Μια επανεκλογή Τραμπ είναι, στα μάτια περίπου της μισής Αμερικής, δυστοπικό σενάριο. Σε μία μόνο ημέρα, σε μία μόνο πολιτεία, μάλλον την Πενσιλβάνια, παίζονται όλες εκείνες οι αμερικανικές αξίες που οι Δημοκρατικοί έχουν αναγάγει σε ταυτοτικές, για τη χώρα τους και τον κόσμο: η ελευθερία, η Δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα, η ανεξάρτητη Δικαιοσύνη, το ελεύθερο εμπόριο, η ισότητα των φύλων, η δύναμη της ομοσπονδιακής διακυβέρνησης, η Ατλαντική Συμμαχία. Στα δικά τους μάτια, αυτή είναι η πιο κρίσιμη πολιτική αναμέτρηση στη μεταπολεμική ιστορία της Αμερικής, αλλά η έκβασή της, τώρα, κρίνεται λιγότερο από το τι έχουν να προτείνουν για το μέλλον και περισσότερο από το τι καιρό θα κάνει στη Φιλαδέλφεια. Γι’ αυτό, στον λόγο τους επικρατεί το μήνυμα «όχι Τραμπ».
Για τους Ρεπουμπλικανούς, δεν είναι το ίδιο. Προφανώς, η έκβαση είναι εξαιρετικά σημαντική και γι’ αυτούς, διότι δεν ξέρουν πότε θα έχουν ξανά ηγέτη με τέτοιες δυνατότητες να πείθει όπως ο Τραμπ. Αλλά για εκείνους, οι μεγάλες μάχες θα δοθούν για τη Γερουσία και τη Βουλή των Αντιπροσώπων. Μια ήττα Τραμπ δεν είναι, γι’ αυτούς, το ίδιο καταστροφική όσο η απώλεια του ελέγχου του Καπιτωλίου, διότι εκεί θα κριθούν οι δικές τους, ταυτοτικές, αμερικανικές αξίες: ο απομονωτισμός, η προστασία της χώρας από μετανάστες, ξένα προϊόντα και επιθέσεις, η μείωση της ομοσπονδιακής εξουσίας και η «ανεξαρτησία» της κάθε πολιτείας, η χαμηλότερη φορολογία, η πίστη στον Θεό και στην πατρίδα, και ο θεσμός της οικογένειας (που γι’ αυτούς σημαίνει ένας άνδρας, μια γυναίκα, δύο παιδιά, δύο αυτοκίνητα και μια μικρή αυλή, για να ψήνεις χοτ ντογκ με φίλους το Σαββατοκύριακο). Λίγοι στην Ευρώπη αναγνωρίζουν ότι η μάχη αυτών των αξιακών πλαισίων υποβόσκει στις εκλογικές αναμετρήσεις της Αμερικής, από τότε που οι Ιδρυτικοί Πατέρες ψήφισαν τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας.
Αλλά δεν είναι μόνο το αξιακό πλαίσιο των δύο πλευρών, που προσδίδει σε αυτήν την αναμέτρηση ενδιαφέρον. Οι στρατηγικές τους και η αποτελεσματικότητά τους έχουν ενδιαφέρουσες διαφορές. Το μήνυμα των Ρεπουμπλικανών είναι σαφές: Να κάνουμε την Αμερική μεγάλη, ξανά (Make America Great Again). Είναι τόσο καθαρό, που διαπρέπει και ως συντομογραφία (MAGA). Συνοψίζει δε το αξιακό πλαίσιο των Ρεπουμπλικανών επιτυχημένα και διαχρονικά (από την πρώτη τετραετία Τραμπ). Το «όχι Τραμπ» είναι μεν καθαρό ως μήνυμα, αλλά είναι αρνητικό και δεν δίνει κατεύθυνση. Στο πρόσωπο της Κάμαλα Χάρις, που δεν τη γνωρίζει καλά το κοινό που πρέπει να κερδίσει, ένα τέτοιο σύνθημα και η στρατηγική που απορρέει από αυτό, φανατίζει, αλλά δεν πείθει. Δηλαδή, φέρνει τον παραδοσιακό ψηφοφόρο των Δημοκρατικών στην κάλπη, αλλά δεν κινητοποιεί πολύ, πέρα από τη βάση του κόμματος. Μπορεί να κερδίσει, αλλά δεν στρώνει το έδαφος για μια επόμενη διακυβέρνηση.
Πέρα από το μήνυμα, ενδιαφέρον έχει η διαφορά στη συνοχή των δύο πλευρών. Και τα δύο κόμματα είναι πολυσυλλεκτικά. Δηλαδή, τα ψηφίζουν διαφορετικές ομάδες, για διαφορετικούς λόγους. Οι Ρεπουμπλικανοί όμως δείχνουν πολύ μεγαλύτερη διάθεση να βάλουν πέρα τις διαφορές τους, για τον κοινό σκοπό. Για παράδειγμα, αυτοί που ψηφίζουν τον Τραμπ για μειωμένη φορολογία δεν μοιάζει να νοιάζονται πολύ αν η πολιτεία του Μισισίπι απαγορεύσει τις εκτρώσεις. Αντιθέτως, οι Δημοκρατικοί μοιάζει να αποσυσπειρώνονται με κάθε ευκαιρία. Από τα μεγάλα θέματα, όπως το Μεσανατολικό, που μοιάζει να διχάζει Αραβες και Ισραηλινούς, που ανήκουν στο παραδοσιακό κοινό των Δημοκρατικών, μέχρι το αν έκανε καλά η Χάρις να χαρακτηρίσει τον Τραμπ φασίστα. Ο κύριος λόγος γι’ αυτό είναι η έλλειψη ενός συνεκτικού στόχου, που τους κρατάει να παλεύουν για τον ίδιο σκοπό. Με λίγα λόγια, λείπει το όραμα.
Η τρίτη διαφορά είναι ίσως και ο βασικός λόγος για τις άλλες δύο. Οι Ρεπουμπλικανοί σκέφτονται μακροπρόθεσμα, χτίζουν μεθοδικά και διαχρονικά. Οι Δημοκρατικοί έχουν σαφώς πιο στενό, οπτικό, χρονικό πεδίο. Η σημερινή μορφή του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος έχει τις ρίζες της στην προεκλογική καμπάνια του πατέρα Μπους, όταν μια ομάδα πολιτικών και επικοινωνιολόγων έχτισε μια συμμαχία που επιβιώνει, σε κάποια της μορφή, μέχρι και σήμερα. Αφού πέτυχαν την απαξίωση του Μάικ Δουκάκη, με την πρώτη χρήση των fake news, έμειναν μαζί για να εκλέξουν και τον γιο Μπους και, αργότερα, βοήθησαν να εκλεγεί ο Τραμπ. Στην πορεία, τα πρόσωπα άλλαξαν σε ένα βαθμό (για παράδειγμα, η οικογένεια Μπους διατείνεται ότι έχει αποτάξει αυτές τις πρακτικές) αλλά η κεντρική στόχευση και στρατηγική παραμένει άθικτη. Κομβικό ρόλο σε αυτήν τη μακροχρόνια προσέγγιση έχουν οι ιδέες που γεννούν τα συντηρητικά think tanks και τα χρήματα που προσφέρουν τα αντίστοιχα Superpacks (ομάδες χρηματοδότησης στα όρια του νόμου για τη χρηματοδότηση κομμάτων και υποψηφίων). Αποτέλεσμα αυτής της στρατηγικής είναι ότι το παραδοσιακό κοινό των Δημοκρατικών, δηλαδή οι μη προνομιούχοι, όπως οι αγρότες, οι βιομηχανικοί εργάτες, οι χαμηλόμισθοι κ.ά., να ψηφίζουν στην πλειονότητά τους τον Τραμπ και οι Δημοκρατικοί να έχουν περιοριστεί στη μεσαία τάξη των αστικών κέντρων.
Είναι δύσκολο να αγνοήσει κανείς τις ομοιότητες με τη σημερινή διάταξη των κομμάτων στην Ευρώπη. Και εδώ, το παραδοσιακό κοινό της σοσιαλδημοκρατίας έχει μεταφερθεί δεξιά ή ακροδεξιά. Και εδώ, τα μηνύματα των Σοσιαλδημοκρατών είναι συγκεχυμένα. Και εδώ, η στρατηγική τους παραμένει κοντόφθαλμη. Η απουσία οράματος για το μέλλον των ευρωπαϊκών αξιών έχει οδηγήσει στη συρρίκνωση και στον κατακερματισμό της Σοσιαλδημοκρατίας, σε σημείο που η ενωμένη Ευρώπη να ελέγχεται πλέον, σχεδόν ολοκληρωτικά, από δεξιές ιδέες και πρακτικές. Και ναι μεν ο Τσώρτσιλ είχε πει για τους Αμερικανούς: «Είμαι σίγουρος ότι οι φίλοι μας θα πάρουν τις σωστές αποφάσεις, αφού όμως έχουν εξαντλήσει όλες τις άλλες επιλογές». Οι Ευρωπαίοι, όμως;
* Ο κ. Παύλος Γερουλάνος είναι βουλευτής του ΠΑΣΟΚ.