«Δεν είναι η ώρα για τακτικισμούς κι αψιμαχίες, αλλά για σύνεση και ευθύνη». Η παραίνεση αντήχησε την Πέμπτη το πρωί στο παλάτι Μπέλβιου στο κέντρο του Βερολίνου. Ο Γερμανός ομοσπονδιακός πρόεδρος Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάγερ απευθυνόταν προς τους τρεις πρώην εταίρους του κυβερνητικού συνασπισμού σοσιαλδημοκρατών (SPD), Πράσινων και Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP) μετά τη βίαιη αποπομπή του ηγέτη του FDP Κρίστιαν Λίντνερ από το υπουργείο Οικονομικών, τη διάλυση της συνεργασίας του «Φαναριού» (λόγω των χρωμάτων των τριών κομμάτων, κόκκινο, πράσινο, κίτρινο) και τη βύθιση της μεγαλύτερης οικονομίας της Ε.Ε. στη δεινότερη πολιτική κρίση των τελευταίων δεκαετιών. Η χρονική συγκυρία της δραματικής εξέλιξης δεν θα μπορούσε να είναι χειρότερη. Ακριβώς τη μέρα της σαρωτικής εκλογικής νίκης του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ, η χώρα που θα έπρεπε να πρωτοστατήσει στη γεωπολιτική απαγκίστρωση της Ευρώπης από την Ουάσιγκτον με οράματα και ιδέες, στρέφει το βλέμμα προς τον ομφαλό της.
Στο διαρκές φλερτ της γερμανικής οικονομίας με την ύφεση έρχεται τώρα να προστεθεί και το πολιτικό τέλμα. Μετά τα τρία εργοστάσια της Volkswagen που αναμένεται να κλείσουν, η χώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με το φάσμα της ακυβερνησίας, αφού οι συσχετισμοί που θα προκύψουν από τις πρόωρες εκλογές είναι απρόβλεπτοι. «Δεν διατυπώνω κάποια θεωρία συνωμοσίας όταν λέω ότι η αυτοκινητοβιομηχανία κυβερνά τη Γερμανία. Κι όταν η βιομηχανία αρχίζει να παρακμάζει, συμπαρασύρει και τη χώρα», σχολιάζει εύστοχα στο τελευταίο του βιβλίο με τον τίτλο «Κaput» ο Bόλφγκανγκ Μούνχαου, πρώην σχολιαστής των Financial Times και ιδρυτής της οικονομικής ιστοσελίδας eurointelligence.
Η χάρτα Λίντνερ
Το «βρώμικο διαζύγιο» του FDP πυροδότησε μια διαρροή. Το μυστικό μανιφέστο του Λίντνερ λίγο πριν από την κατάθεση του προϋπολογισμού είχε τίτλο «Οικονομική μετάβαση για τη Γερμανία – οικονομικές ιδέες για ανάπτυξη και διακυβερνητική δικαιοσύνη». Δημοσιοποιήθηκε στην Bild, πιθανότατα όχι με ευθύνη του ίδιου του Λίντνερ, ο οποίος έδειξε την καγκελαρία ως ένοχη για τη διαρροή. Χωρίς να έχει γίνει αντικείμενο διαβούλευσης με τους εταίρους, τον καγκελάριο και τον Πράσινο αντικαγκελάριο Ρόμπερτ Χάμπεκ, το έγγραφο ζητούσε χαλάρωση περιβαλλοντικών νόμων όπως εκείνου για τη μείωση των εκπομπών ρύπων, μειώσεις φόρων, περιορισμό των κοινωνικών επιδομάτων, και όλα αυτά στο όνομα του συνταγματικά κατοχυρωμένου χρέους φρένου. Ο φιλελεύθερος πολιτικός εμφανιζόταν δηλαδή ως θεματοφύλακας της δημοσιονομικής πειθαρχίας και της συνταγματικής τάξης. Πάνω από όλα όμως στρεφόταν συνολικά κατά του γερμανικού δρόμου προς την πράσινη μετάβαση, βάλλοντας ευθέως κατά των Πρασίνων. Η δαιμονοποίησή τους είναι εξαιρετικά δημοφιλής τον τελευταίο καιρό στη Γερμανία. Το οικολογικό κόμμα αρχών καταγγέλλεται ως απολογητής της woke κουλτούρας και εκπρόσωπος ακριβών οικολογικών ευαισθησιών εις βάρος της κοινωνικής αλληλεγγύης. Περιγράφεται από την Ακροδεξιά και τη συντηρητική παράταξη σαν μία γερμανική εκδοχή της «Αριστεράς του χαβιαριού».
Μετά τη διαρροή οι άλλοι δύο εταίροι συμπεριφέρθηκαν ως απατημένοι σύζυγοι. Οι προτάσεις ήταν σαφώς ασύμβατες με τις απόψεις σοσιαλδημοκρατών και Πρασίνων, άρα ο Λίντνερ τις διατύπωσε επειδή είναι αποφασισμένος να εγκαταλείψει το σκάφος κι έχει ξεκινήσει ήδη την προεκλογική του εκστρατεία. Αυτή είναι η βασική ερμηνεία από το δίδυμο Σολτς και Χάμπεκ, αλλά και την πλειοψηφία του Τύπου. Δεν είναι παράλογη εξήγηση. Η παραμονή του στην κυβέρνηση μόνο περαιτέρω φθορά μπορούσε να του χαρίσει. Στις τρεις τοπικές αναμετρήσεις του 2024 τα ποσοστά του κυμάνθηκαν κάτω από 5%, απέτυχε δηλαδή να εκπροσωπηθεί στα κοινοβούλια των κρατιδίων, ενώ στη Σαξονία έπεσε ακόμη και κάτω από 1%. Αν στις τελευταίες ομοσπονδιακές δημοσκοπήσεις το FDP χαροπάλευε με το εκλογικό όριο του 5%, μετά την ενδοκυβερνητική κρίση αύξησε την επιρροή του κατά 1%. Tο γεγονός ότι σε επίπεδο ρητορικής ο Λίντνερ ηχεί όλο και συχνότερα σαν τον επικεφαλής των Χριστιανοδημοκρατών και πιθανό επόμενο καγκελάριο, Φρίντριχ Μερτς, κίνησε τις υποψίες αναλυτών και δημοσιογράφων ότι τα δύο κόμματα οδεύουν προς μια μετεκλογική συνεργασία όποτε κι αν διενεργηθούν οι πρόωρες εκλογές.
Η συνέχεια ήταν προδιαγεγραμμένη, έμπλεη βυζαντινισμών. Το διακύβευμα ήταν ποιος θα μείνει με τον μουντζούρη στο αμοιβαίο blame game. Οταν ο Σολτς απομάκρυνε τον Λίντνερ, μίλησε με σκαιότατα λόγια για τη θητεία του στο υπουργείο Οικονομικών. Τον αποκάλεσε «εγωιστή, ανεύθυνο που επιδίδεται σε μικροπολιτική, με αποτέλεσμα να διαρραγεί η μεταξύ τους εμπιστοσύνη». «Δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιεί κανείς την καγκελαρία για προεκλογική εκστρατεία», ήταν η πληρωμένη απάντηση του Λίντνερ στον Σολτς, ο οποίος ιδανικά θα ήθελε να παραμείνει στην εξουσία επικεφαλής κυβέρνησης μειοψηφίας μέχρι τις αρχές του νέου έτους, προκειμένου να περάσει κάποιους νόμους από τη βουλή.
Την έξοδο του αρχηγού τους ακολούθησαν όλοι οι υπουργοί του FDP, με εξαίρεση τον υπουργό Μεταφορών Φόλκερ Βίσινγκ, ο οποίος ανέλαβε μάλιστα και το υπουργείο Δικαιοσύνης. Υπουργός Οικονομικών στη θέση του Λίντνερ χρίστηκε ο στενός συνεργάτης του Σολτς, Γιοργκ Κούκις, ο οποίος θα μείνει στο πόστο του μόνο για λίγους μήνες. Το στοίχημα του FDP πως «καλύτερα να μένει ένα κόμμα εκτός εξουσίας, παρά να κυβερνάει άσχημα», μένει να αποδειχθεί.
Η θρυλική σέλφι των τεσσάρων χαμογελαστών επίδοξων εταίρων, των δύο Πράσινων διαπραγματευτών, της σημερινής υπουργού Εξωτερικών Αναλένα Μπέρμποκ και του Χάμπεκ από τη μία και του Λίντνερ και του υπουργού Μεταφορών Φόλκερ Βίσινγκ εκ μέρους του FDP από την άλλη είναι πλέον μια πικρή ανάμνηση από το φθινόπωρο του 2021. Κανείς δεν μιλιέται σήμερα με κανέναν. Οι Λίντνερ και Χάμπεκ επειδή ο πρώτος πρόδωσε το «Φανάρι», οι Χάμπεκ και Μπέρμποκ επειδή ο αντικαγκελάριος θέλει να γίνει εκείνος ο Πράσινος διεκδικητής της καγκελαρίας στη θέση της και ο Λίντνερ με τον Βίσινγκ επειδή ο δεύτερος αποφάσισε να αποκλίνει από τη γραμμή του FDP και να παραμείνει στην κυβέρνηση, εξασφαλίζοντας μάλιστα και προαγωγή για την «προδοσία».
Πίεση για κάλπες
Ο καγκελάριος είχε μια πρώτη επαφή με τον Χριστιανοδημοκράτη ηγέτη Φρίντριχ Μερτς για να εξασφαλίσει την ανοχή του στο σενάριο των πρόωρων εκλογών το 2025, εις μάτην όμως. Εκείνος επιμένει σε δραστικές λύσεις, με άμεση προσφυγή στις κάλπες. Ισως έχει δίκιο.
Με το σκεπτικό του Σολτς οι εκλογές θα διενεργούνταν στα τέλη Μαρτίου και η νέα κυβέρνηση θα σχηματιζόταν το νωρίτερο τον Μάιο. Ολοι στο Βερολίνο και στις Βρυξέλλες συμφωνούν ότι αυτό είναι πολύ αργά.
Η γερμανική οικονομία νοσεί βαριά. Για δεύτερη φορά στην πρόσφατη ιστορία της η Γερμανία είναι ο μεγάλος ασθενής της Ευρώπης. Ο Τραμπ ορκίζεται στα τέλη Ιανουαρίου. Η Ευρώπη δεν έχει την πολυτέλεια ούτε τον χρόνο να παρακολουθεί τη μεγαλύτερη οικονομία της σε αναζήτηση κυβέρνησης έπειτα από πολύμηνη πολιτική αστάθεια όσο ο Αμερικανός πρόεδρος θα εφαρμόζει την προαναγγελθείσα πολιτική του: τιμωρητικούς δασμούς, διπλωματική απομόνωση αφού είναι γνωστή η απέχθειά του προς την ευρωπαϊκή γραφειοκρατία και επιλεκτικές συμμαχίες με τα μαύρα πρόβατα της Ε.Ε., όπως ο Ούγγρος πρωθυπουργός Βίκτορ Ορμπαν.
Οι κερδισμένοι
Οι μικροκομματικές συγκρούσεις και η έλλειψη κυβερνητικής νομιμοφροσύνης σε μια χώρα, στην οποία η διενέργεια πρόωρων εκλογών και η διάλυση της βουλής είναι ασυνήθιστες πολιτικές διεργασίες για ιστορικούς λόγους, μόνο ένα κερδισμένο έχουν: τα δύο αντισυστημικά κόμματα, την ακροδεξιά «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD) και το κίνημα της πρώην αριστερής Σάρα Βάγκενκνεχτ (BSW).
Δεν είναι τυχαίο ότι οι ψηφοφόροι των δύο κομμάτων είναι αυτοί που επιθυμούν στη συντριπτική τους πλειοψηφία άμεση προσφυγή στις κάλπες (σε ποσοστά πάνω από 85%). H AfD βρίσκεται στη δεύτερη θέση στις δημοσκοπήσεις, προηγούμενη κατά 2% των σοσιαλδημοκρατών, ενώ το BSW αν και νεοπαγές φέρεται να υπερβαίνει άνετα το όριο του 6%. Ακόμη οι αριθμοί επαρκούν για τη συγκρότηση ενός μεγάλου συνασπισμού με βασικό στόχο να κρατηθεί η «Εναλλακτική» μακριά από την εξουσία. Αν συνεχιστεί όμως η οικονομική κρίση στη χώρα και η απαξίωση των παραδοσιακών σχηματισμών τίποτα δεν είναι βέβαιο.
Τι γράφει ο γερμανικός Τύπος
«Δεν διατυπώνω κάποια θεωρία συνωμοσίας όταν λέω ότι η αυτοκινητοβιομηχανία κυβερνά τη Γερμανία. Κι όταν η βιομηχανία αρχίζει να παρακμάζει, συμπαρασύρει και τη χώρα».
Bόλφγκαν Μούνχαου, Συγγραφέας του βιβλίου «Κaput» (Swift Press)
«Ο κυβερνητικός συνασπισμός έχει τελειώσει. Δεν υπάρχει λόγος να καθυστερεί περισσότερο από όσο χρειάζεται η προσφυγή στις κάλπες. Οσο νωρίτερα μπορεί να σχηματιστεί και να εργαστεί μία νέα κυβέρνηση, τόσο καλύτερα». Ραλφ Νόικιρχ, Αρθρογράφος στο Spiegel
«Δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτό. Η χώρα μας βρίσκεται σε κρίση και δεν έχει την πολυτέλεια μιας τέτοιας κυβέρνησης. Καλύτερα πρόωρες εκλογές την άνοιξη, παρά έντεκα μήνες αυτό το παραλυτικό τρίο!». Πέτερ Τίντε, Σχολιαστής στην Bild
«Eπιτέλους, μπόρεσαν όλοι να αποδοκιμάσουν τον Λίντνερ σαν τον κακό σε σαιξπηρικό δράμα. Για ένα βράδυ, αντίθετα, έμοιαζε με τραγικό ήρωα ο Σολτς». Ντιρκ Κνίπχαλς, Αρθρογράφος στην Taz
Πάλι ο μεγάλος ασθενής;
_______________________________________________________________________________________________
Κεντρική φωτογραφία: Ο Ολαφ Σολτς αποχωρεί εμφανώς προβληματισμένος από το παλάτι Μπέλβιου έπειτα από τη διάλυση του «συνασπισμού του φαναριού». Ο καγκελάριος αποκάλεσε τον επικεφαλής των Ελεύθερων Δημοκρατών, Κρίστιαν Λίντνερ, «εγωιστή, ανεύθυνο που επιδίδεται σε μικροπολιτική, με αποτέλεσμα να διαρραγεί η μεταξύ τους εμπιστοσύνη». [REUTERS/Liesa Johannssen]