Αυτό τουλάχιστον είναι το συμπέρασμα μιας νέας διεπιστημονικής
μεθόδου στατιστικής «βαθμολόγησης», που εφαρμόζει ένας Αμερικανός
ερευνητής, ο οποίος έχει δημιουργήσει και το σχετικό διαδικτυακό
εργαλείο με το εύγλωττο όνομα Scholarometer, το οποίο συγκρίνει
περίπου 35.000 ερευνητές.
Ο ειδικός της πληροφορικής Φιλίπο Μέντσερ του πανεπιστημίου της
Ιντιάνα Μπλούμιγκτον, σύμφωνα με το «Nature», ανέπτυξε ένα νέο
σύστημα αξιολόγησης, σύγκρισης και κατάταξης όλων των επιστημόνων
-και εδώ είναι η καινοτομία- από όλους τους επιστημονικούς τομείς
ανεξαιρέτως. Συνήθως η κατάταξη μέχρι σήμερα γίνεται μόνο μεταξύ
επιστημόνων από επιμέρους πεδία (χώρια οι φυσικοί, οι βιολόγοι, οι
ψυχολόγοι, οι ιστορικοί, οι κοινωνιολόγοι κ.ο.κ.).
Η νέα μέθοδος βασίζεται στον δείκτη αξιολόγησης h-index (π.χ.
δείκτης 20 δείχνει ότι ένας επιστήμονας έχει δημοσιεύσει
τουλάχιστον 20 βιβλία ή ερευνητικά άρθρα, στα οποία έχουν γίνει
τουλάχιστον 20 αναφορές από τρίτους). Ο εν λόγω δείκτης στη
συνέχεια προσαρμόζεται με βάση τα συνεχώς ανανεωμένα δεδομένα της
υπηρεσίας Google Scholar, η οποία καταγράφει τις επιστημονικές
δημοσιεύσεις παγκοσμίως και κατατάσσει τους επιστήμονες ανάλογα με
τον αριθμό των ετερο-αναφορών (citations) που λαμβάνουν από άλλους
ερευνητές.
Κάπως έτσι, στις 5 Νοεμβρίου 2013, ο
κοινωνιολόγος-οικονομολόγος-ιστορικός-πολιτικός αγωνιστής Καρλ Μαρξ
ερχόταν πρώτος σε επιρροή, ακολουθούμενος από τον «πατέρα» της
ψυχανάλυσης Σίγκμουντ Φρόιντ. Στην τρίτη θέση εμφανίζεται ο
θεωρητικός φυσικός Έντουαρντ Γουίτεν του Ινστιτούτου Προωθημένων
Μελετών του πανεπιστημίου Πρίνστον των ΗΠΑ.
Παρεμπιπτόντως, από τα διάφορα επιστημονικά πεδία, στα οποία
ανακατεύτηκε ο πολυπράγμων Μαρξ, την υψηλότερη βαθμολογία, όσον
αφορά την επιρροή του στους άλλους επιστήμονες, παίρνει στην
ιστορία (και όχι στα οικονομικά).