την προεδρία των ΗΠΑ. Την τελευταία φορά που έκανε κάτι τέτοιο, στηρίζοντας τον Τραμπ ενάντια στον Μπάιντεν προ τετραετίας, δεν του βγήκε σε καλό.
Ποιον θα προτιμούσε όμως ως επόμενο πρόεδρο των ΗΠΑ η τουρκική ηγεσία: τον Τραμπ ή την Κάμαλα Χάρις;
Τούρκοι αναλυτές, όπως ο Σινάν Ουλγκέν, υποστηρίζουν, με δηλώσεις τους στο Al-Monitor, ότι η Αγκυρα ίσως να κλίνει τώρα ελαφρώς προς την προοπτική μιας νίκης Τραμπ, αν και γνωρίζει ότι η μετεκλογική σχέση της με τη Χάρις θα ήταν «περισσότερο προβλέψιμη» και «αξιόπιστη» από ό,τι εκείνη με τον «απρόβλεπτο» Ρεπουμπλικανό. Ενδεικτικά, ο Ερντογάν έσπευσε να τηλεφωνήσει στον Τραμπ έπειτα από την απόπειρα δολοφονίας που σημειώθηκε εναντίον του στην Πενσιλβάνια τον περασμένο Ιούλιο. Επειτα από την είσοδο της Χάρις ωστόσο στην κούρσα ως προεδρικής υποψηφίου στη θέση του Μπάιντεν, η τουρκική ηγεσία… σταμάτησε τα τηλεφωνήματα.
Ως πρόεδρος ο Τραμπ θα μπορούσε ενδεχομένως να επιταχύνει την απομάκρυνση των αμερικανικών δυνάμεων από τη Συρία, μια απομάκρυνση την οποία ο ίδιος έχει άλλωστε προαναγγείλει… ήδη από το 2018. Η τουρκική ηγεσία βλέπει θετικά την προοπτική μιας αμερικανικής αποχώρησης, καθώς θεωρεί ότι μια τέτοια εξέλιξη θα άφηνε τους Κούρδους αποδυναμωμένους επιτρέποντας έτσι στις τουρκικές δυνάμεις να διευρύνουν ακόμη περισσότερο τις περιοχές ελέγχου τους πέραν των τουρκικών νοτιοανατολικών συνόρων.
Το Ισραήλ ως αμερικανοτουρκικό «αγκάθι»
Από εκεί και πέρα ωστόσο, ως στενός φίλος του Ισραηλινού πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου αλλά και ευρύτερα της σκληρής ισραηλινής Δεξιάς, ο Τραμπ θα μπορούσε να αποτελέσει «πονοκέφαλο» για τον Ερντογάν, ειδικά σε μια περίοδο μεσανατολικών κρίσεων και ραγδαίας επιδείνωσης των τουρκοϊσραηλινών σχέσεων όπως είναι η τρέχουσα. Υπενθυμίζεται ότι επί Τραμπ οι ΗΠΑ αναγνώρισαν την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ και μετέφεραν εκεί την πρεσβεία τους, αποσύρθηκαν από τη διεθνή συμφωνία (JCPOA) για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης και παρουσίασαν, ο Τραμπ μαζί με τον Νετανιάχου τον Ιανουάριο του (Trump peace plan) το οποίο είχε όμως επικριθεί ως υπερβολικά προσαρμοσμένο στα «θέλω» της ισραηλινής ηγεσίας και μονόπλευρο.
Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι ο Τζεφ Φλέικ, ο οποίος ήταν ως και τον περασμένο Αύγουστο πρέσβης των ΗΠΑ στην Τουρκία, ανακοίνωσε –αν και πρώην γερουσιαστής με το κόμμα των Ρεπουμπλικανών ο ίδιος– ότι στηρίζει την προεδρική υποψηφιότητα της Κάμαλα Χάρις, κι όχι του Τραμπ.
Υπενθυμίζεται ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν είχε ζητήσει προ μηνών από το αμερικανικό Κογκρέσο, όταν άνοιξε πια ο δρόμος για την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, να εγκρίνει την πώληση μαχητικών αεροσκαφών F-16 στην Τουρκία. Ωστόσο παράλληλα, κυκλοφορούν πια και σενάρια (βλ. όσα είχε γράψει η Λένα Αργύρη στην «Κ» στις 22 Σεπτεμβρίου) που θέλουν τις δύο πλευρές σε Ουάσιγκτον και Αγκυρα να αναζητούν μια φόρμουλα παράκαμψης του προβλήματος των S-400 μέσα από έναν ενδεχόμενο «βελούδινο» παροπλισμό των ρωσικών πυραύλων που θα άνοιγε τον δρόμο ακόμη και για την επιστροφή της Τουρκίας στον «κόσμο» των F-35. Θα μπορούσε, άραγε, η Χάρις ως πρόεδρος να διαφοροποιηθεί σημαντικά από τον Μπάιντεν έναντι της Τουρκίας; Το πιο πιθανό είναι πως όχι. Οσο για τον Τραμπ, εκείνος θα μπορούσε, υπό μια έννοια, να κάνει τα πάντα…