Οι 177 σελίδες της συμφωνίας συγκυβέρνησης περιλαμβάνουν σκληρούς συμβιβασμούς για όλα τα κόμματα, παρότι οι όροι της διαμορφώθηκαν σε κλίμα μεγάλης οικονομικής αισιοδοξίας, που επέτρεψε δαπάνες όπως οι επενδύσεις 11 δισ. για σχολεία, η αύξηση επιδομάτων πρόνοιας και η δέσμευση ότι η Γερμανία θα συνεισφέρει περισσότερα χρήματα στον προϋπολογισμό της Ε.Ε.
Οι Χριστιανοδημοκράτες επέβαλαν τις θέσεις τους στο ζήτημα της περίθαλψης, παρότι ο Μάρτιν Σουλτς αρχικά το είχε αναδείξει σε «σημαία» των διεκδικήσεών του, με τις διαπραγματεύσεις να καταλήγουν απλώς στην απόφαση ότι «θα συσταθεί επιτροπή που θα μελετήσει το θέμα». Ως νίκη των Χριστιανοδημοκρατών και των Βαυαρών συμμάχων τους θεωρείται η συμφωνία για το προσφυγικό, με τον περιορισμό του δικαιώματος της οικογενειακής επανένωσης στα 1.000 άτομα τον μήνα. Οι Χριστιανοδημοκράτες εμπόδισαν επίσης τη λήψη μέτρων για τη συγκράτηση των ενοικίων, με την ένωση ενοικιαστών του Βερολίνου να εκφράζει βαθύτατη απογοήτευση.
Στα περιβαλλοντικά ζητήματα, οι Σοσιαλδημοκράτες επέβαλαν την απαγόρευση του καρκινογόνου ζιζανιοκτόνου γλυφοσάτη και των γενετικώς τροποποιημένων καλλιεργειών, αλλά δεν ανακοίνωσαν μέτρα που θα επέτρεπαν την υλοποίηση των στόχων του 2020 για τη μείωση των ρύπων (αρκέστηκαν στους στόχους του 2030 και του 2050). Επίσης επέβαλαν τον στόχο της δικαιότερης φορολόγησης μεγάλων εταιρειών και της απαγόρευσης εξαγωγών όπλων προς χώρες που μετέχουν στον πόλεμο της Υεμένης.