Αλεξάντερ Ε. Ξενόπουλος
Ακούστε το άρθρο
Το 2024, για πρώτη φορά στην ιστορία της σύγχρονης δημοκρατίας και της καθολικής ψηφοφορίας, όλα τα κυβερνώντα κόμματα στις ανεπτυγμένες χώρες σημείωσαν πτώση στα ποσοστά τους
Το 2024, για πρώτη φορά στην ιστορία της σύγχρονης δημοκρατίας και της καθολικής ψηφοφορίας, όλα τα κυβερνώντα κόμματα στις ανεπτυγμένες χώρες σημείωσαν πτώση στα ποσοστά τους. Eνας παρατηρητικός αναλυτής θα διέκρινε ότι η εκστρατεία της Χάρις εστιάστηκε σε μεγάλο βαθμό στην Πενσιλβάνια, ενώ η εκστρατεία του Τραμπ επεκτάθηκε σε εθνικό επίπεδο, σε μια προσπάθεια να εξασφαλίσει τη λαϊκή ψήφο. Δεν θα πρέπει να αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η αντιπρόεδρος Χάρις και οι Δημοκρατικοί ηττήθηκαν αυτή την εβδομάδα στις δεύτερες εκλογές μετά την πανδημία. Και όμως, ο θριαμβευτικός τρόπος με τον οποίο ο πρόεδρος Τραμπ επέστρεψε στην εξουσία προκαλεί απορία στους πολιτικούς αναλυτές.
Τις ημέρες πριν και μετά τις εκλογές, τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης και πολλοί αναλυτές προωθούσαν αφηγήσεις όπως ότι η Χάρις διεξήγαγε μια «άψογη εκστρατεία», ότι ήταν από τις καλύτερα προετοιμασμένες υποψήφιες στην Ιστορία ή ότι η εκστρατεία του Τραμπ δυσκολευόταν να κερδίσει τους ισπανόφωνους ψηφοφόρους – παρόλο που τελικά εξασφάλισε το υψηλότερο ποσοστό ισπανόφωνων ψήφων από κάθε Ρεπουμπλικανό υποψήφιο για την προεδρία. Μετά την ψηφοφορία είναι δύσκολο να μην καταλήξει κανείς στο συμπέρασμα ότι το φιλελεύθερο κατεστημένο είναι θεμελιωδώς αποκομμένο από την πραγματικότητα, γεγονός που υπογραμμίζει την ανάγκη για μια πιο ευρεία και πιο απαιτητική συζήτηση.
Οι Δημοκρατικοί ισχυρίζονται πως είναι προφανές ότι θα έπρεπε να βρίσκονται στην εξουσία. Ισχυρίζονται ότι είναι το κόμμα της σταθερότητας, της λογικής και της επάρκειας, και όμως κάθε ειλικρινής αξιολόγηση της διακυβέρνησής τους τα τελευταία χρόνια θα απέρριπτε αυτούς τους ισχυρισμούς. Παρά τα πολλά προειδοποιητικά σημάδια, οι Δημοκρατικοί αγνόησαν τις ανησυχίες των μέσων Αμερικανών σε πολλά θέματα.
Ο ισχυρισμός περί σταθερότητας καταρρίπτεται με μια σύντομη ματιά στον κόσμο, ο οποίος βρίσκεται σε αναταραχή, που τροφοδοτείται από την ακραία και αναθεωρητική στάση της φιλελεύθερης ελίτ. Η εικόνα ενός «κόμματος της λογικής» έχει κλονιστεί από μια σχεδόν λατρευτική προσέγγιση σε πολλά ζητήματα – από την COVID και την αστυνόμευση μέχρι την εκπαίδευση, τη μετανάστευση, ακόμη και τις πειραματικές θεραπείες σε μικρά παιδιά. Και ενώ πολλά στελέχη των Δημοκρατικών προώθησαν την οικονομική πολιτική του Μπάιντεν ως τη μεγαλύτερη επιτυχία στην ιστορία της χώρας, η πραγματικότητα είναι πολύ πιο αμφίβολη. Αν και τα ονομαστικά στατιστικά στοιχεία έδειχναν μια ακμάζουσα οικονομία, το πραγματικό μέσο εισόδημα των νοικοκυριών είχε μειωθεί σημαντικά σε σύγκριση με το 2019, και τρία εκατομμύρια περισσότεροι άνθρωποι ζούσαν σε συνθήκες φτώχειας. Ο πληθωρισμός ήταν ένα σοβαρό ζήτημα για τον μέσο ψηφοφόρο, αλλά το Δημοκρατικό Κόμμα δεν το αντιμετώπισε επαρκώς. Αντί να επιδιώκουν μια οικονομία αφθονίας, οι Δημοκρατικοί φάνηκε να προτιμούν να υποστηρίζουν ειδικά συμφέροντα, γραφειοκρατικές αγκυλώσεις και ιδιοτελείς κερδοσκοπικές πρακτικές. Ο τρόπος διακυβέρνησής τους θυμίζει περισσότερο αυτόν των Πρασίνων στη Γερμανία.
Αντί να επιδιώκουν μια οικονομία αφθονίας, φάνηκε να προτιμούν να υποστηρίζουν ειδικά συμφέροντα, γραφειοκρατικές αγκυλώσεις και ιδιοτελείς κερδοσκοπικές πρακτικές.
Αντιπροσωπεύουν κάτι διαφορετικό και οι παραδοσιακές ετικέτες όπως «κομμουνιστές» ή «αριστεροί» δεν μπορούν να αποτυπώσουν την κοσμοθεωρία τους. Ιστορικά, οι πιο αιχμηροί αντίπαλοι της εταιρικής παγκοσμιοποίησης προέρχονταν από την Αριστερά. Ωστόσο, οι καιροί έχουν αλλάξει και αυτές οι κριτικές εκφράζονται πλέον συχνά από τη Δεξιά, όπου γίνεται λόγος για τις επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης στις τοπικές κοινότητες, στα εθνικά κράτη και στην κοινωνική συνοχή. Ο Τραμπ αξιοποίησε αυτήν την αντίδραση, καθώς μεγάλο μέρος της φιλελεύθερης ελίτ, που κυριαρχεί στο Δημοκρατικό Κόμμα, επωφελείται από τις δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης.
Παρότι αποτελεί μια μιντιακή περσόνα, αυτά τα ζητήματα ήταν που καθόρισαν ουσιαστικά την υποψηφιότητά του. Αν είχε διεξαγάγει μια παραδοσιακή ρεπουμπλικανική εκστρατεία, δεν θα είχε κερδίσει το 2016, δεν θα είχε φτάσει κοντά το 2020, ούτε θα είχε κερδίσει ξανά το 2024. Το 2016, ο Τραμπ έκανε στροφή προς τα αριστερά λέγοντας ότι θα προστατεύσει την κοινωνική ασφάλιση και το Medicare, και θα μειώσει τον αμερικανικό παρεμβατισμό. Οι θέσεις του για το εμπόριο και τη μετανάστευση ταυτίζονταν ιστορικά με εκείνες του εργατικού κινήματος. Επίσης, μετατοπίστηκε πιο αριστερά όσον αφορά τις αμβλώσεις από οποιονδήποτε προηγούμενο υποψήφιο του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, αποδεικνύοντας την ικανότητά του στην εκλογική στρατηγική. Σε συνδυασμό με τη μετατόπιση της εκλογικής συμπεριφοράς των μειονοτήτων, αυτό αντανακλά μια αναπροσαρμογή και των δύο κομμάτων. Για πρώτη φορά σε αυτές τις εκλογές, είχε έναν ισχυρό σύμμαχο στο πρόσωπο του Τζέι Ντι Βανς ως αντιπροέδρου.
Παρά την απήχηση ωστόσο που είχε στους ψηφοφόρους του, η πρώτη θητεία του Τραμπ ήταν αξιοσημείωτα μη παραγωγική, με μοναδικό επίτευγμά του τη μείωση των φόρων. Τώρα, σε μεγάλη ηλικία, περιστοιχίζεται από προσωπικότητες με δικές τους ξεχωριστές ατζέντες. Δεν είναι σαφές πώς αυτή η «ομάδα αντιπάλων» θα καταφέρει να κυβερνήσει και αν θα είναι αποτελεσματική στη θέσπιση νόμων.
O κ. Αλεξάντερ Ε. Ξενόπουλος είναι restaurant operator και δικηγόρος στη Νέα Υόρκη.
________________________________________________________________________________________________
Κεντρική φωτό: «Τις ημέρες πριν και μετά τις εκλογές, τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης και πολλοί αναλυτές προωθούσαν αφηγήσεις όπως ότι η Χάρις διεξήγαγε μια “άψογη εκστρατεία”. […] Μετά την ψηφοφορία, είναι δύσκολο να μην καταλήξει κανείς στο συμπέρασμα ότι το φιλελεύθερο κατεστημένο είναι θεμελιωδώς αποκομμένο από την πραγματικότητα», γράφει ο Αλεξάντερ Ε. Ξενόπουλος. [IOULEX/The New York Times]