Αμερικανικές εκλογές: οι ιδιαιτερότητες του εκλογικού συστήματος

Αμερικανικές εκλογές: οι ιδιαιτερότητες του εκλογικού συστήματος

4' 30" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το 2024 θα είναι η μεγαλύτερη εκλογική χρονιά στην ιστορία, με 60 χώρες, που αντιπροσωπεύουν το μισό πληθυσμό του πλανήτη, να διεξάγουν εθνικές εκλογές. Ωστόσο, όλα τα βλέμματα είναι στραμμένα στις ΗΠΑ, όπου σε λίγες μέρες η πιο σημαντική δημοκρατία του κόσμου θα επιλέξει μεταξύ δύο εκ διαμέτρου αντίθετων υποψηφίων, εν μέσω μιας συνεχιζόμενης οικονομικής, κοινωνικής και τεχνολογικής αλλαγής.

Δεδομένης της βαθιάς κοινωνικής πόλωσης, οι εκλογές της 5ης Νοεμβρίου θα έχουν εκτεταμένες επιπτώσεις. Το αποτέλεσμα θα κριθεί από ένα αμερικανικό εκλογικό σύστημα που διαθέτει μοναδικά δομικά χαρακτηριστικά, όπως περιγράφονται παρακάτω.

Πρώτον, η προσέλευση των ψηφοφόρων θα διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στο αποτέλεσμα των εκλογών. Στις πρόσφατες προεδρικές εκλογές, η συμμετοχή κυμάνθηκε γύρω στο 60%. Αυτό σημαίνει ότι, στην ουσία, είναι περισσότεροι εκείνοι που επιλέγουν να μην ψηφίσουν παρά εκείνοι που υποστηρίζουν έναν από τους δύο βασικούς υποψήφιους. Δεδομένων των οριακών διαφορών στις πολιτείες-κλειδιά, η προσέλευση θα παίξει καθοριστικό ρόλο.

Στις προεδρικές εκλογές του 2000, με απόφαση 5-4 του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, ο
Ρεπουμπλικανός υποψήφιος Τζορτζ Μπους εξασφάλισε τους εκλέκτορες της Φλόριντα, κερδίζοντας με μόλις 537 ψήφους. Οι εκλέκτορες της Φλόριντα έδωσαν την προεδρία στον Μπους. Δεν αποκλείεται ένα παρόμοιο σενάριο να εκτυλιχτεί και φέτος. Αυτό μας οδηγεί στο δεύτερο σημαντικό χαρακτηριστικό των αμερικανικών εκλογών: η εθνική λαϊκή ψήφος δεν καθορίζει τον νικητή – αυτό γίνεται μόνο μέσω του Σώματος Εκλεκτόρων. Το Σώμα Εκλεκτόρων, αρχικά σχεδιασμένο για ένα νεοσύστατο έθνος 3 εκατομμυρίων κατοίκων και χωρίς την ύπαρξη πολιτικών κομμάτων, αποτελεί αντικείμενο συζήτησης στις Ηνωμένες Πολιτείες για πάνω από δύο αιώνες. Οι υποστηρικτές του ισχυρίζονται ότι ωθεί τους υποψηφίους να επιδιώξουν ευρεία υποστήριξη σε εθνικό επίπεδο για να κερδίσουν την προεδρία. Αντίθετα, οι επικριτές του επισημαίνουν ότι δημιουργεί μια δυναμική «ο νικητής τα παίρνει όλα» που αλλοιώνει τις εκλογές και συχνά δεν ανταποκρίνεται στη λαϊκή βούληση.

Το 2016, η υποψήφια των Δημοκρατικών, Χίλαρι Κλίντον, συγκέντρωσε σχεδόν 3 εκατομμύρια περισσότερες ψήφους από τον Ντόναλντ Τραμπ, εξασφαλίζοντας το 48,2% της λαϊκής ψήφου έναντι 46,1% του Τραμπ. Και όμως, ο Ρεπουμπλικανός υποψήφιος έγινε ο 45ος πρόεδρος των ΗΠΑ με 304 εκλέκτορες έναντι 227 της Κλίντον. Για άλλη μια φορά, η ψήφος των εκλεκτόρων και όχι η λαϊκή ψήφος ήταν αυτή που καθόρισε το αποτέλεσμα. Δεδομένων των μικρών ποσοστιαίων διαφορών μεταξύ των σημερινών υποψηφίων, είναι πολύ πιθανό η ιστορία να επαναληφθεί.

Τρίτον, η δομή του εκλογικού συστήματος ωθεί τις προεκλογικές εκστρατείες να επικεντρώνονται δυσανάλογα σε 7-8 πολιτείες που επηρεάζουν το εκλογικό αποτέλεσμα. Λόγω του μηχανισμού «ο νικητής τα παίρνει όλα», ακόμη και ένα μικρό προβάδισμα μπορεί να εξασφαλίσει τις ψήφους των εκλεκτόρων μιας πολιτείας – όπως συνέβη στη Φλόριντα το 2000.

Κατά συνέπεια, οι εκστρατείες επενδύουν πολύ χρόνο και χρήμα σε αυτές τις πολιτείες-κλειδιά, προσαρμόζοντας τις πλατφόρμες τους στα τοπικά προβλήματα. Αυτό εξηγεί γιατί θέματα όπως το fracking (υδραυλική ρωγμάτωση) κυριαρχούν στην πολιτική ατζέντα, ακόμη και όταν έρχονται σε αντίθεση με ευρύτερους στόχους όπως η πράσινη μετάβαση.

Τέταρτον, οι προεκλογικές εκστρατείες εκτυλίσσονται σε ένα κλίμα έντονης πόλωσης. Η εκστρατεία του Τραμπ επικεντρώνεται περισσότερο στην πρόκληση φόβου και οργής, παρά σε σαφείς πολιτικές θέσεις, απευθυνόμενη σε ένα ευρύ κομμάτι του πληθυσμού που νιώθει να απειλείται από τη μετανάστευση και τα φυλετικά ζητήματα και να αποξενώνεται από την ευημερία και την πολιτική που αφορούν την παράκτια ελίτ. Η θητεία της Κάμαλα Χάρις ως Γενικής Εισαγγελέα της Καλιφόρνιας, μαζί με τις φιλελεύθερες απόψεις της, προκαλούν καχυποψία σε αυτούς τους ψηφοφόρους. Αυτό έχει ενισχύσει τις τάσεις για περιστολή και εναντίωση στη μετανάστευση, προωθώντας το αίσθημα «πρώτα η Αμερική», που αμφισβητεί τη διεθνή τάξη, της οποίας η Αμερική είναι ο αρχιτέκτονας και ο θεματοφύλακας από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Πέμπτον, αν η Χάρις κερδίσει είναι πιθανό να υπάρξει μετεκλογική κρίση. Η συνεχιζόμενη πόλωση έχει εδραιώσει τη δυσπιστία στο σύστημα, περιπλέκοντας την προοπτική μιας ειρηνικής μεταβίβασης της εξουσίας. Το 2000, παρότι ο Αλ Γκορ έχασε τις εκλογές λόγω της απόφασης του Ανώτατου Δικαστηρίου, αποδέχθηκε το αποτέλεσμα, συμβάλλοντας σε μια ομαλή μετάβαση εξουσίας στον Τζορτζ Μπους. Σήμερα, ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένο. Το 2020, η άρνηση του προέδρου Τραμπ να αποδεχτεί το εκλογικό αποτέλεσμα ενίσχυσε ισχυρισμούς περί νοθείας, οδηγώντας τελικά στις ταραχές της 6ης Ιανουαρίου στο Καπιτώλιο.

Εάν ηττηθεί και φέτος, ο Τραμπ είναι απίθανο να αποδεχθεί το αποτέλεσμα. Η αυξημένη επιρροή του τού δίνει τώρα καλύτερες πιθανότητες από ό,τι το 2020 να προκαλέσει κρίση στη διαδικασία καταμέτρησης των ψήφων. Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας κρίσης είναι αβέβαιο και θα αποτελούσε σοβαρή δοκιμασία για τους δημοκρατικούς θεσμούς των ΗΠΑ.

Τέλος, ας σημειωθεί ότι ενώ και οι δύο υποψήφιοι είναι πιθανό να ακολουθήσουν παρόμοια πορεία σε κάποιους τομείς της εξωτερικής πολιτικής -όπως η στροφή προς την Ασία και τον Ειρηνικό- φαίνεται να έχουν διαφορετικές απόψεις για την Ευρώπη: Ο Ντόναλντ Τραμπ θα επιμείνει να αυξήσουν οι Ευρωπαίοι τις αμυντικές τους συνεισφορές, απειλώντας ακόμη και με απόσυρση της αμερικανικής ομπρέλας ασφαλείας. Αυτό θα ανάγκαζε την Ευρώπη είτε να ωριμάσει ως γεωπολιτική δύναμη είτε να ρισκάρει μια περαιτέρω υποβάθμιση στη διεθνή σκηνή.

Το αμερικανικό πολιτικό σύστημα έχει αντιμετωπίσει προκλήσεις στο παρελθόν και, μέχρι στιγμής, έχει αντέξει στη δοκιμασία του χρόνου. Τους επόμενους μήνες, αναμένεται να αντιμετωπίσει μια σοβαρή πρόκληση. Ο κόσμος παρακολουθεί με ενδιαφέρον – και δικαίως.

*Ο Αλεξάντερ Κεϊσαρ είναι Καθηγητής Ιστορίας και Κοινωνικής Πολιτικής, κάτοχος της έδρας
«Matthew W. Stirling Jr.», στο Harvard Kennedy School of Government, και συγγραφέας του
βιβλίου «The Right to Vote: The Contested History of Democracy in the United States».

*Ο Νικόλας Νέος είναι υπότροφος του Belfer Young Leaders και υποψήφιος για το μεταπτυχιακό
πρόγραμμα MPA του Harvard Kennedy School of Government.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT