Καλύτερα ένα τέλος με τρόμο παρά ένας τρόμος χωρίς τέλος. Το γερμανικό αυτό ρητό ανέσυραν οι δημοσιογράφοι στη χώρα ως σχόλιο για τον αιφνίδιο θάνατο του τρικομματικού κυβερνητικού συνασπισμού του «Φαναριού», όπως ονομάστηκε από τα χρώματα των τριών κομμάτων, Σοσιαλδημοκρατών (SPD), Πρασίνων και Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP), που συνέπεσε με τον εκλογικό θρίαμβο του Ντόναλντ Τραμπ. Η συγκυρία δεν θα μπορούσε να είναι χειρότερη.
Τη στιγμή ακριβώς που η Ε.Ε. ανασκουμπώνεται και αναζητάει τη γεωπολιτική αυτονομία της στην προοπτική μιας εχθρικής αμερικανικής κυβέρνησης, που θα επιβάλει δασμούς και θα προχωράει σε διπλωματική αναδίπλωση με πρώτο θύμα την Ουκρανία, η σημαντικότερη χώρα της τελεί σε βαθιά κρίση.
Η ένταση στους κόλπους της γερμανικής κυβέρνησης ξέσπασε την περασμένη εβδομάδα μετά τη διαρροή εγγράφου του τέως υπουργού Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ, ενόψει κατάθεσης του προϋπολογισμού. Mε τίτλο «Οικονομική μετάβαση για τη Γερμανία – οικονομικές ιδέες για ανάπτυξη και διακυβερνητική δικαιοσύνη», το μανιφέστο Λίντνερ, το οποίο δεν είχε γίνει αντικείμενο διαβούλευσης με τους εταίρους του, τον καγκελάριο Ολαφ Σολτς και τον Πράσινο αντικαγκελάριο Ρόμπερτ Χάμπεκ, ζητούσε χαλάρωση περιβαλλοντικών νόμων, όπως εκείνου για τη μείωση των εκπομπών ρύπων, μειώσεις φόρων, περιορισμό των κοινωνικών επιδομάτων.
Πάνω από όλα, όμως, στρεφόταν κατά του γερμανικού δρόμου προς την πράσινη μετάβαση, βάλλοντας ευθέως κατά των Πρασίνων, που έχουν γίνει αγαπημένος στόχος των πιο συντηρητικών, ενίοτε και ακροδεξιών, στη Γερμανία ως εκπρόσωποι της woke κουλτούρας και των ακριβών οικολογικών ευαισθησιών, μιας γερμανικής εκδοχής της «Αριστεράς του χαβιαριού».
«Αίτηση διαζυγίου»
Η δημοσιοποίηση του εγγράφου έγινε αντιληπτή ως έμμεση «αίτηση διαζυγίου» από τους δύο άλλους εταίρους. Οι προτάσεις του ήταν ασύμβατες με τις απόψεις Σοσιαλδημοκρατών και Πρασίνων, άρα ο Λίντνερ τις άφησε να διαρρεύσουν επειδή είναι αποφασισμένος να εγκαταλείψει το σκάφος κι έχει ξεκινήσει ήδη την προεκλογική εκστρατεία του. Αυτή ήταν η βασική ερμηνεία από την πλειοψηφία του Τύπου.
Στις τελευταίες δημοσκοπήσεις το FDP χαροπαλεύει στο εκλογικό όριο του 5%, μετά την κρίση όμως αύξησε την επιρροή του κατά 1%. Στις τρεις τοπικές αναμετρήσεις του 2024 τα ποσοστά του κυμάνθηκαν επίσης κάτω από 5%, απέτυχε δηλαδή να εκπροσωπηθεί στα κοινοβούλια των κρατιδίων, ενώ στη Σαξονία έπεσε ακόμη και κάτω από 1%. Tο γεγονός ότι σε επίπεδο ρητορικής ο Λίντνερ ηχεί όλο και συχνότερα σαν τον επικεφαλής των Χριστιανοδημοκρατών, Φρίντριχ Μερτς, κίνησε τις υποψίες των δημοσιογράφων ότι τα δύο κόμματα οδεύουν προς μια μετεκλογική συνεργασία, όποτε κι αν διεξαχθούν οι πρόωρες εκλογές.
Η συνέχεια ήταν προδιαγεγραμμένη. Επειτα από άκαρπες προσπάθειες να καμφθεί η προσκόλληση του Λίντνερ στο φρένο χρέους και να δοθεί περισσότερη δημοσιονομική ευελιξία στην κυβέρνηση, ο Σολτς τον απομάκρυνε.
Η Ευρώπη δεν έχει την πολυτέλεια να παρακολουθεί τη μεγαλύτερη οικονομία της σε αναζήτηση κυβέρνησης ενώ ο Αμερικανός πρόεδρος θα υλοποιεί τις εξαγγελίες του.
Μίλησε με σκαιότατα λόγια για τη θητεία Λίντνερ στο υπουργείο Οικονομικών. Τον αποκάλεσε εγωιστή, ανεύθυνο που επιδίδεται σε μικροπολιτική, με αποτέλεσμα να διαρραγεί η μεταξύ τους εμπιστοσύνη.
Τα βήματα του αρχηγού τους ακολούθησαν όλοι οι υπουργοί του FDP, με εξαίρεση τον υπουργό Μεταφορών, Φόλκερ Βίσινγκ, ο οποίος ανέλαβε μάλιστα και το υπουργείο Δικαιοσύνης. Υπουργός Οικονομικών στη θέση του Λίντνερ χρίστηκε ο στενός συνεργάτης του Σολτς, Γιοργκ Κούκις, ο οποίος θα μείνει στο πόστο του μόνο για λίγους μήνες. Το στοίχημα του FDP, πως «καλύτερα να μένει ένα κόμμα εκτός εξουσίας παρά να κυβερνάει άσχημα», μένει να αποδειχθεί.
Μέσα στην παγωμένη ατμόσφαιρα του προεδρικού μεγάρου Μπέλβιου, ο πρόεδρος της χώρας Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάγερ απάλλαξε από τα καθήκοντά τους υπουργούς των Ελεύθερων Δημοκρατών και επιφύλαξε μια καλή κουβέντα για τον Λίντνερ, τον οποίο εξήρε για την αφοσίωσή του στο φρένο χρέους. Το γεγονός όμως ότι ο Βίσινγκ αρνήθηκε να συμμορφωθεί με τη γραμμή του κόμματός του μάλλον ευνοεί τον καγκελάριο, καθώς ο υπουργός Μεταφορών επέδειξε κυβερνητικό πατριωτισμό.
Μη βιώσιμο σχέδιο
Πάντως, ούτε το σχέδιο του Σολτς είναι βιώσιμο: το να παραμένει δηλαδή στην εξουσία μια αδύναμη κυβέρνηση μειοψηφίας μέχρι τις αρχές του νέου έτους, προκειμένου να περάσει κάποιους νόμους από τη Βουλή, δύσκολα μπορεί να γίνει ανεκτό – ειδικά από την αντιπολίτευση.
Ο καγκελάριος είχε χθες μια πρώτη επαφή με τον Χριστιανοδημοκράτη ηγέτη, αλλά ο Μερτς επιμένει σε δραστικές λύσεις, με άμεση προσφυγή στις κάλπες. Ισως έχει δίκιο.
Με το σκεπτικό του Σολτς, οι εκλογές θα διεξάγονταν στα τέλη Μαρτίου και η νέα κυβέρνηση (πιθανότατα ένας μεγάλος συνασπισμός με το SPD να είναι ο μικρότερος σύμμαχος των Χριστιανοδημοκρατών) θα σχηματιζόταν το νωρίτερο τον Μάιο.
Ολοι στο Βερολίνο και στις Βρυξέλλες συμφωνούν ότι αυτό είναι πολύ αργά. Η γερμανική οικονομία είναι σε τέλμα. Για δεύτερη φορά στην πρόσφατη ιστορία της η Γερμανία είναι ο μεγάλος ασθενής της Ευρώπης.
Ο Τραμπ ορκίζεται στα τέλη Ιανουαρίου. Η Ευρώπη δεν έχει την πολυτέλεια ούτε τον χρόνο να παρακολουθεί τη μεγαλύτερη οικονομία της σε αναζήτηση κυβέρνησης έπειτα από πολύμηνη πολιτική αστάθεια, ενώ ο Αμερικανός πρόεδρος θα εφαρμόζει την προαναγγελθείσα πολιτική του. Οπως επισήμανε η Ζeit σε άρθρο της: «Κάθε εβδομάδα μετράει».
Σπάνιες οι πρόωρες εκλογές στη χώρα
Η πλειονότητα των Γερμανών τάσσεται υπέρ των πρόωρων εκλογών, παρόλο που η πολιτική παράδοση στη χώρα θέλει τις κυβερνήσεις να εξαντλούν την τετραετία. Σύμφωνα με δημοσκόπηση του πρώτου καναλιού της γερμανικής τηλεόρασης, το 53% εύχεται να διαλυθεί γρήγορα ο κυβερνητικός συνασπισμός, ενώ το 40% θεωρεί ότι πρέπει να συνεχίσει το έργο του μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2025, οπότε είναι προγραμματισμένες οι εκλογές. Οι πλέον ένθερμοι οπαδοί των πρόωρων εκλογών είναι οι ψηφοφόροι της Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD) με 88% και έπονται οι υποστηρικτές του νεοπαγούς κόμματος της Ζάρα Βάγκενκνεχτ (BSW) με 82%. Στον αντίποδα, μόνο 18% των Πρασίνων θέλουν να εκπνεύσει ο βίος της σημερινής κυβέρνησης Σολτς, ενώ δεν κατέστη δυνατόν να ανιχνευθεί η επιρροή του FDP, που προκάλεσε και την κρίση, στη δημοσκόπηση.
Ο γερμανικός βασικός νόμος προβλέπει μία αυστηρή διαδικασία για τη διάλυση της Βουλής, χωρίς να της εκχωρεί δικαίωμα αυτοδιάλυσης. Πρέπει να έχει προηγηθεί η απώλεια από την κυβέρνηση της ψήφου εμπιστοσύνης του σώματος και τότε προκηρύσσονται εκλογές από τον πρόεδρο εντός 21 ημερών.
Οι πρώτες πρόωρες εκλογές στη μεταπολεμική ιστορία της Γερμανίας έλαβαν χώρα το 1972. Η κατάθεση πρότασης μομφής κατά του καγκελαρίου Βίλι Μπραντ, που θα οδηγούσε στην εξουσία τον Ράινερ Μπάρτσελ (CDU) απέτυχε μεν, αλλά η συμμαχική κυβέρνηση είχε απολέσει μία αποτελεσματική πλειοψηφία στη Βουλή. Μετά την αναμέτρηση επανεξελέγη. Το 1982 το FDP εγκατέλειψε τη σοσιαλδημοκρατική – φιλελεύθερη κυβέρνηση για να συνεργαστεί με τους Χριστιανοδημοκράτες, ανοίγοντας τον δρόμο στον Χέλμουτ Κολ στην καγκελαρία. Οι πρόωρες εκλογές δεν αποφεύχθηκαν τελικά και τον Μάρτιο της επόμενης χρονιάς εξελέγη ξανά ο κιτρινόμαυρος συνασπισμός υπό τον Κολ. Μετά την εκλογική ήττα του SPD στις τοπικές εκλογές της Βόρειας Ρηνανίας – Βεστφαλίας το 2005, ο επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος, Φραντς Μιντεφέρινγκ ζήτησε πρόωρες εκλογές με το επιχείρημα ότι έχει χαθεί η εμπιστοσύνη στην κοκκινοπράσινη κυβέρνηση του Βερολίνου. Ο καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ απηύθυνε την πρόταση εμπιστοσύνης στη γερμανική Βουλή, η οποία αρνήθηκε να του παράσχει κάλυψη. Ο πρόεδρος Χορστ Κέλερ προχώρησε στη διάλυση της Μπούντεσταγκ και την προκήρυξη πρόωρων εκλογών. Τελικά, στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2005 η κοκκινοπράσινη συμμαχία έχασε την πλειοψηφία.