Η Ευρώπη «πρέπει να αναθεωρήσει ρηξικέλευθα τις θέσεις της στο θέμα της ασφάλειας» όποιος και να κερδίσει τις προεδρικές εκλογές της Τρίτης στις ΗΠΑ, τονίζει ο πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας Μάριο Μόντι.
Μιλώντας αποκλειστικά στην «Κ», ο κ. Μόντι λέει ότι όποιος υποψήφιος και να επικρατήσει, «θα ζητήσει από την Ευρώπη να αναλάβει μεγαλύτερο ρόλο στον καταμερισμό των βαρών. Ακόμα κι αν δεν το ζητούσαν, θα έπρεπε από μόνοι μας να αποφασίσουμε να μειώσουμε δραστικά την εξάρτησή μας από την αμερικανική ομπρέλα ασφαλείας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν μια σπουδαία χώρα· αλλά είναι πλέον μια πολύ ασταθής χώρα».
Αν κερδίσει ο Τραμπ, συνεχίζει ο Μόντι, «η συνοχή μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών θα γίνει ακόμα πιο σημαντική. Οταν εξελέγη (το 2016), ο Τραμπ ήταν εχθρικός προς την ενωμένη Ευρώπη, έστειλε τον Στιβ Μπάνον να προκαλέσει αναταραχή, προσπάθησε να μας διχάσει – αλλά δεν τα κατάφερε». Το αποδίδει αυτό στη συσπείρωση που προκάλεσε το Brexit αλλά και στον συνεκτικό ρόλο της Αγκελα Μέρκελ.
«Αυτή τη φορά (αν επανεκλεγεί ο Τραμπ), ελπίζω η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν να παίξει αυτόν τον ρόλο, να εξηγήσει στις κυβερνήσεις και στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη πόσο καταστροφικό θα ήταν να μην παραμείνουμε ενωμένοι». Αναφερόμενος στο πρόσφατο ταξίδι του Βίκτορ Ορμπαν –του οποίου η χώρα είναι προεδρεύουσα αυτό το εξάμηνο στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο– στη Γεωργία, μετά τις αμφιλεγόμενες βουλευτικές εκλογές του Σαββάτου, είναι ευθύς: «Κάτι τέτοιο δεν θα έπρεπε να επιτρέπεται».
Ο 81χρονος Μόντι, ισόβιος γερουσιαστής σήμερα, υπηρέτησε ως τεχνοκράτης πρωθυπουργός της Ιταλίας το 2011-13 (στο ζενίθ της ευρωκρίσης). Παλαιότερα, ήταν για μία δεκαετία επίτροπος (αρχικά Εσωτερικής Αγοράς, το 1995-99, και μετά Ανταγωνισμού έως το 2004). Βαθιά αφοσιωμένος στην ευρωπαϊκή ιδέα, στο νέο του βιβλίο («Demagony: Where the Politics of Illusions Leads») εξετάζει τους κινδύνους που προκύπτουν από τη νέα τάση κατευνασμού της ευρείας δυσαρέσκειας της κοινής γνώμης με την πολιτική με μέτρα δημοσιονομικού λαϊκισμού. Αυτό ήταν και το θέμα της ομιλίας του την Πέμπτη στην έναρξη του συνεδρίου του Ιδρύματος Καραμανλή για τα 50 χρόνια από τη Μεταπολίτευση – και η αφορμή για τη συζήτησή μας.
Κατάσταση «δημαγωνίας»
«Η Ευρώπη αντιμετωπίζει τεράστιες προκλήσεις και η πολιτική παντού ρέπει προς μια κατάσταση “δημαγωνίας”, όπως την περιγράφω στο πρόσφατο βιβλίο μου: την αγωνία της δημοκρατίας», λέει ο Μόντι. «Το χαρακτηριστικό αυτής της κατάστασης είναι μια αυξημένη αποξένωση μεταξύ του εκλογικού σώματος και των πολιτικών. Καθώς το αντιλαμβάνονται αυτό, οι πολιτικοί επιχειρούν να αποκαταστήσουν την επαφή τους με τους ψηφοφόρους όχι με το να κυβερνούν καλύτερα, αλλά με το να εξαγοράζουν τη συναίνεση: μοιράζοντας κάθε λογής επιδόματα και επιδοτήσεις και ελπίζοντας έτσι να κερδίσουν ξανά την εμπιστοσύνη των πολιτών».
Αυτού του είδους οι πολιτικές ήταν στον πυρήνα του δημοσιονομικού εκτροχιασμού της Ελλάδας που οδήγησε στη Μεγάλη Κρίση της προηγούμενης δεκαετίας, παρατηρώ. «Ετσι νομίζω. Στο βιβλίο μου, μάλιστα, γράφω ότι αυτό το ελληνικό φαινόμενο χαρακτηρίζει ολοένα και περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Είναι ένα γενικότερο φαινόμενο. Τα ζητήματα που αντιμετωπίζουμε σήμερα είναι πιο σύνθετα, απαιτούν πιο μακροπρόθεσμες λύσεις, συντονισμένες ενδεχομένως ακόμα και σε παγκόσμιο επίπεδο». Οι πολιτικοί, από την άλλη, «εστιάζουν ολοένα και περισσότερο σε λύσεις βραχυπρόθεσμες», που θα τους αποφέρουν άμεσα εκλογικά οφέλη, αλλά και στενά τοπικές –«υιοθετούν μια πιο εθνικιστική προσέγγιση»–, ενώ τα προβλήματα μπορούν να λυθούν «μόνο με διεθνή συνεργασία».
Σε αυτές τις δομικές αδυναμίες της σύγχρονης πολιτικής, σημειώνει, «προστίθενται οι συγκεκριμένες δυσκολίες που συνδέονται με ένα υπερεθνικό σύστημα όπως είναι η Ε.Ε.». Ενα από τα βασικά προβλήματα της Ενωσης, εκτιμά, είναι ότι τα κράτη-μέλη εξακολουθούν να έχουν πολύ διευρυμένες δυνατότητες να μπλοκάρουν κοινές πολιτικές. «Και η Κομισιόν, ενίοτε, για να μην αποξενώσει τις εθνικές κυβερνήσεις, επιδεικνύει υπερβολική συστολή στην επιβολή των Συνθηκών της Ε.Ε., κάτι που είναι η δουλειά της. Για παράδειγμα, η επαγρύπνηση απέναντι σε παραβιάσεις των κανόνων της ενιαίας αγοράς έχει γίνει λιγότερο ενεργητική κατά την τελευταία πενταετία».
Ως ευρωπαϊστής παλαιάς κοπής, ο πρώην επίτροπος Ανταγωνισμού εντοπίζει το θεσμικό πρόβλημα στη σταδιακή ενίσχυση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου εις βάρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Βάσει του οράματος του Ζαν Μονέ, εξηγεί, η Επιτροπή «προοριζόταν ως η μηχανή της ενοποίησης και η θεματοφύλακας του γενικού συμφέροντος της Ευρώπης».
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, από την άλλη, «αρχικά σχεδιαζόταν να αποτελεί ένα φόρουμ για τον γενικό προσανατολισμό της Ευρώπης. Αντ’ αυτού, έχει μεταβληθεί στο Σώμα που λαμβάνει τις πραγματικές αποφάσεις, σχεδόν για κάθε λεπτομέρεια της πολιτικής». Αλλά και εντός του Συμβουλίου, δεν είναι αναγκαστικά ο πρόεδρός του που έχει τον πρώτο λόγο. Ο Μόντι θυμάται ένα χαρακτηριστικό περιστατικό από την περίοδο που ήταν πρωθυπουργός.
Oπως αφηγείται, το 2012 είχε προτείνει στον τότε πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, τον Χέρμαν βαν Ρομπέι, να γίνει μια συζήτηση μεταξύ των ηγετών για τον αναδυόμενο λαϊκισμό στις ευρωπαϊκές χώρες και αν συνδέεται με την πολιτική της λιτότητας. «Ο πρόεδρος Βαν Ρομπέι ήταν πολύ θετικά διακείμενος στην ιδέα. Δύο μέρες αργότερα, όμως, με πήρε τηλέφωνο η Aγκελα Μέρκελ. Μου είπε “η ιδέα σου είναι εξαιρετική, αλλά θα προτιμούσα να την κάνουμε αργότερα, όταν η ελληνική κρίση θα έχει πλήρως ξεπεραστεί”. Και η συζήτηση αυτή δεν έγινε ποτέ».
Παρ’ όλα αυτά, ο Μόντι δηλώνει «αρκετά αισιόδοξος» για τη δεύτερη θητεία της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. Τον ρωτάω γιατί.
«Η Ευρώπη αντιμετωπίζει τεράστιες προκλήσεις και η πολιτική παντού ρέπει προς μια κατάσταση “δημαγωνίας”, όπως την περιγράφω στο πρόσφατο βιβλίο μου: την αγωνία της δημοκρατίας. Το χαρακτηριστικό αυτής της κατάστασης είναι μια αυξημένη αποξένωση μεταξύ του εκλογικού σώματος και των πολιτικών. Καθώς το αντιλαμβάνονται αυτό, οι πολιτικοί επιχειρούν να αποκαταστήσουν την επαφή τους με τους ψηφοφόρους όχι με το να κυβερνούν καλύτερα, αλλά με το να εξαγοράζουν τη συναίνεση: μοιράζοντας κάθε λογής επιδόματα και επιδοτήσεις».
«Γιατί βλέπω ένα παράθυρο ευκαιρίας. Σε μια εποχή αδυναμίας και ασυνεννοησίας μεταξύ των κυβερνήσεων της Γαλλίας και της Γερμανίας, σε ένα κενό εξουσίας», λέει, «η Φον ντερ Λάιεν αναδεικνύεται ενδεχομένως στην πολιτική προσωπικότητα με τη μεγαλύτερη επιρροή αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη». Oπως σημειώνει, κέρδισε τη δεύτερη θητεία της χάρη στις δικές της πολιτικές δεξιότητες και είναι η αδιαφιλονίκητα ηγετική φιγούρα εντός της νέας Επιτροπής.
Αυτό, ελπίζει, «θα ενισχύσει τη θέση της Κομισιόν απέναντι στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο». Και μαζί με τον Αντόνιο Κόστα (τον νέο πρόεδρο του Συμβουλίου) θα συμβάλλουν ώστε οι συναντήσεις των ηγετών «να οδηγούν στην περαιτέρω ενίσχυση του μισοτελειωμένου ευρωπαϊκού οικοδομήματος», όχι στην αποσυναρμολόγησή του και «στη χρήση της Ευρώπης ως αποδιοπομπαίου τράγου» στην εγχώρια πολιτική σκηνή του κάθε κράτους-μέλους.
Παραδέχεται πάντως ότι δεν συμμερίζονται πολλοί αυτή την προσδοκία για αναβάθμιση της Κομισιόν.
Περί Ντράγκι
Ο Μόντι χαρακτηρίζει «άριστη» την έκθεση Ντράγκι για την ανταγωνιστικότητα της Ε.Ε. και «εξαιρετική» την ιδέα της Φον ντερ Λάιεν να του αναθέσει τη συγγραφή της. «Περιλαμβάνει πολλές προτάσεις και ιδέες που ελπίζω να γίνουν αποδεκτές και να εφαρμοστούν στην πράξη».
Eχει, ωστόσο, μια σημαντική διαφωνία («μια ελάσσονα κριτική», την αποκαλεί ο ίδιος). «Κατά την άποψή μου, η έκθεση Ντράγκι εκφράζει μια κουλτούρα και μια πολιτική ατμόσφαιρα που είναι πολύ κοντά στις μεγάλες επιχειρήσεις – και ειδικά στις μεγάλες επιχειρήσεις της Γαλλίας και της Γερμανίας. Με το Ηνωμένο Βασίλειο πλέον εκτός, είναι πιο εύκολο για τη Γερμανία και τη Γαλλία, ενίοτε με τη βοήθεια και της Ιταλίας, να προωθήσουν μια πιο κορπορατιστική, λιγότερο φιλελεύθερη προσέγγιση».
Οταν μιλάει για «πιο φιλελεύθερη προσέγγιση», ο Μόντι εννοεί έναν πιο ενεργό ρόλο των ρυθμιστικών αρχών απέναντι σε επιχειρήσεις με δεσπόζουσα θέση (ώστε να διασφαλιστεί ο ελεύθερος ανταγωνισμός). «Στην εφαρμογή της έκθεσης Ντράγκι, πρέπει να θυμόμαστε ότι τα τελευταία πέντε χρόνια ακόμα και οι Αρχές στις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν γίνει πιο δραστήριες στην αστυνόμευση των μονοπωλιακών πρακτικών, θυμίζοντας περισσότερο την πολιτική της Ευρωπαϊκής Επιτροπής». Το ομοσπονδιακό υπουργείο Δικαιοσύνης, σημειώνει, έχει αναφερθεί στο ενδεχόμενο διάσπασης της Google, κάτι που «ήταν αδιανόητο έως πριν από λίγα χρόνια».
«Το μέγεθος μετράει», σημειώνει, «αλλά δεν είναι ο μόνος παράγοντας (που καθορίζει την ανταγωνιστικότητα), και θα ήταν κρίμα να αποδυναμωθεί ένα από τα πολύ λίγα εργαλεία που η Ε.Ε. έχει την εξουσία να ασκεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο, σε μια εποχή που ίσως είναι πιο σημαντικό από ποτέ να χρησιμοποιηθεί».
Μια από τις κρίσιμες προκλήσεις που καλείται να διαχειριστεί από κοινού η Ε.Ε. είναι η μετανάστευση, όπου τα τελευταία χρόνια είναι αισθητή μια σκληρή στροφή που εστιάζει στη φύλαξη των συνόρων, στην αποτροπή και στις επιστροφές. Υπάρχει χώρος στην Ευρώπη για ένα διάλογο για το μεταναστευτικό που να εξετάζει και τις θετικές πτυχές του για μια ευρωπαϊκή οικονομία που αντιμετωπίζει τεράστιες δημογραφικές προκλήσεις, ελλείψεις εργατικού δυναμικού και ελλείμματα στα συνταξιοδοτικά συστήματα;
«Ναι, απολύτως. Πρόκειται για ένα εξαιρετικό παράδειγμα της τάσης των πολιτικών να διεκδικούν ψήφους χωρίς να αντιμετωπίζουν στη ρίζα τους σημαντικά προβλήματα».
Η Μελόνι
Η κουβέντα μας στρέφεται στη δική του χώρα. Πώς βλέπει τις προοπτικές της ιταλικής οικονομίας; Πώς αξιολογεί τα μεταρρυθμιστικά πεπραγμένα της κυβέρνησης Μελόνι;
«Βλέπω πολύ θετικά τις επιδόσεις της κυβέρνησης Μελόνι στο πεδίο της δημοσιονομικής πειθαρχίας και τις σχέσεις της με την Ε.Ε. Η πρωθυπουργός αλλά και ο υπουργός Οικονομικών (Τζανκάρλο) Τζορτζέτι ενίοτε αποκαλούνται “Μοντιάνι” στον δημόσιο διάλογο στην Ιταλία, παρότι η Μελόνι μού ασκούσε δριμεία κριτική για αντίστοιχες πολιτικές που εφάρμοζα ως πρωθυπουργός. Είναι μεγάλη ανακούφιση κάποια πρώην λαϊκιστικά κόμματα, όπως αυτό της Μελόνι, να γίνονται πολύ υπεύθυνα όταν αναλαμβάνουν την εξουσία».
«Βλέπω πολύ θετικά τις επιδόσεις της κυβέρνησης Μελόνι στο πεδίο της δημοσιονομικής πειθαρχίας και τις σχέσεις της με την Ε.Ε. Η πρωθυπουργός αλλά και ο υπουργός Οικονομικών (Τζανκάρλο) Τζορτζέτι ενίοτε αποκαλούνται “Μοντιάνι” στον δημόσιο διάλογο στην Ιταλία, παρότι η Μελόνι μού ασκούσε δριμεία κριτική για αντίστοιχες πολιτικές που εφάρμοζα ως πρωθυπουργός. Είναι μεγάλη ανακούφιση κάποια πρώην λαϊκιστικά κόμματα, όπως αυτό της Μελόνι, να γίνονται πολύ υπεύθυνα όταν αναλαμβάνουν την εξουσία».
Η κουλτούρα της κυβέρνησης, ωστόσο, όπως λέει, δεν είναι φιλική προς τον ανταγωνισμό – «προσπαθούν να προστατεύσουν τη μία ή την άλλη ομάδα ψηφοφόρων». Για να ενισχυθεί το αναπτυξιακό δυναμικό της Ιταλίας «πρέπει αυτοί οι περιορισμοί να αρθούν, να ανοίξουν οι αγορές, ακόμα κι αν αυτό οδηγήσει σε απώλεια ψήφων».
Ο «φάρος» της Ελλάδας
Πριν γίνει πρωθυπουργός, με την ελληνική κρίση ήδη να μαίνεται, ο Μόντι είχε δηλώσει ότι η Ελλάδα ήταν η μεγαλύτερη επιτυχία της Ευρωζώνης. «Το έπαιζαν μετά συνέχεια εναντίον μου, όταν η Ελλάδα κινδύνευε να φύγει από το ευρώ», θυμάται. Αυτό που εννοούσε, εξηγεί, και που επαληθεύτηκε στη συνέχεια, ήταν ότι, ανεξαρτήτως πολιτικών κομμάτων και παρά τις μεγάλες δυσκολίες, ο ελληνικός λαός παρέμεινε σταθερός στην επιλογή της παραμονής στο ευρώ. «Αυτό ήταν ο φάρος που επέτρεψε να εφαρμοστούν οι αναγκαίες οικονομικές πολιτικές· αν η στάση των Ελλήνων απέναντι στο ευρώ ήταν πιο ψυχρή, η ιστορία θα είχε εξελιχθεί αλλιώς. Η επιμονή τους να υπομείνουν αυτά που απαιτούνταν για να παραμείνουν στο ευρώ ήταν υποδειγματική».