Υπάρχει «φιλελληνική» πολιτική στις ΗΠΑ;

Υπάρχει «φιλελληνική» πολιτική στις ΗΠΑ;

Οι προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ δικαιολογημένα προσελκύουν το έντονο ελληνικό ενδιαφέρον.

υπάρχει-φιλελληνική-πολιτική-στις-563303821

Οι προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ δικαιολογημένα προσελκύουν το έντονο ελληνικό ενδιαφέρον. Από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι σήμερα, η συγκεκριμένη χώρα είναι ηγέτιδα δύναμη του ελεύθερου κόσμου και ο στενότερος σύμμαχος της Ελλάδας. Αυτή τη στιγμή κάθε πρόβλεψη για το τελικό αποτέλεσμα είναι μια παρακινδυνευμένη υπόθεση. Σύμφωνα με όλες τις σοβαρές δημοσκοπήσεις, η Κάμαλα Χάρις και ο Ντόναλντ Τραμπ έχουν περίπου τις ίδιες πιθανότητες να εκλεγούν στο ύπατο αξίωμα των ΗΠΑ. Ωστόσο, όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις μετά το 1974 νιώθουν εγγύτερα των Δημοκρατικών, για τρεις λόγους.

Πρώτον, ορισμένοι Αμερικανοί πρόεδροι που προέρχονται από το Δημοκρατικό Κόμμα είχαν ταχθεί υπέρ των ελληνικών θέσεων στο κυπριακό πρόβλημα (π.χ. επιστολή Τζόνσον προς Ινονού το 1964) ή στο ζήτημα της ονομασίας των Σκοπίων (βλ. αναγνώριση των Σκοπίων ως πΓΔΜ από διοίκηση Κλίντον το 1994). Από την άλλη πλευρά, οι Ρεπουμπλικανοί χρεώνονται την αμερικανική αμφιθυμία κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο το 1974 επί προεδρίας Νίξον και τη διπλωματική αναγνώριση των Σκοπίων με τη συνταγματική τους ονομασία το 2004 επί Μπους του νεότερου.

Δεύτερον, οι σημαντικότεροι Eλληνοαμερικανοί ηγέτες στο Κογκρέσο (Πολ Σαρμπάνης, Πολ Τσόγκας, Τζον Μπραδήμας) ήταν μέλη του Δημοκρατικού Κόμματος. Το ελληνοαμερικανικό λόμπι σημείωσε τις μεγαλύτερες επιτυχίες του στην Ουάσιγκτον χάρη στην επιρροή που έχει μέσα στους Δημοκρατικούς. Εξάλλου, ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της ομογένειας κατοικεί σε πολιτείες που παραδοσιακά υποστηρίζουν το Δημοκρατικό Κόμμα (Νέα Υόρκη, Μασαχουσέτη, Ιλινόι, Πενσιλβάνια). Αν και αρκετοί ομογενείς ψηφίζουν πλέον υπέρ των Ρεπουμπλικανών, σημαντικοί πολιτικοί των Δημοκρατικών (π.χ. Τζο Μπάιντεν, Μπομπ Μενέντεζ) ταυτίστηκαν τα τελευταία χρόνια με την ελληνοαμερικανική κοινότητα.

Τέλος, υπάρχει μια ανθρώπινη διάσταση που τείνουμε να παραβλέπουμε στην Ελλάδα. Μεγάλο κομμάτι του αστικού πολιτικού κόσμου έχει έρθει σε επαφή κυρίως με τη «δημοκρατική» πλευρά της Αμερικής. Λόγω σπουδών ή άλλων λόγων, αρκετοί Ελληνες πολιτικοί γνωρίζουν καλά τις πολιτικές αξίες και αρχές της φιλελεύθερης Αμερικής.

Το πρόβλημα με αυτή την ξεπερασμένη δυαδική ανάλυση (Δημοκρατικοί εναντίον Ρεπουμπλικανών) είναι ότι γίνεται μια επιλεκτική παρουσίαση των γεγονότων. Δημοκρατικοί πρόεδροι μερολήπτησαν υπέρ της Τουρκίας ουκ ολίγες φορές (π.χ. Τζίμι Κάρτερ με την άρση του εμπάργκο εναντίον της Τουρκίας το 1978, Μπιλ Κλίντον στην κρίση των Ιμίων το 1996), διότι θεώρησαν ότι έτσι εξυπηρετείται το εθνικό τους συμφέρον. Δεν υπάρχει, λοιπόν, μια «φιλελληνική» αμερικανική εξωτερική πολιτική και μια λιγότερο «φιλελληνική».

Η άποψη ότι οι Δημοκρατικοί είναι πιο κοντά στην Ελλάδα, είναι μάλλον ξεπερασμένη.

Επιπροσθέτως, ο Τραμπ έχει δώσει θετικά δείγματα γραφής σε ό,τι αφορά τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις. Κατά τη διάρκεια της προεδρίας του οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις αναβαθμίστηκαν σε στρατηγικό επίπεδο (π.χ. εκσυγχρονισμός στόλου F-16, επικαιροποιημένη συμφωνία αμοιβαίας αμυντικής συνεργασίας). Πολλοί προέβλεπαν τη σύσφιγξη των αμερικανοτουρκικών σχέσεων μετά τις εκλογές του 2016, αλλά τελικά ο ίδιος δεν δίστασε να σταματήσει την πώληση των μαχητικών F-35 στην Αγκυρα.

Οι δομικοί λόγοι που οδήγησαν την αμερικανική διπλωματία σε αλλαγή στάσης έναντι της Ελλάδας και της Τουρκίας δεν έχουν αλλάξει από τότε. Η Αγκυρα συνεχίζει να αυτονομείται έναντι της Δύσης και να επιδιώκει την απόκτηση ενός ρόλου περιφερειακής δύναμης. Σε αυτή την κρίσιμη γεωστρατηγικά περιοχή, οι μοναδικοί αξιόπιστοι σύμμαχοι των ΗΠΑ είναι η Ελλάδα, η Κύπρος και το Ισραήλ. Αυτή είναι μια παραδοχή που διαπερνάει τις κομματικές γραμμές στην Ουάσιγκτον ό,τι και να συμβεί στις επικείμενες εκλογές.

Τα μεγάλα κράτη έχουν συνέχεια και θεσμική μνήμη. Τα πρόσωπα έχουν μεγαλύτερη σημασία σε ζητήματα εσωτερικής διακυβέρνησης, παρά στην εξωτερική πολιτική. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι ο νέος πρόεδρος δεν μπορεί να υιοθετήσει μια διαφορετική προσέγγιση σε ζητήματα που έμμεσα αφορούν τη χώρα μας (π.χ. Ουκρανία, Κίνα). Να δείχνουμε όμως αυτοπεποίθηση ως χώρα-πυλώνας για την περιφερειακή ασφάλεια, χωρίς περιττές ανασφάλειες. Το διακύβευμα για την Ελλάδα στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές είναι μικρό.

*Ο κ. Μάνος Καραγιάννης είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και Reader in International Security στο King’s College London.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT