Στην Αμερική έζησα και εργάστηκα για τριάντα ακριβώς χρόνια, από το 1988 έως το 2018. Παρότι η βάση μου είναι τώρα στην Αγγλία, διατηρώ εκεί πολλές σχέσεις και πολλές συνεργασίες. Οι περισσότεροι φοιτητές μου, σε αμερικανικά πανεπιστήμια διδάσκουν και με την αμερικανική ακαδημαϊκή κοινότητα, που εννοείται είναι διεθνής, συνδιαλέγομαι κυρίως.
Η αλήθεια είναι πως δεν έζησα ακριβώς στην Αμερική. Για την ακρίβεια έζησα σε αμερικανικές πανεπιστημιουπόλεις. Και αυτές αποτελούν ένα ολόκληρο, συνεκτικό σύμπαν, διακριτές από την υπόλοιπη κοινωνία ακόμη και όταν είναι πλήρως ενταγμένες στον αστικό ιστό, όπως π.χ. στη Νέα Υόρκη. Στις πανεπιστημιουπόλεις αυτές μπορεί να περάσει κανείς ολόκληρη τη ζωή του καλύπτοντας ικανοποιητικά (και παραπάνω) όλες τις βιολογικές, υλικές και βεβαίως πνευματικές του ανάγκες, ελαχιστοποιώντας με τον τρόπο αυτό τις επαφές του με άλλους κοινωνικούς χώρους. Αυτή η πραγματικότητα δεν είναι ίδιον των πανεπιστημίων, αλλά σε σημαντικό βαθμό συνάρτηση της κλίμακας της χώρας, που είναι τόσο μεγάλη και τόσο νέα, ώστε να διατηρεί αυτόν τον ιδιότυπο κατακερματισμένο χαρακτήρα. Διαφορετική είναι δηλαδή η σφαίρα του θεάματος (με βάση το Λος Αντζελες) από αυτήν των νεόφυτων επιχειρήσεων (γύρω από τον Σαν Φρανσίσκο), των κυβερνητικών δραστηριοτήτων (στην Ουάσιγκτον) ή της τέχνης και του χρηματοοικονομικού κεφαλαίου (κυρίως στη Νέα Υόρκη) – και πάει λέγοντας. Είναι άρα εξαιρετικά δύσκολο να μιλήσει κανείς γενικεύοντας για την Αμερική με τον ίδιο τρόπο που κάνουμε λόγο για μια χώρα σαν την Ελλάδα.
Στην Αμερική που ξέρω, λοιπόν, θαυμάζω κυρίως τη γενναιοδωρία, την αισιοδοξία και τη διάχυτη καλή πίστη. Ούτε μία φορά δεν αισθάνθηκα ξένος ή υποδεέστερος. Η προφορά μου, τα σφάλματα που έκανα μιλώντας στα αγγλικά, δεν με έθεσαν ποτέ εκτός κάποιας παρέας ή συζήτησης. Η αίσθηση αυτή μπορεί να κυριαρχεί (ή τουλάχιστον κυριαρχούσε πριν από την επέλαση της «συμπεριληπτικής» καταιγίδας) στα πανεπιστήμια, αλλά τη συναντά κανείς και στις καθημερινές του επαφές με ανθρώπους από όλα τα στρώματα. Οι σχετικά περιορισμένες παραστάσεις των περισσότερων ανθρώπων, ο εγγενής επαρχιωτισμός τους, δείγμα και αυτός της τεράστιας κλίμακας της χώρας και στοιχείο που οδηγεί συχνά στον χαρακτηρισμό των Αμερικανών ως αφελών ή αθώων, στηρίζουν τελικά μια ισχυρή γενναιοδωρία και καλή πίστη. Πρακτικά, αυτό σημαίνει πως οι άνθρωποι εύκολα θα δεχθούν τις περισσότερες παραδοχές σου. Η ροπή τους προς σχέσεις πιο επιφανειακές, κάτι που κατακρίνεται συχνά, συμβάλλει σε μια αποδοχή που μπορεί να είναι ίσως επιδερμική, δεν παύει όμως να είναι πολλές φορές σωτήρια. Γενναιοδωρία, βέβαια, δεν σημαίνει πως όλα είναι ίσα κι όμοια, γιατί σε μια κοινωνία με την εμπορική παράδοση της Αμερικής υπάρχουν και γενικά τηρούνται προδιαγραφές: οι σχέσεις προϋποθέτουν κανόνες και η μη τήρησή τους μπορεί να συγχωρεθεί στην αρχή, αλλά όχι για πολύ. Με λίγα λόγια, θεωρώ πως δεν υπάρχει καλύτερη χώρα στον κόσμο για να ξεκινήσει κανείς τη ζωή του, να υλοποιήσει μια ιδέα, να βάλει μπροστά μια επιχείρηση. Και αυτό μεταφράζεται σε έναν απίστευτο δυναμισμό, στην οικονομία, στη γνώση, στις τέχνες, που δύσκολα συναντά κανείς αλλού.
Θεωρώ πως δεν υπάρχει καλύτερη χώρα στον κόσμο για να ξεκινήσει κανείς τη ζωή του, να υλοποιήσει μια ιδέα, να βάλει μπροστά μια επιχείρηση. Και αυτό μεταφράζεται σε έναν απίστευτο δυναμισμό, στην οικονομία, στη γνώση, στις τέχνες. Στάθης Ν. Καλύβας
Υπάρχει όμως και μια σκοτεινή πλευρά αυτής της ανοιχτής στάσης, που μεταφράζεται συχνά σε αδιαφορία για οτιδήποτε ξεπερνά την άμεσα ατομική σφαίρα. Προφανώς είναι πολλοί εκείνοι που δείχνουν έμπρακτο ενδιαφέρον για τους άλλους, που κάνουν εθελοντισμό ή χρηματοδοτούν φιλανθρωπικές δράσεις. Επικρατεί όμως και μια διάχυτη αντίληψη πως οι άνθρωποι είναι απολύτως και αποκλειστικά υπεύθυνοι για τη ζωή τους, γεγονός που εξηγεί μια στάση ουσιαστικής αποδοχής της ακραίας φτώχειας (ιδίως στους κόλπους μιας τόσο πλούσιας κοινωνίας) ή της ακραίας απομόνωσης και μοναξιάς (ανεξαρτήτως εισοδηματικού επιπέδου), είτε συμπεριφορών που παράγουν αντικοινωνικές διαστάσεις, από την ακραία οικονομική απληστία και καταναλωτική βουλιμία έως τη βία, την οπλοφορία και την οπλοκατοχή. Εχω συχνά την αίσθηση πως τα φαινόμενα που παρατηρούνται την τελευταία δεκαετία στην αμερικανική πολιτική σχετίζονται και με αυτή τη διάσταση. Πως δηλαδή, πέρα από κοινωνικοοικονομικές δυναμικές που έχουν αναλυθεί, υπάρχει μια υποδόρια ψυχολογική διάσταση, που γίνεται κατανοητή όταν τοποθετηθεί στο πλαίσιο αυτών των αξιών και στάσεων ζωής. Η ερμηνεία αυτή έχει μια απαισιόδοξη διάσταση: το πρόβλημα πάει πολύ βαθύτερα από την οικονομία. Εχει όμως και μια αισιόδοξη πλευρά: πάντοτε υπήρχε και πάντα ξεπερνιόταν αυτή η πλευρά των πραγμάτων.
*O κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, κάτοχος της έδρας Gladstone στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.