Δεκαπέντε ημέρες πριν από το δημοψήφισμα που μπορεί να κοστίσει τη θέση του Ιταλού πρωθυπουργού Ματέο Ρέντσι, η κατάσταση στη χώρα είναι πιο δραματική απ’ όσο προδίδει ο άμεσος κίνδυνος πολιτικής αστάθειας. Τα προβλήματα κάποιων ιταλικών τραπεζών έχουν φθάσει σε επίπεδα μετά βίας διαχειρίσιμα, με την τρίτη μεγαλύτερη ιταλική τράπεζα να αναζητεί εσπευσμένα κεφάλαια για την τρίτη ανακεφαλαιοποίηση σε τρία χρόνια, ενώ η οικονομία συνολικά αδυνατεί να βγει από το κώμα στο οποίο εισήλθε με την ένταξή της στην Ευρωζώνη, το 1999. Αν οι Ιταλοί ψηφίσουν «όχι» στις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις στις 4 Δεκεμβρίου, δεν θα λήξει απλώς η διακυβέρνηση του κεντροαριστερού Ρέντσι, θα ανοίξει παράλληλα ο δρόμος για τις πολιτικές δυνάμεις που επιθυμούν ένα ακόμη δημοψήφισμα, αυτή τη φορά με αντικείμενο τη θέση της χώρας στη ζώνη του ευρώ. Και ο ευρωσκεπτικισμός που επικρατεί στην Ιταλία είναι τόσο έντονος ώστε να καθίσταται απολύτως ορατό ένα αποτέλεσμα που θα κλόνιζε συθέμελα το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, πυροδοτώντας τη «μητέρα όλων των κρίσεων».
Τον τελευταίο καιρό, ο Ρέντσι επικρίνει σε καθημερινή βάση τις Βρυξέλλες, ενώ έφθασε στο σημείο να απομακρύνει από το γραφείο του τη σημαία της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ο Ρέντσι είναι φιλοευρωπαίος έως το μεδούλι, ως εκ τούτου οι κινήσεις αυτές δεν αποτελούν προπομπό δικής του αλλαγής στάσης, είναι όμως σαφείς ενδείξεις ότι η ρητορική κατά της Ε.Ε. αποκτά ηγεμονικό ρόλο στην πολιτική συζήτηση της χώρας.
Απειλή bail in
Η απάθεια με την οποία δείχνει να αντιμετωπίζει το ζήτημα αυτό η Γερμανία έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την αγωνία των Βρυξελλών. Η απόφαση με την οποία η Κομισιόν θα επέπληττε την Ιταλία για υπερβολικό έλλειμμα μετατέθηκε για την επόμενη χρονιά, ενώ αναζητείται τρόπος να παρακαμφθούν οι κανόνες της τραπεζικής ένωσης, προκειμένου να σωθούν οι ιταλικές τράπεζες χωρίς αυτό να συνοδευθεί με ένα πολιτικά καταστροφικό για τον Ματέο Ρέντσι bail in. Οι κανόνες της Ε.Ε. για τις διασώσεις τραπεζών προβλέπουν «κούρεμα» για μετόχους και ομολογιούχους, αλλά στην κατηγορία αυτή ανήκουν και πολλοί ανυποψίαστοι πολίτες που έχουν καταθετικά προϊόντα. Η πολιτική θύελλα με την εφαρμογή του bail in σε τέσσερις μικρές τράπεζες πέρυσι δεν ήταν τίποτα μπροστά σε αυτήν που θα ξεσπάσει αν συμβεί το ίδιο και με την Monte Dei Paschi, που είναι, όπως προαναφέραμε, η τρίτη μεγαλύτερη στη χώρα.
Αυτή την εβδομάδα, ο επίτροπος Μοσκοβισί απηύθυνε μία ακόμη έκκληση για αύξηση των δαπανών των πλεονασματικών χωρών της Ε.Ε. (βλ. Γερμανία), ώστε να αμβλυνθούν οι δραματικές ανισορροπίες στην Ευρωζώνη. Το βλέμμα του Μοσκοβισί ήταν στραμμένο με ανησυχία στην Ιταλία, αλλά το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών ουδόλως συγκινήθηκε. Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε απάντησε στον επίτροπο με τον ίδιο τρόπο που απάντησε και στον Αμερικανό πρόεδρο Ομπάμα, ξεκαθαρίζοντας ότι το Βερολίνο δεν σκοπεύει να αλλάξει πολιτική. Ως επιστέγασμα, η ναυαρχίδα του γερμανικού Τύπου, η «Φρανκφούρτερ Αλγκεμάινε», έγραψε ότι οι προτάσεις της Κομισιόν είναι «γελοίες» και ότι «κανένας πια δεν παίρνει στα σοβαρά αυτή την Επιτροπή». Το Βερολίνο θεωρεί ότι αυτό που πρέπει να αλλάξει δεν είναι η γερμανική στάση, αλλά η λειτουργία της Κομισιόν, η οποία σύμφωνα με τη Γερμανία έχει γίνει υπερβολικά «πολιτική» και πρέπει να χαλιναγωγηθεί με έναν μηχανισμό αυτόματης επιβολής των δημοσιονομικών κανόνων. Η στάση του Βερολίνου δεν έχει σχέση με τις βουλευτικές εκλογές του φθινοπώρου 2017, όπως κάποιοι υποθέτουν, αλλά με τη συνολική συγκρότηση της γερμανικής πολιτικής συζήτησης. Αν η γερμανική στάση αλλάξει, μετά τις εκλογές, θα είναι προς το χειρότερο.
Οι αντιθέσεις είναι τόσο έδραιωμένες ώστε, ακόμη και αν οι δημοσκοπήσεις που δείχνουν επικράτηση του «όχι» στην Ιταλία διαψευσθούν, ακόμη και αν ο Ματέο Ρέντσι επιβιώσει και το Κίνημα 5 Αστέρων δεν δρομολογήσει καμία έξοδο της Ιταλίας από την Ευρωζώνη, η κρίση δεν αποσοβείται. Απλώς μετατίθεται.