Σε αντίθεση με τον Ντόναλντ Τραμπ, οι Δημοκρατικοί δεν «ζύγισαν» το κοινό αίσθημα που κυριαρχεί στο μεγαλύτερο μέρος της αμερικανικής κοινωνίας. Η προσπάθεια της Κάμαλα Χάρις εξαντλήθηκε σε μια σύντομη όσο και επιφανειακή καμπάνια και τώρα ο νικητής των εκλογών πιθανώς θα πράξει ακριβώς ό,τι υποσχέθηκε.
Αν οι προβλέψεις επιβεβαιωθούν, ο κόσμος θα πρέπει να ξεχάσει την Αμερική που γνώριζε και σύμφωνα με το δυσμενές σενάριο οφείλει να προετοιμαστεί για γερές δόσεις χάους ή τουλάχιστον ρευστότητας στο διεθνές σύστημα. Στον απόηχο των εκλογών-οροσήμου της 5ης Νοεμβρίου, οι ειδικοί στις ΗΠΑ έχουν επιδοθεί σε μια εντατική προσπάθεια αναζήτησης των συνθηκών που μάλλον πέρασαν κάτω από τα ραντάρ τους.
Πώς κέρδισε ο Τραμπ, πώς έχασε η Χάρις
Η αθυροστομία του δεν ήταν ικανή να ανακόψει τη δυναμική του. Αντιθέτως. «Ο Τραμπ κέρδισε επειδή ο ρόλος του ως αρχιστρατήγου των λαϊκιστών ξεπέρασε τον αγνώριστο πλέον συνασπισμό του Δημοκρατικού Κόμματος, το οποίο εκπροσωπεί περισσότερο τις ανησυχίες και τις αξίες των ελίτ στη Νέα Υόρκη, στο Λος Αντζελες και στην Ουάσιγκτον. Η εκστρατεία της Χάρις, παρά το γεγονός ότι συγκέντρωσε περίπου 1 δισ. δολάρια σε χορηγίες κατά τη διάρκεια μιας προσπάθειας 107 ημερών, δεν συνδέθηκε ποτέ με ψηφοφόρους σε πολιτείες που είχαν σημασία. Οι υπεύθυνοι της εκστρατείας πίστευαν ότι με τα χρήματα μπορούσαν να μετακινήσουν τους ψηφοφόρους. Δεν κατάλαβαν –και μπορεί να είναι προϊόν λανθασμένων δημοσκοπήσεων– ότι οι ψηφοφόροι ήταν θυμωμένοι και απογοητευμένοι. Το κυριότερο, αρνήθηκαν να χαρακτηριστούν αντικειμενικά ως Δημοκρατικοί απλώς και μόνον λόγω φυλής, φύλου και γεωγραφίας», τονίζει στην «Κ» ο βετεράνος επικοινωνιολόγος των Δημοκρατικών Χανκ Σάινκοπφ, ο οποίος κάνει λόγο για μοιραία λάθη στρατηγικής που κόστισαν στο κυβερνών κόμμα.
«Ο Τραμπ αποδείχθηκε ασταμάτητος, παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως λαϊκιστή, αντισυστημικό υποψήφιο. Η Χάρις έκανε αποτελεσματική εκστρατεία, αλλά αντιμετώπισε μια δύναμη της φύσης που επαναπροσδιορίζει την αμερικανική πολιτική με τη δική του βάναυση εικόνα», υπογραμμίζει στην «Κ» από τη δική του οπτική ο Τζέικομπ Χάιλμπρουν, αρθρογράφος του National Interest, ανώτερος συνεργάτης του Atlantic Council, ο οποίος εστιάζει λιγότερο στις ευθύνες των Δημοκρατικών και περισσότερο στο φαινόμενο Τραμπ.
Ομως, κοινή συνισταμένη στις τοποθετήσεις Αμερικανών αναλυτών είναι η παραδοχή για προβληματική κατανομή του πλούτου και κυρίως των ευκαιριών στις ΗΠΑ, οι επιπτώσεις της οποίας πέρασαν κάτω από το ραντάρ των εκλογολόγων.
«Πάνω απ’ όλα, ο Τραμπ κέρδισε γιατί αιχμαλώτισε και εκμεταλλεύθηκε τον μεγάλο θυμό που επικρατεί στη χώρα. Με τρόπους που η Χάρις, πολύ απλά, δεν μπόρεσε να κάνει. Αυτό είναι όλο. Στις ΗΠΑ επικρατεί σήμερα ανασφάλεια και πόλωση. Η πολιτική προσωπικότητα του Τραμπ “κούμπωσε” με την ατμόσφαιρα που κυριαρχεί. Δεν είναι απλώς ζήτημα λαϊκιστικής πολιτικής. Ούτε ένα ακόμη είδος εξέγερσης ενάντια στις ελίτ. Είναι και αυτό, όμως δεν είναι πια μόνο αυτό. Βιώνουμε από πολλές απόψεις μια διάσταση εμφυλίου πολέμου ακόμη και στο εσωτερικό των ελίτ στις ΗΠΑ – αρκεί να αναλογιστεί κανείς τα χρηματικά ποσά που δαπανώνται κατά τη διεξαγωγή μιας εκστρατείας. Η δυσαρέσκεια είναι βαθιά και δεν περιορίζεται απλώς στα λιγότερο ευημερούντα τμήματα της αμερικανικής κοινωνίας», εξηγεί στην «Κ» ο Ιαν Λέσερ, επικεφαλής σύμβουλος στο γραφείο του German Marshall Fund στις Βρυξέλλες, ο οποίος αναφέρεται τόσο στις οικονομικές όσο και στις ταυτοτικές παραμέτρους της ιδεολογικής σύγκρουσης στην Αμερική.
Αν είχε αποσυρθεί νωρίτερα ο Μπάιντεν;
Θεωρείται πως όποιος και να ήταν ο υποψήφιος των Δημοκρατικών σε αυτές τις εκλογές, θα έπεφτε θύμα της διάχυτης ανασφάλειας για το μέλλον. «Με δεδομένο τον βαθμό δυσαρέσκειας στις ΗΠΑ γύρω από την οικονομία, την κατάσταση στα σύνορα και τα πολιτικά όπως και πολιτισμικά ζητήματα, θα ήταν πολύ δύσκολο για οποιαδήποτε προσωπικότητα που σχετίζεται με την τρέχουσα κυβέρνηση να λάβει την απαραίτητη υποστήριξη. Η αντιπρόεδρος Χάρις συνδέθηκε με τις ελλείψεις της διακυβέρνησης των Δημοκρατικών. Πόσο μάλλον, από τη στιγμή που μέρος του χαρτοφυλακίου της ήταν η διαχείριση των συνόρων», αναφέρει ενδεικτικά ο Λέσερ, ξετυλίγοντας τους λόγους για τους οποίους η υποψήφια των Δημοκρατικών δεν κατάφερε να σηκώσει το βάρος στους ώμους της.
«Μπορούμε να υποθέσουμε και να θεωρήσουμε ότι αν ο πρόεδρος Μπάιντεν είχε τερματίσει την προσπάθεια επανεκλογής του νωρίτερα, ίσως το αποτέλεσμα να ήταν διαφορετικό. Ενδεχομένως, ναι. Ωστόσο, ο πληθωρισμός και η παράνομη μετανάστευση δεν αντιμετωπίστηκαν ποτέ συναισθηματικά από τη Χάρις, η προσπάθεια της οποίας εξαντλήθηκε στη ρητορική υπεκφυγή αντί να βασιστεί στην αντιπαράθεση επί των ζητημάτων και στην παρουσίαση σχεδίων δράσης», παρατηρεί από τη δική του πλευρά ο Χανκ Σάινκοπφ.
Θα ξεκοιλιάσει το «βαθύ κράτος»
Το ερώτημα πλέον είναι ποιος Τραμπ θα εμφανιστεί στη δεύτερη θητεία του. «Θα κρατήσει τον λόγο του, θα πράξει ακριβώς αυτό που υποσχέθηκε», εκτιμά ο Σάινκοπφ, ο οποίος θεωρεί ότι ο κόσμος πρέπει πραγματικά να προετοιμαστεί για μια πολύ διαφορετική Αμερική από το 2025.
Στο μεταξύ, ο νικητής των εκλογών έχει πείσει αναλυτές όπως ο Χάιλμπρουν για την εκδικητικότητα που θα διέπει την επιστροφή στον Λευκό Οίκο: «Αναμένω ότι ο Τραμπ θα αρχίσει να συλλαμβάνει και να απελαύνει αιτούντες άσυλο και μετανάστες από την πρώτη ημέρα της θητείας του, σε μια επιχείρηση που θα συμπεριλαμβάνει την κατασκευή στρατοπέδων στα νότια σύνορα, όπου και θα στεγαστούν προτού απελαθούν. Θα “ξεκοιλιάσει” το λεγόμενο βαθύ κράτος – τη CIA και το FBI. Aπό υπερδύναμη, η Αμερική θα καταστεί φθίνουσα δύναμη».
Ο ίδιος θεωρεί ότι ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ θα επιδιώξει στενούς δεσμούς με ηγέτες που θεωρεί φυσικούς συμμάχους του, αναφέροντας τους Πούτιν, Ορμπαν, Νετανιάχου και Ερντογάν. «Θα παραδώσει την Ουκρανία στον Πούτιν. Θα απελευθερώσει τον Νετανιάχου ώστε να καταστρέψει ολοσχερώς τη Λωρίδα της Γάζας και να αυξήσει την πίεση στους Παλαιστινίους της Δυτικής Οχθης. Ο Τραμπ βλέπει σαν βάρη τους δημοκρατικούς συμμάχους των ΗΠΑ. Θέλει να επιστρέψει σε ένα μοντέλο ισορροπίας δυνάμεων μέσα στο οποίο όλες οι δυνάμεις επιδιώκουν την επιρροή η μία εναντίον της άλλης. Το αποτέλεσμα θα είναι να εισαγάγει χάος στο διεθνές σύστημα. Ο Τραμπ δεν είναι πολιτικός, είναι επαναστάτης», αναφέρει σε δραματικούς τόνους ο Χάιλμπρουν.
Πιο συγκρατημένος εμφανίζεται ο Ιαν Λέσερ: «Θα πρέπει να δούμε ποιους θα διορίσει και τι θα κάνουν αυτοί που θα διορίσει. Θα εισαχθούν πολλά άτομα σε διαφορετικά επίπεδα της αμερικανικής διοίκησης, τόσο για την εσωτερική όσο και για την εξωτερική πολιτική. Στην εκστρατεία του, ο Τραμπ επισήμως αποκήρυξε το Project 2025 (σ.σ. το ρεβανσιστικό πρόγραμμα που έχουν εκπονήσει υποστηρικτές του και προβλέπει, μεταξύ άλλων, προγραφές ανεπιθύμητων δημόσιων λειτουργών). Στην πραγματικότητα, βέβαια, στοιχεία από αυτές τις προτάσεις θα είναι σίγουρα μέρος της προσέγγισης που θα ακολουθήσει – είτε πρόκειται για την παράνομη μετανάστευση, είτε για τον προστατευτισμό. Σίγουρα θα συμμεριστεί τον σκεπτικισμό για το κράτος και τη λειτουργία του».
Η κοσμοθεωρία του Τραμπ στηρίζεται στον οικονομικό εθνικισμό και στον απομονωτισμό – την απόσυρση των ΗΠΑ από τα διεθνή μέτωπα. Εξ ου και θεωρητικά αναμένεται να είναι φειδωλός με τη χρήση της αμερικανικής στρατιωτικής δύναμης. Εχει υποσχεθεί ότι στην Ουκρανία θα προσπαθήσει να επιβάλει με κάποιον τρόπο τουλάχιστον κατάπαυση του πυρός, αν όχι το τέλος της σύγκρουσης. «Μένει να φανεί αν μπορεί πράγματι να επιβάλει κάτι τέτοιο με τη δύναμη της προσωπικότητας και της διπλωματίας. Το βέβαιο είναι ότι θα υποστηρίξει λιγότερο την πολιτική των ΗΠΑ απέναντι στη Ρωσία. Θα είναι επίσης δύσπιστος και δύσκολος εταίρος στο ΝΑΤΟ, αλλά μάλλον δεν θα επιχειρήσει να βγάλει τις ΗΠΑ από τη Συμμαχία. Στη Μέση Ανατολή, θα είναι λιγότερο διατεθειμένος να πιέσει την κυβέρνηση Νετανιάχου σχετικά με την πολιτική που ασκεί στη Γάζα και στον Λίβανο. Θα τηρήσει σίγουρα μια πιο σκληρή στάση απέναντι στο Ιράν, η οποία δεν θα είναι ιδιαίτερα παρεμβατική απαραίτητα. Θα είναι, πάντως, πολύ δύσκολο να ξαναρχίσουν οι διαπραγματεύσεις για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν», σχολιάζει ο Λέσερ, ο οποίος επιλέγει τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις ως παράδειγμα για τους τομείς στους οποίους θα μπορούσε να εκδηλωθεί η απρόβλεπτη συμπεριφορά του Τραμπ.
Κρύο και ζέστη με τον Ερντογάν
«Είδαμε και στην πρώτη θητεία τις διαφορετικές πτυχές της προσέγγισης που μπορεί να έχει απέναντι στον Ερντογάν. Από τη μία, κατά κάποιον τρόπο, είχε αναπτύξει μια σχέση μαζί του. Από την άλλη, ήταν ιδιαίτερα επικριτικός για θέματα όπως οι S-400. Εκτιμώ ότι τα είδη των ανθρώπων που θα έρθουν στο κατεστημένο της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας στη δεύτερη κυβέρνηση Τραμπ θα είναι πολύ ευαίσθητα στις αντιδυτικές πτυχές της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας. Ακόμη και αν υπάρχει κάποια “συγγένεια” σε προσωπικό επίπεδο μεταξύ Τραμπ και Ερντογάν, τα ζητήματα πολιτικής θα παραμείνουν πολύ δύσκολα. Στο τέλος της ημέρας, δεν νομίζω ότι υπάρχει λόγος να περιμένουμε ιδιαίτερες αλλαγές όσον αφορά την πολιτική των ΗΠΑ στη Μεσόγειο».