Ο Ντόναλντ Τραμπ θριάμβευσε στις προεδρικές εκλογές, καταφέρνοντας κατά τα φαινόμενα το απόλυτο, να ελέγξει δηλαδή τόσο τη Βουλή των Αντιπροσώπων όσο και τη Γερουσία. Η παγκόσμια κοινότητα ξυπνά σε ένα νέο περιβάλλον, καθώς ο 47ος Αμερικανός πρόεδρος, όταν αναλάβει τα καθήκοντά του τον Ιανουάριο, θα προωθήσει στα διεθνή ζητήματα μία ατζέντα διαφοροποιημένη σε αρκετά σημεία από αυτήν του προκατόχου του.
Πρώτο σημείο η διάθεση αποστασιοποίησης των ΗΠΑ από… περιττά μέτωπα, όπως αυτό της Ουκρανίας, αλλά και εν γένει η αποδέσμευση ή μάλλον η χαλαρότερη επίδειξη αλληλεγγύης προς τους εταίρους τους. Ο νέος Αμερικανός πρόεδρος έχει αναρωτηθεί δημόσια στο παρελθόν για τη χρησιμότητα του άρθρου 5 του ΝΑΤΟ, ουσιαστικά για την πεμπτουσία της ύπαρξης ενός οργανισμού με χαρακτηριστικά συλλογικής άμυνας και ασφάλειας και, αν ο χειρισμός του στο ζήτημα της Ουκρανίας είναι αυτός για τον οποίο μας έχει προδιαθέσει, δηλαδή βάζει πίεση κυρίως στο Κίεβο για την αποδοχή των εδαφικών τετελεσμένων, ενώ η πίεσή του προς τη Μόσχα είναι πιο χλιαρή, ακριβώς γιατί θα επιζητήσει μία γρήγορη συμφωνία, θα πρόκειται για ένα λάθος μήνυμα προς αναθεωρητές αλλά και τους συμμάχους. Θα ανοίξει την όρεξη των πρώτων και θα κλονίσει την εμπιστοσύνη των δεύτερων.
Στην Ευρώπη, μπορεί κάποιοι σήμερα να πανηγυρίζουν, προεξάρχοντος του Ορμπαν, αλλά και του Φίτσο στη Σλοβακία και της Μελόνι στην Ιταλία, όπως και άλλοι ηγέτες που διακατέχονται από τις ίδιες αντιλήψεις με τον Τραμπ, ωστόσο η mainstream πλευρά της Ευρώπης ανησυχεί περισσότερο απ’ ό,τι ελπίζει. Τυχόν βίαιη προσαρμογή σε ένα σχήμα όπου από τη μία οι Ηνωμένες Πολιτείες θα επιβάλουν δασμούς στα ευρωπαϊκά προϊόντα (είναι πρόσφατη η δήλωση Τραμπ ότι εφόσον οι Ευρωπαίοι δεν αγοράζουν αμερικανικά προϊόντα θα πρέπει να τιμωρηθούν) και από την άλλη θα εξαπολύσουν εμπορικό πόλεμο με την Κίνα, οπωσδήποτε θα φέρει την έτσι κι αλλιώς δυσκίνητη Ευρωπαϊκή Ενωση ενώπιον διλημμάτων και κυρίως προσαρμογών που μόνο εύκολες δεν είναι. Τόσο γιατί ο τρόπος λήψης αποφάσεων δίνει τη δυνατότητα στους εντός Ευρώπης υποστηρικτές, ίσως στο μέλλον και δούρειους ίππους του Τραμπ, να μπλοκάρουν αποφάσεις για μεγαλύτερη αυτονομία της Ε.Ε. σε διάφορα πεδία, όσο και γιατί η τελευταία δεν φαίνεται αυτή τη στιγμή ικανή να αντιμετωπίσει ένα ακόμη πιο απρόβλεπτο διεθνές περιβάλλον, με διατάραξη της λειτουργίας της αγοράς. Ετσι κι αλλιώς, αυτή τη στιγμή υπολείπεται σε ανταγωνιστικότητα, σε προσέλκυση επενδύσεων αλλά και σε καινοτόμες τεχνολογίες.
Εχει επίσης ενδιαφέρον η στάση του Τραμπ απέναντι σε διεθνείς συνθήκες και συμφωνίες, που, αν είναι ανάλογη της πρώτης τετραετίας του, τότε θα δούμε την εκ νέου απόσυρση των ΗΠΑ, ενδεχομένως από τη Συνθήκη των Παρισίων για την κλιματική αλλαγή. Πέραν του ευτράπελου, με την Ουάσιγκτον να έχει υπογράψει την εν λόγω συμφωνία, εν συνεχεία να έχει αποσυρθεί, αργότερα να επιστρέφει επί Μπάιντεν και τώρα πιθανόν να αποχωρήσει εκ νέου, θα δημιουργηθεί έτσι ένα ακόμη μεγαλύτερο κενό εξουσίας στην ήδη κλονισμένη παγκόσμια τάξη πραγμάτων.
Στη Μέση Ανατολή η κληρονομιά του Τραμπ είναι οι συμφωνίες του Αβραάμ και προφανώς θα επιχειρήσει να τις προωθήσει εκ νέου ή να τις παγιώσει, σε πολύ διαφορετικές περιφερειακές συνθήκες. Θα θελήσει να κλείσει το μέτωπο του πολέμου του Ισραήλ με τους πληρεξουσίους του Ιράν (δεν αποκλείεται να ασκήσει πίεση και στους Ισραηλινούς για να το πράξουν γρήγορα), δεν θα νοιαστεί για ενδεχόμενη απόφαση του Τελ Αβίβ να προσαρτήσει τη βόρεια Γάζα και να εποικίσει μέρος αυτής, από την άλλη πρόσφατα εμφανίστηκε να απορρίπτει την ανατροπή του ιρανικού καθεστώτος. Είναι όμως σαφώς πιο ανοιχτός, αν όχι υποστηρικτικός, σε επίθεση στις πυρηνικές εγκαταστάσεις της Τεχεράνης, αν και η σχέση του με τον Νετανιάχου δεν αναμένεται ανέφελη. Οσο παράδοξο κι αν ακούγεται, ο Τραμπ ενοχλήθηκε σφόδρα με την επιλογή του να καλέσει το 2020 τον Μπάιντεν και να τον συγχαρεί, ενώ αυτός αμφισβητούσε το αποτέλεσμα. Ετσι κι αλλιώς, ο απρόβλεπτος τρόπος με τον οποίο πολιτεύεται ο Τραμπ, παρά τους ισχυρούς δεσμούς του φιλοϊσραηλινού λόμπι με τον ίδιο, δεν αποκλείεται να υποχρεώσει τον Νετανιάχου να είναι πιο προσεκτικός στις κινήσεις του.
Οπως, άλλωστε, μου επισήμανε συνομιλητής μου, ο οποίος γνωρίζει καλά τον Τραμπ, το μεγάλο πλεονέκτημά του όταν διαπραγματεύεται είναι η ανησυχία των συνομιλητών του ότι είναι ικανός για όλα.
* O κ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων (IGA) και καθηγητής του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος.